Είχε καιρό να ακούσει νέα της. Την περασμένη Τετάρτη, όμως, η Ντόα Αλ Ζάμελ επικοινώνησε με την οικογένεια του Καμπάρα Ασράφ στα Χανιά. Ρωτούσε για τη βάρκα που βούλιαξε ανοιχτά της Πύλου. Της θύμισε το δικό της πολύνεκρο ναυάγιο, το 2014, στην Κεντρική Μεσόγειο. Οσοι την είχαν δει από κοντά τα πρώτα 24ωρα μετά τη διάσωσή της στα ανοιχτά της Μάλτας παρατηρούσαν ότι η νεαρή πρόσφυγας κουνούσε μηχανικά τα χέρια της, λες και ήθελε να απομακρύνει κάτι από πλάι της. Ηταν μια κίνηση που επαναλάμβανε επί μερόνυχτα στη θάλασσα. Στην αγκαλιά της κρατούσε τότε ένα βρέφος 17 μηνών, παιδί συνεπιβατών της, και έσπρωχνε μακριά του τα πτώματα.
Εννέα χρόνια πριν τη βύθιση της βάρκας με τους εκατοντάδες επιβάτες ανοιχτά της Πύλου, τον Σεπτέμβριο του 2014, συνέβη ένα από τα χειρότερα ναυάγια στη Μεσόγειο. Από τις διαθέσιμες μαρτυρίες οι νεκροί εκτιμάται ότι έφτασαν τότε τους 500. Εξι ναυαγοί, ανάμεσά τους και η Ντόα Αλ Ζάμελ, μεταφέρθηκαν τότε στην Ελλάδα και άλλοι τέσσερις μοιράστηκαν στη Μάλτα και στη Σικελία. Δεν υπήρχαν άλλοι διασωθέντες.
Η πρόσφυγας από τη Συρία φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Καμπάρα Ασράφ, προέδρου της Αιγυπτιακής κοινότητας Χανίων, ο οποίος είχε κληθεί να τη βοηθήσει ως διερμηνέας. Τις πρώτες μέρες παρουσίαζε συμπτώματα που παρέπεμπαν σε μετατραυματική διαταραχή. Στο ίδιο σκάφος επέβαινε ο αρραβωνιαστικός της, ο οποίος χάθηκε στη θάλασσα.
Η Αλ Ζάμελ ζητούσε να μεταφερθεί στη Σουηδία και να ζητήσει εκεί άσυλο. Τελικά πέρασε ένα χρόνο και δύο μήνες στο σπίτι του Ασράφ, προτού βρεθεί λύση και αναχωρήσει από την Ελλάδα. «Οταν βγήκε από τη θάλασσα ήταν σε κακή κατάσταση. Μετά, σιγά σιγά άρχισε να μιλάει για όσα έζησε, να περιγράφει ότι έβλεπε κόσμο να πεθαίνει», λέει.
Δύο εβδομάδες μετά το ναυάγιο είχα συναντήσει τρεις άλλους διασωθέντες στην πρεσβεία της Παλαιστίνης στην Αθήνα. Είχαν ακόμη εμφανή σημάδια από εγκαύματα, εξαιτίας της πολυήμερης έκθεσής τους στον ήλιο όταν χάθηκε το σκάφος τους. Κατάγονταν από την πόλη Χαν Γιουνίς στο νότιο μέρος της λωρίδας της Γάζας και περιέγραψαν με λεπτομέρεια το ταξίδι τους.
Ο Αμπντούλ Μαζίντ αλ Χίλα, ένας εκ των διασωθέντων, είχε περάσει από τη Ράφα στην Αίγυπτο και στην Αλεξάνδρεια ήρθε σε επαφή με το κύκλωμα των διακινητών. Μίλησε με μεσάζοντες, όχι με τον επικεφαλής, ο οποίος φέρεται τότε να έμενε σε σουίτα του ξενοδοχείου Sheraton. Του ζήτησαν 2.000 δολάρια για να τον στείλουν στην Ευρώπη, του είπαν να φέρει μαζί του νερό και φαγητό και πως δεν θα χρειαζόταν σωσίβια.
Τα ξημερώματα της 6ης Σεπτεμβρίου 2014 τέσσερα λεωφορεία με μετανάστες αναχώρησαν από την Αλεξάνδρεια για το λιμάνι της Νταμιέτα. Εκεί τους περίμενε ένα σκάφος στο οποίο ήδη υπήρχαν άλλα άτομα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις όλοι μαζί έφταναν τους 500.
Επειτα από τέσσερις ημέρες ταξιδιού τους πλησίασε ένα σκάφος με δέκα άτομα που τους ζήτησαν να μετεπιβιβαστούν σε πιο μικρή βάρκα. «Δεν θέλαμε να μπούμε. Είπαμε να γυρίσουμε στη Λιβύη, το δέχτηκαν, αλλά δύο ώρες μετά μας χτύπησαν με το σκάφος τους. Σε 15 δευτερόλεπτα βουλιάξαμε. Οσοι ήταν στις καμπίνες δεν μπόρεσαν να βγουν», είχε πει ο Αλ Χίλα.
Οταν βρέθηκαν στη θάλασσα κάποιοι από τους ναυαγούς σχημάτισαν μια μεγάλη αγκαλιά για να καταφέρουν να επιβιώσουν. Ο ένας προσπαθούσε να πλέει κοντά στον άλλον. Οσο κυλούσε ο χρόνος, όμως, αυτή η αγκαλιά μίκραινε. Αφυδατωμένοι και κουρασμένοι κάποιοι εγκατέλειπαν την προσπάθεια. «Την πρώτη μέρα χάθηκαν 13 άνθρωποι, τη δεύτερη άλλοι τόσοι, περιμέναμε να πεθάνουμε», είχε δηλώσει ο Αλ Χίλα. Τρία μερόνυχτα αργότερα τους εντόπισαν τα φορτηγά πλοία CPO Japan και CMA CGM Verdi. Τους παρέλαβε ελικόπτερο Super Puma της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας και τους μετέφερε στην Κρήτη. Τα ρεύματα τους είχαν παρασύρει 480 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μάλτας.