Μήπως παίρνουμε πολλά αντικαταθλιπτικά;

Μήπως παίρνουμε πολλά αντικαταθλιπτικά;

Τα στοιχεία δείχνουν σημαντική αύξηση της χρήσης την τελευταία εικοσαετία, αλλά οι ειδικοί εντοπίζουν την κατάχρηση κυρίως στα αγχολυτικά

6' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ελληνας που σαν άλλος Ζορμπάς απολαμβάνει τη ζωή φαίνεται ότι δεν ζει πλέον στην Ελλάδα. Από το 2000 έως το 2020 η χρήση αντικαταθλιπτικών στη χώρα μας αυξήθηκε κατά περίπου 50%, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, που κατατάσσει τη χώρα μας στην 6η θέση μεταξύ των κρατών με αύξηση στη χορήγηση αντικαταθλιπτικών. Και αυτό το τρομακτικό άλμα είχε ήδη σημειωθεί πριν από το πέρας της πανδημίας, που πυροδότησε αποδεδειγμένα μια σημαντική επιδείνωση της ψυχικής υγείας μας. Βάσει των στοιχείων από τις πωλήσεις στα φαρμακεία της χώρας, έτσι όπως τα έχει συλλέξει σε βάθος χρόνων η ΙQVIA Ελλάδας, η κατανάλωση των αντικαταθλιπτικών βρισκόταν στα 10.287.000 σκευάσματα το 2013. Εκτοτε ανεβαίνει συνεχώς, με αποτέλεσμα το 2022 οι πωλήσεις να φθάσουν στα 15.312.000. Σύμφωνα με το World of Statistics (σ.σ. ανήκει στο Τμήμα Μαθηματικών του Georgia State University), ανά 1.000 άτομα 70 λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά στη χώρα μας, δηλαδή μια αναλογία 7/100 των πολιτών.

Πώς ερμηνεύεται, λοιπόν, αυτό το άλμα στη λήψη των εν λόγω ψυχοφαρμάκων; «Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για κατάχρηση των αντικαταθλιπτικών, όπως συμβαίνει με άλλα φάρμακα στην Ελλάδα», απαντάει στο εύλογο ερώτημα ο πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, δρ Βασίλης Μποζίκας. «Η αύξηση ερμηνεύεται απόλυτα». Στην ψυχιατρική ισχύει το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο. «Πρέπει να συνυπάρχει η ευαλωτότητα του ατόμου με ψυχοτραυματικούς παράγοντες», σημειώνει ο δρ Δημήτρης Κόντης, πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (ΨΝΑ) και συντονιστής διευθυντής ψυχίατρος. «Η παρατεταμένη οικονομική κρίση στη χώρα μας και εν συνεχεία η πανδημία αύξησε τον επιπολασμό της κατάθλιψης και κατ’ επέκταση τη χρήση των αντικαταθλιπτικών». Στα εξωτερικά ιατρεία του ΨΝΑ η προσέλευση του κόσμου τα τελευταία χρόνια είναι αισθητά μεγαλύτερη. «Το θετικό, ωστόσο, είναι ότι στη διάρκεια της πανδημίας μειώθηκε το στίγμα γύρω από την ψυχική νόσο και οι άνθρωποι απενοχοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την επίσκεψη στον ψυχίατρο». Ενδεικτικά, κατά την τριετία της πανδημίας οι επισκέψεις σε ιδιώτες ψυχιάτρους αυξήθηκαν από 5.096.000 το 2020 σε 5.686.000 το 2022, σύμφωνα με την IQVIA.

Ολα τα παραπάνω συνάδουν με την αύξηση της χορήγησης αντικαταθλιπτικών. Ισως μάλιστα η αύξηση να ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν συνδεόταν ευθέως με όσους χρειάζονται μια τέτοια φαρμακευτική αγωγή. Επισημαίνεται ότι τα αντικαταθλιπτικά σκευάσματα έχουν ευρύ πεδίο δράσης που δεν περιορίζεται στην κατάθλιψη. Η χορήγησή τους ενδείκνυται για πολλές αγχώδεις διαταραχές. «Συνεπώς, η χρήση των αντικαταθλιπτικών στη χώρα μας είναι μεγάλη, ωστόσο η συχνότητα των διαταραχών άγχους και κατάθλιψης είναι πολύ μεγαλύτερη», διευκρινίζει ο δρ Κόντης. «Μόνο απ’ όσους πάσχουν από κατάθλιψη, φαρμακευτική αγωγή υπολογίζουμε ότι λαμβάνει μόλις το 40%-50%. Πολλοί είναι αδιάγνωστοι ή απλώς φοβούνται και αρνούνται να πάρουν φάρμακα». Ο ίδιος θεωρεί επίφοβο ότι ένα τόσο μεγάλο ποσοστό πασχόντων παραμένει «ακάλυπτο», δεδομένου ότι ενδέχεται πολλοί να αναζητήσουν αντίδοτο στο αλκοόλ ή στις ουσίες. «Γιατί να μην πάρεις το ενδεδειγμένο φάρμακο και έτσι να βελτιώσεις την ποιότητα της ζωής σου;» αναρωτιέται.

Μήπως παίρνουμε πολλά αντικαταθλιπτικά;-1

«Το κριτήριο για τη συνταγογράφηση είναι ο ασθενής να έχει συμπτώματα, όπως θλίψη, απώλεια ενδιαφερόντων, σκέψεις αυτοκτονίας, δυσκολία να συμμετέχει στην κοινωνική ζωή, κακή ποιότητα ύπνου, απώλεια λίμπιντο κ.ά., κάθε μέρα σχεδόν όλη μέρα για δύο εβδομάδες», τονίζει ο κ. Κόντης. «Δεν πρόκειται για ένα φάρμακο lifestyle που βελτιώνει απλώς τη διάθεση». Οι παρενέργειες είναι λίγες και εκδηλώνονται μόνο τα πρώτα 24ωρα. «Είναι σχετικά ασφαλή φάρμακα, προσωπικά συνιστώ απλώς αιματολογικό έλεγχο, για να τσεκάρουμε την καλή λειτουργία του ήπατος», προσθέτει από την πλευρά του ο κ. Αχιλλέας Οικονόμου, ψυχίατρος και πρόεδρος της Ενωσης Επαγγελματιών Ψυχιάτρων Ελλάδας.

«Τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν εθισμό σε αντίθεση με τα αγχολυτικά, τα οποία καταπολεμούν απλώς τα συμπτώματα χωρίς να θεραπεύουν, ενώ προκαλούν εθισμό στους χρήστες», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Οικονόμου. Το πιο γνωστό αγχολυτικό στη χώρα μας είναι το Xanax, ενώ συνολικά η χρήση των αγχολυτικών υπερβαίνει αυτή των αντικαταθλιπτικών – από 15.753.000 (2013) έφθασαν στα 18.169.000 (2022) σκευάσματα σύμφωνα με την IQVIA, με πολλούς ψυχιάτρους να κάνουν λόγο για κατάχρηση στα εν λόγω σκευάσματα. «Πολλοί καταφεύγουν στη λύση των αγχολυτικών λόγω προβλημάτων με τον ύπνο, όμως αυτό είναι λάθος διότι οι διαταραχές ύπνου υποδηλώνουν κάποιο άλλο, βαθύτερο, ζήτημα, εξ ου και συνιστούμε σε όσους ταλαιπωρούνται με τον ύπνο να απευθύνονται σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας», τονίζει ο κ. Οικονόμου.

Μόνο το 40%-50% απ’ όσους πάσχουν από κατάθλιψη υπολο- γίζεται ότι λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Πολλοί είναι αδιάγνωστοι ή απλώς αρνούνται να πάρουν φάρμακα.

Ο χρόνος που θα διαρκέσει η λήψη των αντικαταθλιπτικών ποικίλλει ανά περιστατικό. «Μετά το πρώτο καταθλιπτικό επεισόδιο ο ασθενής καλό είναι να λάβει φαρμακευτική αγωγή που να διαρκεί από εννέα μήνες έως και ένα χρόνο», επισημαίνει ο κ. Οικονόμου. «Υστερα από ένα περιστατικό μείζονος κατάθλιψης, αν δεν ληφθεί θεραπεία, ένας στους δύο ασθενείς θα εμφανίσει νέο επεισόδιο μέσα σε έξι μήνες», διευκρινίζει ο δρ Κόντης. «Οι ασθενείς που έχουν λάβει θεραπεία και την έχουν ολοκληρώσει, ενδέχεται να έχουν νέο επεισόδιο ύστερα από δέκα χρόνια, σε συχνότητα 85%».

Οσο μεγαλώνουμε τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να έχουμε ένα καταθλιπτικό επεισόδιο, ενώ η κατάθλιψη πλήττει συχνότερα τις γυναίκες. «Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες», τονίζει ο δρ Κόντης. «Οι γυναίκες έχουν πιο ψυχολογικό τρόπο σκέψης, ζουν σε μια κοινωνία που εγείρει πολλές παραπάνω απαιτήσεις από εκείνες αναλογικά με τους άνδρες, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιες ζητούν πιο εύκολα βοήθεια». Οι δύο έμπειροι επαγγελματίες συνιστούν τακτική παρακολούθηση από ψυχίατρο, ο οποίος θα κρίνει κατά περίπτωση το χρονικό διάστημα που θα πρέπει ο ασθενής να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή – κάποιες φορές μπορεί να είναι και εφ’ όρου ζωής.

Μήπως παίρνουμε πολλά αντικαταθλιπτικά;-2

«Το ζητούμενο, όμως, είναι ότι πάρα πολλές φορές τα αντικαταθλιπτικά τα συνταγογραφούν γιατροί άλλων ειδικοτήτων, όπως παθολόγοι, γενικοί/ οικογενειακοί γιατροί αλλά και νευρολόγοι, οι οποίοι δεν μπορούν πάντοτε να αξιολογήσουν επακριβώς, όπως είναι αναμενόμενο, τη βαρύτητα κάποιων ψυχιατρικών καταστάσεων», αναφέρει ο κ. Οικονόμου. «Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΗΔΙΚΑ, τα οποία έχω υπόψη μου, οι ψυχίατροι έρχονται τρίτοι κατά σειρά στη συνταγογράφηση ψυχιατρικών φαρμάκων και αυτό είναι πρόβλημα». Ωστόσο, το παραπάνω παράδοξο δεν προκύπτει απαραίτητα μόνο από υπερβάλλοντα ζήλο των άλλων γιατρών, ούτε από άγνοια των ασθενών, «αλλά επειδή σε πολλά μέρη της Ελλάδας δεν υπάρχουν ψυχίατροι στο δημόσιο σύστημα υγείας». Και αν ο ψυχίατρος είναι δυσεύρετος μία φορά στο ΕΣΥ, ας φανταστούμε τι γίνεται με τους ψυχολόγους, καθώς σε όλα τα περιστατικά συνιστάται να γίνεται ταυτόχρονα με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπεία, για ένα πιο ολοκληρωμένο και μόνιμο αποτέλεσμα. «Ωστόσο εδώ συναντούμε το ανυπέρβλητο εμπόδιο του κόστους της ψυχοθεραπείας», τονίζει ο κ. Οικονόμου. «Γι’ αυτόν τον λόγο επαναλαμβάνουμε συνεχώς την ανάγκη για κοινοτικές δομές ψυχικής υγείας, όπου αυτές οι υπηρεσίες θα είναι δωρεάν».

«Σαν μια πέτρα»

«Οταν έχεις κατάθλιψη, στην πραγματικότητα το σώμα σου και το μυαλό σου δεν σε υπακούουν», λέει στην «Κ» ο 39χρονος Δομίνικος Πρίτης, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της πλατφόρμας ΜyRoomie. «Δεν υπάρχει τίποτα το ποιητικό σε αυτό, είναι μια πέτρα που σε κρατάει ακίνητο», τονίζει ο ίδιος, που έχει αποφασίσει να μιλάει ανοιχτά για την κατάθλιψη. Οι αναρτήσεις του στα social media, που σχετίζονται με την κατάθλιψη και τη θεραπεία της, έχουν πολύ μεγάλη απήχηση. «Δεν είναι τόσο τα σχόλια, όσο τα προσωπικά μηνύματα από ανθρώπους που θέλουν να μιλήσουν σε κάποιον, οι περισσότεροι δεν έχουν καμία διάγνωση στα χέρια τους». Ο κ. Πρίτης τους ενθαρρύνει να απευθυνθούν σε επαγγελματίες και να το παλέψουν. «Ξεκινάς μια καινούργια ζωή όταν πια διαγνωστείς, αποδεχθείς και καταπολεμήσεις αυτό το τέρας», ισχυρίζεται. «Οταν το ανακοίνωσα στη μητέρα μου διαπίστωσα τη δυσκολία της να το αποδεχθεί, μου έλεγε “τι λες, παιδί μου; Τι είναι αυτά που λες; Δεν είναι αυτό, απλώς δεν είσαι καλά”», περιγράφει. «Κατάλαβα ότι για τις μεγαλύτερες γενιές αλλά και για πολλούς συνομηλίκους μου το θέμα παραμένει ταμπού».

«Μου πήρε αρκετά χρόνια, χάλασα πολλές σχέσεις, έδιωξα μακριά μου πολλούς φίλους και συντρόφους, έκλεισα επαγγελματικές πόρτες και ακύρωσα συνεργασίες», θυμάται ο 39χρονος, που απευθύνθηκε στα 33 χρόνια του σε επαγγελματία ψυχικής υγείας. Ο ψυχοθεραπευτής τον παρέπεμψε σε ψυχίατρο, ο οποίος του πρότεινε να λάβει φαρμακευτική αγωγή. «Ισως για πολύ λίγο έπαθα σοκ, αλλά σύντομα ένιωσα περισσότερο ανακούφιση», διηγείται. Με την ψυχοθεραπεία και τη φαρμακευτική αγωγή έχει στα χέρια του τα απαραίτητα όπλα για να αντιμετωπίσει το «τέρας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT