Δένουν τα καράβια για τρεις γενιές

Από τη Χίο και τη Σμύρνη στον Πειραιά, η οικογένεια Κατράδη κατασκευάζει τα καραβόσχοινα που κρατούν τα πλοία στα λιμάνια

8' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη χρονιά που πέρασε, 18 εκατομμύρια άνθρωποι ταξίδεψαν με πλοία της γραμμής από και προς τα 227 κατοικημένα νησιά μας. Από αυτά, τα 89 που δεν διαθέτουν αεροδρόμιο εξυπηρετούνται αποκλειστικά από την επιβατηγό ακτοπλοΐα, που αποτελεί γι’ αυτά μια κρίσιμη γέφυρα ζωής με την ενδοχώρα. Αυτά τα πλοία έχουν έναν καθοριστικό ρόλο στη νησιωτική ζωή – αρκεί κανείς να θυμηθεί τις θάλασσές μας κατά την περίοδο της πανδημίας, που χωρίς αυτά έμοιαζαν άδειες.

Είναι όμως το καλοκαίρι που θριαμβεύουν. Από τα θρυλικά ποστάλια του καπετάν Αγούδημου, εκείνα τα γραφικά, γέρικα πλοία που όργωναν το Αιγαίο κατά τη δεκαετία του ’80, έως τα σημερινά υπερσύγχρονα σκάφη με τις προηγμένες ανέσεις και τις ταχύτητες των 40 κόμβων, γίνονται πρωταγωνιστές και οργανικοί «παίκτες» της γιγαντωμένης τουριστικής σεζόν μας. Τα ονόματα και τα δρομολόγιά τους σημαίνουν για τους ταξιδιώτες το «κλειδί» για την προσωρινή, φευγαλέα ουτοπία των διακοπών τους. Στα καταστρώματά τους ταξιδεύουν μαζί με αυτούς και οι προσδοκίες, οι έρωτες, οι χαρές και οι λύπες τους.

Και όμως είναι κάτι που δίχως αυτό δεν θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους. Και είναι τόσο προφανές, που μοιάζει λες και κρύβεται σε κοινή θέα. Eίναι τα σχοινιά που τα δένουν στα λιμάνια, οι «κάβοι» όπως λέγονται στη ναυτική γλώσσα, ο σύνδεσμος του σκάφους με την ξηρά, ο ομφάλιος λώρος που το κρατάει ενωμένο με τη «μητέρα γη» όταν αυτό δεν ταξιδεύει. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που λέμε πως ένα καράβι «δένει» στο λιμάνι. Είναι ένα δέσιμο απόλυτα κυριολεκτικό, που κρύβει πίσω του όχι μόνο μια ολόκληρη παράδοση και εξειδικευμένη τεχνολογία, αλλά και την ίδια την ιστορία της ναυτοσύνης μας. Μια ιστορία, βέβαια, στην οποία η επιβατηγός ακτοπλοΐα αποτελεί μικρό κομμάτι, καθότι είναι το θαυμαστό παρελθόν (και το λαμπρό παρόν) του εμπορικού στόλου μας που συμπληρώνει εντυπωσιακά την εικόνα. Ομως, ενώ τα 5.000 «πλωτά εργοστάσιά» μας οργώνουν τους ωκεανούς της Γης μεταφέροντας εμπορεύματα, είναι το θρυλικό «ελληνικό καλοκαίρι» που φέρνει τον θαυμαστό κόσμο των καραβιών στη ζωή όλων, έστω και για λίγες ώρες.

Αναζητώντας την εγχώρια ιστορία των ναυτιλιακών σχοινιών συναντάμε στον Πειραιά μια οικογενειακή επιχείρηση με βάθος τριών γενεών και με ρίζες στη Σμύρνη και τη Χίο, την Katradis Group της οικογένειας Κατράδη, με έτος ίδρυσης το 1936. Στα γραφεία τους στη Δραπετσώνα, μια ανάσα από την ασταμάτητη εμπορική κίνηση του κεντρικού λιμανιού της χώρας, συναντάμε τον Νικόλαο Κατράδη και τον γιο του Κωνσταντίνο, και ρίχνουμε φως όχι μόνο στα καραβόσχοινα, αυτούς τους «εργάτες» της ναυτιλίας μας που κρατούν γερά δεμένα τα πλοία στους ντόκους, αλλά και σε μια σειρά από ιστορίες με πολύτιμο ιστορικό, κοινωνικό, επιστημονικό και ναυτιλιακό ενδιαφέρον.

«Η οικογένειά μου ήταν Χιώτες έμποροι», μας λέει ο Νικόλαος Κατράδης, που φέτος συμπληρώνει 70 χρόνια στο τιμόνι της επιχείρησης. «Ο παππούς μου μετέφερε αγαθά μεταξύ Χίου και Σμύρνης με ξύλινα ιστιοφόρα, τα φορτηγά της εποχής. Με τέτοια σκάφη έκαναν τα πρώτα τους βήματα μεγάλες εφοπλιστικές οικογένειες, όπως οι Καρράδες και οι Λιβανοί. Φόρτωναν εμπορεύματα από τη Σμύρνη, π.χ. σιτηρά, και τα πήγαιναν στη Ρωσία. Δείτε την οικογένεια Ιγγλέση, που είναι στον εφοπλισμό 150 χρόνια, και ξεκίνησε με τέτοια καΐκια που τα πήγαινε από τη Σάμο στην Οδησσό. Εμείς, οι Χιώτες, γίναμε σπουδαίοι και τρανοί στην Οδησσό – μέχρι και τράπεζες φτιάξαμε εκεί».

«Πηγή πλούτου η θάλασσα»

Και μετά ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Νικόλαος Κατράδης θυμάται: «Tο 1922 ήρθε ο πατέρας μου από τη Σμύρνη στον Πειραιά, και με χίλιους κόπους έκανε προκοπή. Μεγαλώνοντας στα Καρδάμυλα έβλεπα τους ναυτικούς να μπαίνουν στα καράβια και να επιστρέφουν πλούσιοι. Βέβαια επέστρεφαν μετά από δύο ή τρία χρόνια. Σήμερα ένα μπάρκο κρατάει οκτώ μήνες. Θυμάμαι τον θείο μου που ήταν πέντε χρόνια στη θάλασσα, και με το που γύρισε στη Χίο τον πήρε ο πλοιοκτήτης και του ζήτησε να φύγει αμέσως για το Ρότερνταμ. Εφυγε και δεν πρόλαβε να δει καν τα παιδιά του. Πήγα στο καράβι να τον χαιρετήσω και ανέβηκα και είδα την καμπίνα του, που ίσα ίσα χωρούσε το κρεβάτι. Εκανα τον σταυρό μου που δεν έγινα κι εγώ ναυτικός, όπως ήθελαν να με κάνουν οι συγγενείς μου. Κι έτσι ασχολήθηκα με τη δουλειά του πατέρα μου, τα σχοινιά. Γιατί κατάλαβα από μικρός πως η θάλασσα ήταν πηγή πλούτου».

Οι ιστορίες του 87χρονου επιχειρηματία μάς μεταφέρουν πίσω στον χρόνο, μέσα στις στάχτες του πολέμου που μόλις είχε τελειώσει. «Οταν οι εφοπλιστές άρχισαν να έρχονται από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη στην Ελλάδα, αμέσως μετά τον πόλεμο, η οικονομία της πατρίδας μας άρχισε να αλλάζει. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν και τα 98 Λίμπερτι που πήραμε από τους Αμερικανούς. Μεγάλος πλούτος! Οσοι τα πήραν, έγιναν σπουδαίοι».

Μνημονεύει με θαυμασμό και τα ταπεινά ξεκινήματα γιγάντων του εφοπλισμού, όπως ο Αντώνης Αγγελικούσης, συμπατριώτης του από τα Καρδάμυλα της Χίου: «Τον θυμάμαι το ’53, όταν είχε ήρθε να πάρει από τον πατέρα μου μια κουλούρα σχοινιά, γιατί μόλις είχε ξεκινήσει με δύο φίλους του με ένα καράβι. Λίγα χρόνια μετά είχε στήσει μια αυτοκρατορία, που σήμερα πρωταγωνιστεί στην παγκόσμια ναυτιλία».

Ο παλαίμαχος βιομήχανος θυμάται και τον Νιάρχο: «Ηταν πολύ μεγάλο όνομα και τον ήθελα πελάτη μου. Πήγα στα ναυπηγεία του, στον Σκαραμαγκά, και βρήκα τον διευθυντή του, το δεξί του χέρι. Ημουν 15 χρόνων και ντρεπόμουν, γιατί δεν είχα τα πιστοποιητικά που μου ζητούσε. Αλλά εγώ επέμενα. Πήγαινα και ξαναπήγαινα. Στο τέλος, για να με διώξει, μου έστειλε μια παραγγελία. Κάθισα και του έφτιαξα μια δελεαστική προσφορά, η οποία τον έκανε να έρθει στο εργοστάσιό μας στη Δραπετσώνα να δει τα προϊόντα μας από κοντά. Και όταν είδε την ποιότητά τους, μου είπε: “Ηρθα εδώ γιατί νόμιζα ότι αυτά που μου έδωσες στην προσφορά ήταν μεταχειρισμένα, από παλιά βαπόρια, επειδή η τιμή τους ήταν πολύ χαμηλή. Από εδώ και στο εξής θα είμαι πελάτης σου”. Τον κέρδισα, γιατί έριξα τις τιμές, αλλά σιγά σιγά τις ανέβαζα. Ετσι έκαναν όλοι όσοι δούλευαν στον χώρο, για να φέρουν εδώ τους εφοπλιστές από το Λονδίνο».

Δένουν τα καράβια για τρεις γενιές-1
Ο Νικόλαος Κατράδης, πρόεδρος της Katradis ABEE, μαζί με τον γιο του Κωνσταντίνο, CEO της επιχείρησης. Τα 70 χρόνια κλείνει φέτος στην επιχείρηση ο πατέρας, ενώ ο γιος τα 30.

Το μυστικό των σφουγγαράδων

Τι ήταν όμως αυτό που έκανε το προϊόν του τόσο ξεχωριστό; Η απάντησή του μας πηγαίνει στην εποποιία των Δωδεκανησίων σφουγγαράδων: «Ολα άρχισαν όταν έκαναν του πατέρα μου παράπονα οι σφουγγαράδες από την Κάλυμνο και τη Σύμη ότι τα σχοινιά από κάνναβη και γιούκα που τους πούλαγε χαλάνε γρήγορα. Είχε λοιπόν την ιδέα να τα κάνουν από μονόκλωνα, τρίκλωνα. Πήγε και έφερε από την Ιταλία τρίκλωνο σπάγγο και έκτοτε το σχοινί του έγινε διάσημο για την ασφάλεια και την αντοχή του». 

Η επόμενη εξέλιξη συνέβη στην Πορτογαλία τη δεκαετία του ’70. Εκεί, ο Νικόλαος Κατράδης έβαλε την ιδέα του πατέρα του στην εποχή των συνθετικών υλικών και σε συνεργασία με έναν τοπικό βιομήχανο δημιούργησε ένα σχοινί που άλλαξε το παιχνίδι. To ονόμασε Nika Cord και το κόσμησε με ένα χαρακτηριστικό κόκκινο και πράσινο νήμα, θέλοντας έτσι να τιμήσει τη χώρα κατασκευής του. «Ηταν ένα σχοινί που απορροφούσε τους κραδασμούς και άντεχε στην τριβή. Μου έλεγαν πως θα καταστραφώ, γιατί ήταν πολύ ακριβό για την αγορά, αλλά εγώ πόνταρα στην ποιότητα, και κέρδισα. Εντέλει, κατά τη δεκαετία του ’80 μετέφερα την παραγωγή στο δικό μου εργοστάσιο στο Σχηματάρι, όπου γίνεται μέχρι και σήμερα».  

Δένουν τα καράβια για τρεις γενιές-2

Ο γιος του Κωνσταντίνος, σήμερα 50 ετών, κλείνει 30 χρόνια στην επιχείρηση. Είναι ο σημερινός CEO και συνεχιστής μιας παράδοσης τριών γενεών και έχει το βλέμμα του στο μέλλον. Πρωτοπορίες που εισήγαγε στην αγορά ο πατέρας του, όπως το Νika Cord, σήμερα αποκτούν μια φουτουριστική διάσταση με τη χρήση νέων τεχνολογιών όπως αυτές των υφασμάτων αραμιδίου, γνωστού και ως κέβλαρ. Οπως μας λέει ο ίδιος: «Οι περισσότεροι από εμάς βλέπουμε ένα σχοινί και νομίζουμε πως είναι κάτι απλό. Το θεωρούμε απλώς δεδομένο, και όμως περιέχει μέσα του κωδικοποιημένη την τεχνολογική μας εξέλιξη. Γενικότερα μιλώντας, η ναυτιλία είναι ένα πεδίο όπου μπορεί να εφαρμοστεί όλο το φάσμα της σύγχρονης τεχνολογίας. Τριάντα χρόνια πριν, ο ναυτικός πήγαινε με την πυξίδα και η καμπίνα του ήταν σαν κελί, αλλά σήμερα πάει με το GPS και ταξιδεύει με καράβια που μοιάζουν με ξενοδοχεία. Τα σχοινιά μας ακολουθούν πάντα τις εξελίξεις: από τα φυτικά περάσαμε στη δεκαετία του ’70 στα συνθετικά και τώρα πάμε σε σχοινιά προηγμένων τεχνολογιών με υπερυψηλό οριακό βάρος, που στο ίδιο διαμέτρημα και με βάρος δέκα φορές μικρότερο προσφέρουν την ίδια αντοχή και την ίδια ασφάλεια με τους προκατόχους τους, χωρίς καν να χρειάζονται συντήρηση, όπως συμβαίνει με τα παραδοσιακά συρματόσχοινα. Πρόσφατα ενδιαφέρθηκε για αυτά η Space X του Ελον Μασκ, ενώ τώρα ενδιαφέρουν και τους Νορβηγούς προς πιθανή χρήση για την κατασκευή υπεράκτιων ανεμογεννητριών». 

Από τους δορυφόρους έως τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, λοιπόν, τα νέα σχοινιά με τις εκπληκτικές ιδιότητες μπορούν να προσφέρουν περισσότερα με λιγότερη προσπάθεια και χαμηλότερο βάρος. Και ποιο είναι, άραγε, το αποτύπωμα των καραβόσχοινων στο περιβάλλον; «Αγωνιζόμαστε τα παλιά σχοινιά να μην πετιούνται στη θάλασσα, επικοινωνώντας με λιμένες, προωθώντας την ιδέα να φτιαχτούν χώροι όπου αυτά θα περισυλλέγονται προς ανακύκλωση. Ομως, η χημική βιομηχανία δεν έχει ακόμη εξελιχθεί αρκετά ώστε να μπορεί να τα ανακυκλώνει επιτυχώς», θα μας πει ο Κωνσταντίνος Κατράδης. 

Οπως και να έχει, τα καραβόσχοινα θα συνεχίσουν να παίζουν τον κεντρικό τους ρόλο στη θάλασσα και στις μεταφορές και να ορίζουν με τον δικό τους καθοριστικό τρόπο και την επιβατηγό και την εμπορική ναυτιλία. «Η ασφάλεια του καραβιού είναι να έχει γερά σχοινιά», μας θυμίζει ο Νικόλαος Κατράδης, που ξανά και ξανά στην κουβέντα μας λέει πως «η ναυτιλία είναι το οξυγόνο της Ελλάδας». Ενθυμούμενος, μάλιστα, μια ακόμα ιστορία από τα παλιά, υπογραμμίζει μια ιδέα που είναι κεντρική στο «ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα»: «Το ’40, όταν ήρθαν οι Γερμανοί, μας πήραν όλα τα σχοινιά. Είχε τότε ο πατέρας μου ένα υπόλοιπο στην τράπεζα από ένα δάνειο –ένα εκατομμύριο– και πήγε και το πλήρωσε. Ολοι τον κορόιδευαν. Τι κάνεις, του έλεγαν, έρχεται Κατοχή και έχεις τέσσερα παιδιά. Αλλά αυτός έλεγε: “Μετά τον πόλεμο, θα έχω όνομα”. Και όντως, αφού έφυγαν οι Γερμανοί, η τράπεζα θυμόταν εκείνη την κίνησή του και τον βοήθησε να ξεκινήσει ξανά. Βλέπετε, το όνομα είναι περιουσία. Τα λεφτά χάνονται, όμως το όνομα μένει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT