Ως μέλος της Εθνικής Αρχής για την Ανώτατη Εκπαίδευση συμφωνώ με τη θέσπιση κατώτατης βάσης για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Είχε προηγηθεί το 2020 το σοκ με τις εξαιρετικά χαμηλές βάσεις σε πολλά τμήματα. Δίνω μερικά παραδείγματα για τα μόρια του τελευταίου εισακτέου από το Γενικό Λύκειο: Ιταλική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΑΠΘ: 6.340· Ιταλική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ: 4.440· Περιφερειακή και Οικονομική Ανάπτυξη στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο: 4.350· Αγροτική Βιοτεχνολογία και Οινολογία στο Διεθνές Πανεπιστήμιο: 4.850· Αγροτική Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο Θράκης: 3.825· Δασολογία και Φυσικό Περιβάλλον στο Διεθνές Πανεπιστήμιο: 2.550. Το θλιβερό ρεκόρ είχαν τα Τμήματα Περιβάλλοντος του Ιονίου Πανεπιστημίου (στη Ζάκυνθο) με 900 μόρια (ο πρώτος είχε μόλις 8.525 μόρια) και Επιστήμης Βιοσυστημάτων και Γεωργικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου Πατρών (στο Μεσολόγγι) με 875 μόρια. Για σύγκριση, ο τελευταίος εισακτέος στην Επιστήμη Διαιτολογίας και Διατροφής στο Χαροκόπειο συγκέντρωσε το ίδιο έτος 15.700 μόρια.
Η ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν ήταν μέτρο για την προώθηση σπουδαστών στα ιδιωτικά κολέγια. Μερικά από τα κολέγια είναι πωλητήρια πτυχίων χωρίς επαγγελματικό αντίκρισμα και γενικά τα κολέγια πρέπει να τεθούν κάτω από αυστηρό έλεγχο για το επίπεδο των παρεχόμενων σπουδών και τις προϋποθέσεις εισαγωγής σε αυτά. Οσο ισχύει το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, η ελάχιστη βάση είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου διδασκαλίας στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Δεν είναι ούτε παράλογη ούτε ανήθικη.
Παράλογο είναι το να καταδικάζονται νέοι άνθρωποι να σπαταλούν δημιουργικά χρόνια ως αιώνιοι φοιτητές· να επιβαρύνονται οι οικογένειές τους με έξοδα παραμονής σε πόλεις της περιφέρειας για εικονικές σπουδές· να χαμηλώνει το επίπεδο της διδασκαλίας για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες φοιτητών που στερούνται τις στοιχειώδεις γνώσεις για σπουδές στο αντικείμενό τους· να επιβαρύνονται οι διδάσκοντες με αλλεπάλληλες εξετάσεις (μέχρι να δώσουν το χαριστικό πεντάρι)· να διαιωνίζεται η κακή αναλογία αριθμού διδασκόντων και διδασκομένων (μακράν η χειρότερη στην Ευρώπη).
Παράλογο είναι το να καταδικάζονται νέοι άνθρωποι να σπαταλούν δημιουργικά χρόνια ως αιώνιοι φοιτητές σε πόλεις της περιφέρειας για εικονικές σπουδές.
Αν υπήρχε διάθεση για νηφάλια και τεκμηριωμένη συζήτηση για την παιδεία, το 2023 δεν θα συζητούσαμε για ελάχιστες βάσεις, αλλά για τα κενά της μέσης εκπαίδευσης, την απουσία επαγγελματικού προσανατολισμού και την κατάργηση ενός προβληματικού συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ, μοναδικού στην Ευρώπη. Μπορείτε να φανταστείτε πρωτοσέλιδα στη Le Monde ή τον Guardian «Δυσεπίλυτα τα προβλήματα στα Μαθηματικά» ή «Επεσε δύσκολο κείμενο στα Αρχαία»; Επί δεκαετίες η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ αντί να υιοθετήσουν κάποιο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ που λειτουργεί καλά σε συγκρίσιμες χώρες, προτίμησαν να ανακαλύπτουν κάθε φορά τον τροχό.
Τροποποιούσαν εκδοχές των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Αλλαζαν τον ανελκυστήρα του προβληματικού οικοδομήματος που είναι η παιδεία. Την πεπατημένη ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντί να επιμένει στην αντικατάσταση των Πανελλαδικών με εισαγωγή στα ΑΕΙ με βάση το απολυτήριο του λυκείου, υποκύπτει στη γοητεία της εύκολης λύσης. Προσοχή: Αλλο πράγμα η επιτυχής απόκτηση απολυτηρίου λυκείου με βαθμολογίες πάνω από τη βάση και ειδικό βάρος στη βαθμολογία των μαθημάτων που είναι σχετικά με τις επιδιωκόμενες σπουδές και άλλο η κατάργηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής.
Δυστυχώς, η χαμηλού επιπέδου συζήτηση για την ελάχιστη βάση οδηγεί μακριά από την επίλυση δύο πολύ σημαντικότερων προβλημάτων: Πρώτον, πρέπει να βελτιωθεί το επίπεδο της παρεχόμενης παιδείας στη μέση εκπαίδευση, ώστε χιλιάδες νέοι να μη στερούνται τις στοιχειώδεις γνώσεις που θα τους επιτρέψουν να παρακολουθήσουν ανώτερες σπουδές. Δεύτερον, πρέπει να εισαχθεί ουσιαστικός επαγγελματικός προσανατολισμός, ώστε οι νέοι να κατευθύνονται έγκαιρα σε τομείς που ανταποκρίνονται στις γνώσεις, τις ικανότητες και στα ενδιαφέροντά τους και να ενημερώνονται για τις επαγγελματικές προοπτικές αλλά και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αλλιώς η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του ΟΟΣΑ τόσο στην απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-64, όσο και των νέων αποφοίτων ηλικίας 25-34, απέχοντας 12 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Τα στοιχεία αυτά (και άλλα σχετικά με τα διαχρονικά προβλήματα της παιδείας) υπάρχουν στις ετήσιες εκθέσεις της Εθνικής Αρχής για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Αναρωτιέμαι πόσοι βουλευτές έχουν μπει στον κόπο να τα διαβάσουν.
O κ. Aγγελος Χανιώτης είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας.