Πόσο ικανοποιημένοι είμαστε από τη ζωή μας; Πολύ; Λίγο; Τόσο όσο; Πόσοι έχουμε αφιερώσει χρόνο να αναλογιστούμε εάν είμαστε ευτυχισμένοι – ή αν αυτή η λέξη ακούγεται «βαριά», εάν είμαστε έστω καλά; Και πόσοι θα το παραδεχόμασταν είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση; Γι’ αυτό όμως υπάρχουν οι ειδικοί. Στην τελευταία της Ερευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών, έτους 2022, η Ελληνική Στατιστική Αρχή παρουσιάζει, γυμνή, την αλήθεια γύρω από την ευημερία μας: οι Ελληνες περνάμε τελικά καλά;
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 56,8% του ελληνικού πληθυσμού (16 ετών και πάνω) είναι πολύ ικανοποιημένο από τη ζωή του. Υπάρχει, δε, ένα διόλου ευκαταφρόνητο 5,2% που δηλώνει πλήρως ικανοποιημένο από τη ζωή του. Στον αντίποδα, καθόλου ικανοποιημένο είναι το 1,1% του πληθυσμού. Οταν η ερώτηση αφορά την οικονομική κατάσταση, τα ποσοστά αντιστρέφονται: είναι το 5,7% που δηλώνει καθόλου ικανοποιημένο και το 1,9% που είναι πλήρως ικανοποιημένο. Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός ότι από τον μη φτωχό πληθυσμό μόλις το 2,3% δηλώνει πλήρως ικανοποιημένο από την οικονομική του κατάσταση.
Ενας στους τέσσερις συναντιέται καθημερινά με συγγενείς και το 30,2% βλέπει καθημερινά φίλους.
Το 17,1% δηλώνει ότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων εβδομάδων πριν από την έρευνα, ήταν ευτυχισμένο όλο το διάστημα (το 3,5% δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένο). Το 55,1% του πληθυσμού είπε ότι, κατά το ίδιο διάστημα, δεν αισθάνθηκε καθόλου μοναξιά (το 1,5% αισθανόταν μοναξιά). Το 88,2% δηλώνει ότι έχει κάποιον άνθρωπο από τον οποίο μπορεί να ζητήσει ηθική, υλική και οικονομική βοήθεια, ενώ το 13,2% αισθάνεται κοινωνικά αποκλεισμένο/απομονωμένο. Σε σχέση με τη χρήση του χρόνου του, πολύ ικανοποιημένο δηλώνει το 33,1% του πληθυσμού, ενώ πολύ ικανοποιημένο από τις προσωπικές του σχέσεις δηλώνει το 59%.
Ομως τη ζωή μας την ομορφαίνει και η τέχνη. Πόσο (προλαβαίνουμε να) την απολαμβάνουμε; Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 20,8% πήγε στον κινηματογράφο έως τρεις φορές τον τελευταίο χρόνο (το 5,7% πήγε στον κινηματογράφο περισσότερο από τρεις φορές). Το 23,2% δεν πήγε στον κινηματογράφο διότι βλέπει ταινίες στην τηλεόραση ή ονλάιν, ενώ το 12% επικαλέστηκε την πανδημία. Αντίστοιχα, το 22,7% πήγε έως τρεις φορές σε θέατρο ή συναυλία (το 5,4% παρακολούθησε τέτοιου είδους παραστάσεις περισσότερο από τρεις φορές). Το 31,6% δεν παρακολούθησε παραστάσεις διότι δεν το ενδιαφέρει, ενώ το 13,9% έμεινε μακριά από κλειστούς χώρους λόγω της πανδημίας. Μικρό είναι το ποσοστό (μόλις 7%) του πληθυσμού που εξασκεί καθημερινά κάποια δραστηριότητα (από μουσική μέχρι χειροτεχνίες ή συγγραφή), ωστόσο ένα 30,7% διάβασε έως τέσσερα βιβλία τον τελευταίο χρόνο. Χρόνο για την οικογένεια, πάντως, βρίσκουμε. Ενας στους τέσσερις συναντιέται καθημερινά με συγγενείς του και το 44% επικοινωνεί καθημερινά μαζί τους. Αντίστοιχα το 30,2% βλέπει καθημερινά φίλους και το 45,7% επικοινωνεί μαζί τους κάθε μέρα.
Το 77% αισθάνεται υγιές, υπέρβαροι 4 στους 10
Τα χρήματα δεν αποτελούν εγγύηση για την ευτυχία. Στις χαρές μας αυτό που ευχόμαστε είναι ένα: υγεία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 77,2% του ελληνικού πληθυσμού (άνω των 16 ετών) δηλώνει ότι έχει πολύ καλή ή καλή υγεία, το 15,4% μέτρια και το 7,4% κακή ή πολύ κακή υγεία. Το 24,9% δηλώνει ότι έχει κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας – ποσοστό που αυξάνεται σταθερά από το 2018 (23,4%).
Ενα από τα πλέον διαδεδομένα διαγνωστικά εργαλεία πιθανών προβλημάτων υγείας αποτελεί ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Σύμφωνα με την έρευνα, το 42,7% του πληθυσμού στην Ελλάδα είναι υπέρβαροι (ΔΜΣ 25-29,9), ενώ το 12,2% είναι παχύσαρκοι (ΔΜΣ ≥ από 30). Ειδικότερα, ένας στους δύο άνδρες (50,3%) και πάνω από 3 στις 10 γυναίκες (35,6%) είναι υπέρβαροι. Σε σχέση με άλλους περιορισμούς, το 13,5% αντιμετωπίζει δυσκολία στην όραση (το 78,8% είναι άνω των 65 ετών), το 11% δυσκολία στην ακοή (και πάλι το 86,6% είναι άνω των 65), το 15,8% δυσκολία στη μετακίνησή του (ποσοστό 74,4% είναι άνω των 65). Το 11,6% του πληθυσμού αντιμετωπίζει δυσκολία με τη μνήμη του – το 82,5% είναι άνω των 65 ετών.
Κατά τους τελευταίους 12 μήνες πριν από τη διενέργεια της έρευνας, περίπου ένας στους δύο (54%) ηλικίας 16 ετών και άνω χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία. Από αυτούς, το 24,3% δεν την έλαβε κάθε φορά που χρειάστηκε. Ο κύριος λόγος (66,8%) ήταν ότι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου ένας στους δύο χρειάστηκε κάποιου είδους οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία τον χρόνο που πέρασε, ωστόσο το 32% δεν την έλαβε κυρίως για οικονομικούς λόγους. Ο δείκτης είναι κρίσιμος καθώς, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, η στοματική υγεία μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης πολλών παθήσεων.
Σε σχέση με τη σωματική δραστηριότητα, περίπου 3 στους 10 (28,9%) εργαζομένους κάθονται την ώρα της δουλειάς, ενώ 4 στους 10 (40,5%) κάνουν βαριές εργασίες που απαιτούν σωματική προσπάθεια. Περίπου 1 στους 10 (11,9%) δεν ασκείται καθόλου στη διάρκεια μιας συνηθισμένης εβδομάδας. Σημειώνεται ότι 4 στους 10 καταναλώνουν φρούτα και λαχανικά καθημερινά, ενώ το 71,3% του πληθυσμού δεν κάπνισε καθόλου τον τελευταίο χρόνο (το 24,8% καπνίζει καθημερινά). Το 3,8% καταναλώνει καθημερινά αλκοόλ.