Αδελφοί αλλά και φίλοι αδελφικοί

Ο συγγενικός δεσμός δεν συνεπάγεται πάντα και στενή, ανέφελη σχέση. Πότε η χημεία μεταξύ αδελφών πετυχαίνει; Και πότε όχι

8' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μια οικογένεια με τρία παιδιά –δύο αγόρια, ένα κορίτσι– ζούσε σ’ ένα χωριό του αργολικού κάμπου. «Οι γονείς μας δεν μας μεγάλωσαν με τον “παραδοσιακό” τρόπο, όπως τα υπόλοιπα παιδιά γύρω μας, ειδικά τα κορίτσια, που προορισμό είχαν να “έχουν αποκατασταθεί” μέχρι την ηλικία των 20 ετών», λέει η Γαρυφαλλιά Πιτσάκη, η μοναχοκόρη της ιστορίας. «Ημασταν όλοι ισότιμοι κι εγώ, ως αγοροκόριτσο, ήμουν αυτοκόλλητη με τους μεγαλύτερους αδελφούς μου, τον Γιάννη και τον Κωστή: μαζί στα παιχνίδια και στις σκανταλιές, στις φωτοβολίδες το Πάσχα και στις παρελάσεις, όπου ντυνόμουν τσολιαδάκι, όπως εκείνοι!».

Στην εφηβεία απομακρύνθηκαν. Τους ξανασυνάντησε στην Αθήνα όπου ήρθε για σπουδές στην Αρχιτεκτονική, συγκατοίκησε μάλιστα με τον Γιάννη, και τότε η Γαρυφαλλιά συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν απλώς ο μεγάλος της αδελφός (έχουν σχεδόν πέντε χρόνια διαφορά). «Εγινε ο καλύτερος φίλος και μέντοράς μου: μαζί πηγαίναμε στις συναυλίες, κάθε Κυριακή κατεβαίναμε για καφέ στο Θησείο, ψάχναμε παλιά περιοδικά για τη συλλογή του, του έλεγα όλα τα μυστικά και τις ανησυχίες μου».

Η ασθένεια και ο θάνατος του πατέρα τους έμελλε να τους φέρει ακόμη πιο κοντά. «Δεν μπορούσα να αντέξω την απώλειά του. Εφυγα για το Ρότερνταμ κι έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Ο Γιάννης, από το Λονδίνο όπου πλέον ζούσε, έκανε ταξίδια-αστραπή για να έρθει να με δει και να με στηρίξει. Αναπτύχθηκε ένας πολύ ισχυρός δεσμός μεταξύ μας. Κι όταν το 2014, μεσούσης της κρίσης, αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθηνα και να κάνει κάτι δικό του, σκεφτόμουν ακριβώς το ίδιο». Ετσι γεννήθηκε η 3Quarters, μια επιχείρηση με χειροποίητες τσάντες και σακίδια από τεντόπανα. Και αδέλφια, και κολλητοί, και συνεταίροι δηλαδή. «Δεν είναι μόνο ότι έχουμε κοινές συνήθειες, είμαστε χορτοφάγοι, αγαπάμε τις γάτες, τους σκύλους και τα ποδήλατα· μοιραζόμαστε και τις ίδιες αξίες, το ίδιο όραμα, καταλαβαινόμαστε. Ακόμα και τώρα, που βλεπόμαστε κάθε μέρα, συχνά λέμε: δεν πάμε για καφεδάκι, να τα πούμε για λίγο εκτός δουλειάς;».

Αν η αδελφή του βάζει ως ορόσημο για τη δημιουργία της δυνατής φιλίας τους τον θάνατο του πατέρα τους, ο Γιάννης Πιτσάκης θεωρεί πως η απόφασή τους να συνεργαστούν επαγγελματικά ήταν η καθοριστική. «Από μικρή η Γαρυφαλλιά ήταν ανεξάρτητη και ζόρικη. Τη θαύμαζα για τον τσαμπουκά της και για το γεγονός ότι πάντα ασχολούνταν με δημιουργικά πράγματα σε αντίθεση με μένα που είχα μια πιο βατή και αναμενόμενη, πιο μικροαστική, θα έλεγα, πορεία. Τώρα που το σκέφτομαι, το να σέβεσαι τον άλλο γιατί έχει κάνει δύσκολες επιλογές είναι η πρώτη προϋπόθεση για να τον δεις ως πολύτιμο φίλο», λέει.

Οταν δυο άνθρωποι ενώνονται με βαθιά φιλία λένε πως είναι «σαν αδέλφια». Τι συμβαίνει, όμως, όταν τον «σαν» δεν υφίσταται; Οταν υπάρχουν πραγματικοί δεσμοί αίματος; Μπορούν τα αδέλφια να είναι φίλοι και μάλιστα «κολλητοί»; «Αδελφικότητα και φιλία. Είναι δύσκολο αυτές οι έννοιες να συμβαδίσουν. Κι αυτό γιατί αν καταφέρουν δύο ή περισσότερα αδέλφια να εδραιώσουν μια σχέση ουσιαστικής αγάπης, αν δεν βλέπουν απειλητικά και ανταγωνιστικά ο ένας τον άλλο, προκύπτει μια ένωση δυνατή ακόμα και απέναντι στον θάνατο: από τις “μικρές” απώλειες της καθημερινότητας και την απώλεια της αποκλειστικότητας της μητρικής ή της πατρικής αγάπης, μέχρι την απώλεια των ίδιων των γονιών. Ετσι η σχέση ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο και ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της ίδιας της φιλίας», εξηγεί η ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια Θάλεια Πορτοκάλογλου.

Φαίνεται ότι ο ρόλος των γονέων είναι καθοριστικός στο αν θα δημιουργηθεί ή όχι ένα τέτοιο δέσιμο. «Πέρα από τη βιολογική κληρονομιά μας, υπάρχει μια άλλη αθέατη αλλά εξίσου ισχυρή κληρονομιά: αυτή των ασυνείδητων επιθυμιών και συγκρούσεων που διέπουν διαγενεολογικά μια οικογένεια και φτάνουν στα αδέλφια. Πολλές φορές αυτά καλούνται να πραγματώσουν ρόλους που αντανακλούν και αναπαράγουν τα τραύματα και τον ναρκισσισμό των γονιών τους, σε τέτοιο βαθμό που δεν αυτονομούνται ποτέ ψυχικά και παραμένουν εγκλωβισμένα σε μια κατάσταση που καθιστά αδύνατη την ουσιαστική σχέση μεταξύ τους», συνεχίζει.

Οι γονείς κάνουν τα παιδιά τους αδέλφια ή όχι, δηλαδή. Επομένως και φίλους. «Συχνά οι εσωτερικές σχάσεις τους προβάλλονται πάνω τους διαχωρίζοντάς τα: ο κοινωνικός και ο ντροπαλός, η όμορφη και η έξυπνη, ο φρόνιμος και ο άτακτος, η αγαπημένη του μπαμπά και ο αγαπημένος της μαμάς. Τα αδέλφια καλούνται έτσι να “συμμαχήσουν” με έναν από τους δύο γονείς, να γίνουν αιώνιοι προστάτες του ναρκισσισμού τους και, δυστυχώς, μένουν σε αντίπαλα στρατόπεδα διά βίου. Η αντιπαλότητα, μάλιστα, γίνεται ακόμη πιο έντονη μετά τον θάνατο των γονέων και συχνά οδηγεί σε δικαστικές μάχες· σαν να διεκδικούν την αγάπη τους με όρους κληρονομιάς. Αυτό είναι ένα αρχετυπικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε διάφορους μύθους ανά τους αιώνες. Ας μην ξεχνάμε ότι από τον Κάιν και τον Αβελ ξεκινάει ο κόσμος. Γεφυρώνεται αυτό το χάσμα; Πρέπει να δουλέψουν πολύ με τον εαυτό τους για να το καταφέρουν», επισημαίνει η κ. Πορτοκάλογλου.

«Αν καταφέρουν δύο ή περισσότερα αδέλφια να εδραιώσουν μια σχέση ουσιαστικής αγάπης, προκύπτει μια ένωση δυνατή ακόμα και απέναντι στον θάνατο».

Αδελφοί αλλά και φίλοι αδελφικοί-1
«Της λέω τα πάντα. Εντάσεις είχαμε και έχουμε ακόμα. Ομως όταν μια σχέση είναι τόσο δυνατή, είναι άθικτη», λέει ο Θέμης Καραμουρατίδης. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

«Ειλικρίνεια και εντιμότητα»

Κανένα τέτοιο χάσμα δεν υπήρχε για τον συνθέτη Θέμη Καραμουρατίδη και την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του, Αννα, ιδιωτική υπάλληλο. Ισως γιατί οι γονείς τους, στο Πλατύ Ημαθίας, δεν άφησαν περιθώριο για κάτι τέτοιο. «Μας εμφύσησαν την πεποίθηση ότι όλες οι σχέσεις, ακόμα και οι συγγενικές, θέλουν κόπο για να κρατηθούν υγιείς, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Κι αυτό κάναμε και οι τέσσερις από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου», λέει ο Θέμης. «Επίσης, ακόμα κι όταν ήμασταν πιτσιρίκια, ποτέ δεν μας αντιμετώπισαν ως μη ισότιμους, δεν επιχείρησαν ούτε μια φορά να μας οδηγήσουν εκεί όπου οι ίδιοι ήθελαν με τεχνάσματα και πονηριές. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: με τους ανθρώπους σου πρέπει να είσαι έντιμος, να τους φροντίζεις και να κάνεις ό,τι μπορείς για να είναι χαρούμενοι. Αυτό επηρέασε και τη σχέση που χτίσαμε με την Αννα, σε μια βάση ειλικρίνειας και εντιμότητας».

Με αυτόν τον τρόπο η Αννα έγινε η καλύτερή του φίλη, σύμμαχος στις παιδικές σκανταλιές και στις εφηβικές «επαναστατικές» πράξεις («όπως τότε που έγινε τύφλα στο μεθύσι, μια νύχτα στα δεκαέξι της, κι έπρεπε να την καλύψω»), υποστηρικτική στις ενήλικες αποφάσεις του. «Της λέω τα πάντα. Εντάσεις είχαμε, ιδιαίτερα όταν συγκατοικήσαμε για ένα διάστημα στην Αθήνα, μετά τις σπουδές της, και έχουμε ακόμα. Ομως όταν μια σχέση είναι τόσο δυνατή, είναι άθικτη. Τίποτα δεν μπορεί να την τραυματίσει. Πλέον συνεργαζόμαστε και επαγγελματικά: έχουμε ένα διαδικτυακό τουριστικό πρακτορείο». Ζηλεύει η Αννα την άλλη κολλητή του, την τραγουδίστρια Νατάσσα Μποφίλιου; «Οχι, αγαπιούνται πολύ. Μόνο κάποιες φορές, αν αναφέρω δημοσίως τη Νατάσσα ως Σουβλίτσα (εκείνη με φωνάζει Κλούβιο), μπορεί να μου στείλει παραπονεμένο μήνυμα: “Εγώ δεν είμαι η Σουβλίτσα σου”;», απαντά γελώντας κι αμέσως σοβαρεύει. «Περνούν τα χρόνια, αλλάζουν οι συνθήκες και οι άνθρωποι, αγριεύουν τα πράγματα, αλλά αυτό που έχουμε χτίσει από επιλογή είναι απογυμνωμένο από κάθε συγγενική νομοτέλεια, από οποιαδήποτε σύμβαση. Κι είναι υπέροχο αυτό το συναίσθημα. Ανακουφιστικό…».

Η Αννα Καραμουρατίδου συμφωνεί. «Από τότε που ήμασταν παιδιά, ξυπνούσαμε μαζί και βλέπαμε κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση, μέχρι σήμερα, τα ίδια πράγματα μας αρέσουν, μας συγκινούν, μας κινητοποιούν, μας θυμώνουν. Κολλητός μου, πέρα από αδελφός μου, έγινε ουσιαστικά όταν σπούδαζα στην Αμφισσα κι εκείνος στην Αθήνα. Οι φίλοι μου άρχισαν σιγά σιγά να γίνονται φίλοι του και οι δικοί του δικοί μου. Πλέον, είμαστε μια μεγάλη οικογένεια. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι όπως δεν είναι όλες οι μαμάδες a priori καλές, έτσι και τα αδέλφια δεν είναι πάντα θησαυρός. Εγώ είμαι τυχερή».

Αδελφοί αλλά και φίλοι αδελφικοί-2
«Ηταν πάντα ο μεγάλος μου αδελφός. Τώρα είναι και ο πιο στενός μου φίλος», λέει ο Σταύρος Ιωαννίδης για τον αδελφό του Σάκη. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

«Ημασταν κόσμοι αντίθετοι»

Σεβασμός, εκτίμηση, αγάπη, έγνοια. Κι όλα αυτά από επιλογή. Τους φίλους μας τους διαλέγουμε, άλλωστε, τους συγγενείς μας όχι. Μέσα από χίλια κύματα πέρασε η σχέση των δημοσιογράφων Σάκη και Σταύρου Ιωαννίδη μέχρι να φτάσει ακριβώς σ’ αυτό: στην κατάκτηση μιας ουσιαστικής φιλίας. «Ο Σάκης είχε πάντα τον ρόλο του μεγάλου αδελφού, ακόμη και όταν ήταν πολύ μικρός. Ηταν ο πιο σοβαρός, κλειστός και μετρημένος. Στα μάτια μου ήταν και πιο σοφός. Ημουν εξωστρεφής, ανταγωνιστικός κι ήθελα να δείχνω ότι τα καταφέρνω καλύτερα. Δεν παίζαμε μαζί, παρά μόνο ηλεκτρονικά, και συνήθως καταλήγαμε σε καβγάδες και φωνές. Δεν είχαμε κοινές παρέες, οπότε ο χρόνος που μοιραζόμασταν ήταν λιγοστός. Εγώ με τα παιχνίδια μου, εκείνος με τα βιβλία του. Κόσμοι αντίθετοι», θυμάται ο Σταύρος Ιωαννίδης. «Μέχρι την ενηλικίωσή μας ήμασταν αδέλφια. Μετά γίναμε και φίλοι. Σχεδόν κάθε εβδομάδα πηγαίναμε μαζί σινεμά, πίναμε καφέ μετά τη δουλειά και κάναμε βόλτες με τη μηχανή του – στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Αθήνα. Πλέον, έχουμε το καθημερινό μας ραντεβού στο κυλικείο του κτιρίου όπου στεγάζεται ο ΣΚΑΪ και η “Καθημερινή”. Η σκέψη ότι είμαστε κοντά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με καθησυχάζει. Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, σίγουρα θα του μιλούσα περισσότερο και θα του έδειχνα ότι κατά βάθος τον θαυμάζω. Ηταν πάντα ο μεγάλος μου αδελφός. Τώρα είναι και ο πιο στενός μου φίλος».

Η ηλικιακή διαφορά τους είναι τρία χρόνια και μπορεί σήμερα να θεωρείται αμελητέα, στα παιδικά τους χρόνια, όμως, τους φαινόταν σαν τεράστιο χάσμα, όπως παραδέχεται ο Σάκης Ιωαννίδης. «Τα παιχνίδια μας με αυτοκίνητα και τρανσφόρμερς τελείωσαν λίγο μετά το Δημοτικό. Μετά είχαμε μανία με τον μοντελισμό. Η παρέα που κάναμε με τον αδελφό μου εξαντλούνταν κάπου εκεί. Ο μικρός ήταν ο μικρός», λέει ο Σάκης Ιωαννίδης. «Στην εφηβεία ήταν ακόμα χειρότερα: σμίγαμε για επισκέψεις και χριστουγεννιάτικα τραπέζια και χωρίζαμε όταν επιστρέφαμε σπίτι. Υπήρχαν καβγάδες και μαλώματα αλλά έσβηναν το ίδιο γρήγορα όπως ξεκινούσαν. Ο Σταύρος ήταν πάντα πιο εξωστρεφής και κοινωνικός, ενώ εγώ πιο εσωστρεφής. Πέρασε καιρός μέχρι να κάνουμε πραγματικά παρέα μαζί. Αρχίσαμε να βγαίνουμε αφού είχαμε τελειώσει το πανεπιστήμιο και μου άρεσε που είχαμε ένα σχεδόν εβδομαδιαίο τελετουργικό: να πηγαίνουμε για καφέ στον πεζόδρομο της Καλαμαριάς, εκεί όπου μεγαλώσαμε. Τότε μου φαινόταν αστείο, τώρα μου λείπει. Η πρόσφατη απώλεια του πατέρα μας μας ταρακούνησε για τα καλά. Η πληγή που άνοιξε μέσα μου μαλακώνει, καθώς ξέρω ότι, όσο περνούν τα χρόνια, πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα λέει “εντάξει, αυτός ο τύπος ήταν πάντα πιο εσωστρεφής και κλειστός”…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT