Για όσους παρακολουθούμε από την ασφάλεια του σπιτιού μας το -πολλοστό στην ιστορία του Σουδάν- δράμα που ξεκίνησε να παίζεται το Μεγάλο Σάββατο, οι 10 ημέρες εγκλωβισμού στην εμπόλεμη ζώνη φαντάζουν ως ένα χρονικό διάστημα το οποίο κυλάει βασανιστικά αργά.
Ο Χρήστος Δέδες περιγράφει στην «Κ» το ακριβώς αντίθετο: «Υπήρχε τόση ένταση που ο χρόνος ήταν πολύ “πυκνός”. Δεν θυμάμαι καν τι κάναμε και πώς περνούσαν οι ώρες. Αλλά περνούσαν. Να κοιμηθείς, άλλωστε, δεν μπορούσες. Και λίγο αν μάς έπαιρνε ο ύπνος, ξυπνάγαμε από τις εκρήξεις».
Ο κ. Δέδες είναι ένας από τους πρώτους Έλληνες που βρέθηκαν στο μεταφορικό αεροσκάφος C- 27 της Πολεμικής Αεροπορίας, το οποίο έφτασε σήμερα στις 10.30 περίπου στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Το αεροσκάφος μετέφερε 17 άτομα (13 Ελληνες και 4 ξένους υπηκόους, συζύγους Ελλήνων) από το Σουδάν.
Ο κ. Δέδες εξηγεί στην «Κ» πως αυτή ήταν μόλις η δεύτερη φορά που βρέθηκε για επαγγελματικούς λόγους στο Σουδάν. «Και παγιδεύτηκα», λέει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος εργάζεται ως δύτης και βρισκόταν στην πρωτεύουσα Χαρτούμ μαζί με ένα συνεργείο που αποτελούταν από άλλους τέσσερις Έλληνες και έναν Πορτογάλο. Λίγες ημέρες μετά την άφιξή τους, θα ξεκινούσαν να εργάζονται για ένα εγχείρημα στο Πορτ Σουδάν. Αυτό δεν συνέβη φυσικά ποτέ.
«Το Μ. Σάββατο, την ώρα που ήμασταν στο ξενοδοχείο, ακούσαμε ξαφνικά ριπές. Βγήκαμε έξω στα μπαλκόνια και τις ακούσαμε πια καθαρά. Κατάλαβα ότι μπλέξαμε» περιγράφει ο κ. Δέδες. «Η κατάσταση έγινε αμέσως χαοτική. Όλα άλλαζαν από στιγμή σε στιγμή. Τη μια ακούγονταν οι πυροβολισμοί δίπλα μας, την άλλη αρκετά πιο μακριά, μετά ακριβώς δίπλα μας. Αδέσποτες σφαίρες περνούσαν από παντού».
O «πυκνός» χρόνος μέσα στο ξενοδοχείο
Στην ερώτηση πώς κύλησαν και από πρακτικής άποψης 10 ολόκληρες μέρες, μέσα σε ένα ξενοδοχείο στην καρδιά των σκληρών εχθροπραξιών, ο κ. Δέδες μάς μεταφέρει την εξής εικόνα: «Καταρχάς, γρήγορα καταλάβαμε πως δεν θα είχαμε προφύλαξη, δεν υπήρχε καταφύγιο, δεν υπάρχει κοινός συντονισμός, δεν υπήρχε τίποτα. Ο καθένας έπρεπε να τα καταφέρει εκεί που έτυχε να βρίσκεται».
«Εμείς είχαμε τουλάχιστον τα βασικά. Φαγητό και νερό. Ρεύμα δεν είχαμε. Υπήρχε μια γεννήτρια που χρησιμοποιούσαμε με μεγάλη προσοχή. Φορτίζαμε, δηλαδή, τα κινητά μας τηλέφωνα για μια ώρα την ημέρα για να μπορούμε να έχουμε μια βασική επικοινωνία με τους συγγενείς μας».
«Φοβηθήκατε;» ρωτάμε σε αυτό το σημείο τον κ. Δέδε. «Προσπαθούσα να μένω ψύχραιμος» απαντά ο ίδιος και συνεχίζει: «Το έχω ως αρχή αυτό, ως άνθρωπος. Δεν απογοητευόμουν. Σκεφτόμουν πως αυτό δεν θα με βοηθήσει. Σκεφτόμουν, όσο μπορούσα, πρακτικά και λογικά. Όταν έχανε το κουράγιο του κάποιος, ένας άλλος από την ομάδα τον αναπτέρωνε- ο ένας βοηθούσε τον άλλο».
Ο κ. Δέδες αναφέρει επίσης ότι έπαιρνε κουράγιο μέσα από την επικοινωνία με την οικογένειά του. «Αντάλασσα στο WhatsApp μηνύματα με τη σύζυγό μου για να μαθαίνει εκείνη πως είμαι καλά κι εγώ τα δικά νέα της και αυτά των δύο παιδιών μου. Οι Έλληνες αγαπάμε πολύ την οικογένεια».
Η βασική του ανησυχία, όπως λέει, ήταν όχι η κατάσταση εκείνη τη στιγμή αλλά το αν θα γίνουν τα πράγματα χειρότερα. «Ανησυχούσα μήπως γίνει κάτι στο τέλος και χάσουμε κι αυτή τη λίγη επικοινωνία μας, μήπως χαθεί το στίγμα μας. Ευτυχώς, ο επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας στο Χαρτούμ, ο κ. Γεράσιμος Παγουλάτος, επικοινωνούσε μαζί μας συνέχεια και μας εμψύχωνε. Μας έλεγε πως θα τα καταφέρουμε».
Η «κινηματογραφική» διαδικασία του απεγκλωβισμού
Η πρώτη προσπάθεια απεγκλωβισμού έγινε προχθές (23/4) μέσω της γαλλικής πρεσβείας και δεν καρποφόρησε για τους Έλληνες που προγραμματίστηκε να συμμετάσχουν σε αυτήν.
«Ήρθε και μας πήρε ένα πολύ μικρό αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε να διασχίζουμε την εμπόλεμη ζώνη μέσα στην πόλη. Η προσπάθεια αυτή όμως κατέρρευσε και έτσι ξαναγυρίσαμε γρήγορα στο ξενοδοχείο. Τελικά, μας έσωσε η επικοινωνία που είχε ο Πορτογάλος του συνεργείου μας, ο οποίος επικοινωνούσε με την πρεσβεία της Πορτογαλίας. Χθες το πρωί, ξημερώματα, στις 04.00, στάθμευσε έξω από το ξενοδοχείο ένα όχημα της πρεσβείας για να μας παραλάβει και να μας μεταφέρει σε μια στρατιωτική βάση. Κάναμε με το όχημα δύο ώρες πορεία. Το αυτοκίνητο κινούταν πολύ αργά. Μας σταμάτησαν τουλάχιστον 30 φορές για έλεγχο. Σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ο στρατός και σε κάποιες άλλες οι παραστρατιωτικοί. Σε έναν από αυτούς τους ελέγχους, τον οποίο νομίζω έκαναν οι παραστρατιωτικοί, φοβηθήκαμε πως δεν τα καταφέρουμε. Έδειχναν να ετοιμάζονται για πλιάτσικο».
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η περιπέτεια είχε αρχίσει να οδεύει προς το τέλος της, σημειώνει ο κ. Δέδες. «Μόλις φτάσαμε στη βάση, γύρω στις 07.00 το πρωί, μας περίμενε ένα Ιταλικό μεταγωγικό αεροπλάνο. Μέσα ήταν Ιταλοί κομάντος και εμείς οι έξι. Στο Τζιμπουτί φτάσαμε στις 11.00. Εκεί πήραμε μια καλή ανάσα. Η Πρέσβης της Ελλάδας στο Τζιμπουτί μας φρόντισε».
Πλέον ο Χρήστος Δέδες βρίσκεται ασφαλής στην Ελλάδα. «Νιώθω όμορφα που είμαι στην πατρίδα κοντά στην οικογένειά μου. Ταξιδεύω συχνά και πολλές φορές οι συνθήκες στις χώρες όπου βρίσκομαι δεν είναι ιδανικές. Όμως, αυτή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου -ελπίζω και η τελευταία- που μου συνέβη κάτι τέτοιο. Ήταν μια εμπειρία μεγάλη, όπως και να το κάνεις, και ας ήταν τόσο δύσκολη».
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr