«…ήταν η θάλασσα, μα η ακτή ήταν εκεί, τα κατσίκια σκαρφάλωναν στα μονοπάτια, βλέπαμε το λεμονοδάσος κι αυτή η τρέλα που ‘ναι μέσα στην ευωδία που μας κυρίευε, μας συγκέντρωνε, ένωνε πολύ σφιχτά τον έναν με τον άλλον, σε μια φρενίτιδα αυτοεγκατάλειψης». Το 1938 ο Χένρι Μίλερ επισκέπτεται τον Πόρο στη διάρκεια εκείνου του περίφημου ελληνικού του διάπλου, παραμονές του πολέμου, συντροφιά με τον Λόρενς Ντάρελ, όταν συναντούν τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον «Κολοσσό του Μαρουσιού», πρωταγωνιστή στο βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα που έμελλε να γίνει το πιο διάσημο προπολεμικό λογοτεχνικό τεκμήριο μιας σχεδόν πρωτόγονης ομορφιάς του ελληνικού τοπίου πριν από την επέλαση του μαζικού τουρισμού.
Ο Πόρος μαζί με μια χούφτα ακόμη ελληνικά νησιά, όπως η Σκύρος, η Λήμνος ή η Σαμοθράκη, αλλά και ηπειρωτικοί προορισμοί που έμειναν σχετικά πίσω κατά τη διάρκεια του πρόσφατου τουριστικού boom μοιράζονται άθελά τους μια κοινή μοίρα. Στο ένα άκρο η αίσθηση ότι έχουν μικρό μερίδιο από την ολοένα και πιο πληθωρική πίτα της εθνικής μας βιομηχανίας και στο άλλο μια ευκαιρία: η καταγεγραμμένη «καθυστέρηση» σε υποδομές, αριθμό δωματίων, τουριστικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, ακτοπλοϊκές και αεροπορικές συνδέσεις ως ένας αόρατος προφυλακτήρας που διέσωσε ευαίσθητα τοπία, απείραχτους (αλλά εγκαταλελειμμένους) οικισμούς, απόμερες παραλίες· ακόμη ανέπαφες από τον πολιτισμό των ομπρελοκαθισμάτων και των υποβρύχιων σερβιτόρων. Ή μήπως όχι για πολύ ακόμα;
Η Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη πήγε για πρώτη φορά στον Πόρο τα Χριστούγεννα του 1988. Ενα κτίσμα του 19ου αιώνα πάνω στο λιμάνι έγινε το απάγκιο μιας νέας οικογενειακής αλλά και επαγγελματικής αφετηρίας με το άνοιγμα της γνωστής πια γκαλερί «Citronne». «Ο Πόρος έχει μια μοναδική αυθεντική γοητεία», μου λέει η κ. Σπινάρη-Πολλάλη. «Αν και γειτνιάζει με δύο κοσμοπολίτικα νησιά, την Υδρα και τις Σπέτσες, έχει κατορθώσει να διατηρήσει μια αμιγώς τοπική ταυτότητα. Στην πάντα ζώσα πνευματική, βιωματική μνήμη, την οποία στελέχωσαν ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιώργος Θεοτοκάς, προστέθηκε μια εικαστική διάσταση με την γκαλερί μας. Η βίλα “Γαλήνη”, σήμα κατατεθέν αυτής της μνήμης, συμβολοποιεί το τοπίο με την ακύμαντη θάλασσα και τα πεύκα που κατεβαίνουν έως την ακτή. Νομίζω ότι ο έμπρακτος αυτός σεβασμός είναι διάχυτος και στον εγχώριο πληθυσμό. Ασφαλώς υπάρχει τουριστικό επενδυτικό ενδιαφέρον, αλλά, με λίγες εξαιρέσεις, μέχρι στιγμής έχει διασωθεί η ιδιαίτερη προσωπικότητα του νησιού».
Λιγότερο αισιόδοξος ο εκπαιδευτικός Λευτέρης Αστίνης, Αθηναίος σε βάθος τριών γενεών, διάλεξε πριν από πολλά χρόνια να αγοράσει ένα μικρό κτήμα έξω από την Πρέβεζα ακριβώς για να αποφύγει την κοσμοπλημμύρα και τον συνωστισμό των δημοφιλών προορισμών του Αιγαίου. Οι φίλοι τον απέτρεπαν. Δεν υπήρχε Ιόνια Οδός εκείνη την εποχή, ήθελες σχεδόν επτά ώρες για να φτάσεις σε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «Γη της Επαγγελίας» – ένας μικρός, ιδιωτικός παράδεισος με λουλούδια και ζαρζαβατικά και ζώα, και λίγο παραπέρα μια ατελείωτη, δαντελωτή ακτογραμμή που έφτανε μέχρι τις εκβολές του Αχέροντα και τα Σύβοτα. «Κανείς Αθηναίος δεν καταδεχόταν πριν από 10 ή 15 χρόνια να έρθει έως εδώ για διακοπές», μου λέει ο κ. Αστίνης, ο οποίος βλέπει αυτό που έφτιαξε με τόσο κόπο να απειλείται από μια κυρίαρχη ιαχή που ζητάει περισσότερο τουρισμό, περισσότερα ξενοδοχεία, περισσότερα μπιτς μπαρ. «Τα πράγματα είναι πολύ απλά: οι άνθρωποι της Πρέβεζας έχουν κουραστεί να βλέπουν κάθε καλοκαίρι τη Λευκάδα και την ήδη κατεστραμμένη από τον τουρισμό Πάργα να βουλιάζουν από επισκέπτες και διεκδικούν το δικό τους μερίδιο σε αυτό που φαίνεται από μακριά ως “εύκολο χρήμα”. Γιατί αυτοί και όχι εμείς, είναι ο κοινός παρονομαστής». Ηδη στις παρυφές της Πρέβεζας, εκεί όπου κάποτε λειτουργούσαν δύο στρατόπεδα, προγραμματίζεται η κατασκευή δύο μεγάλων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, ενώ το Μονολίθι, η απέραντη αμμουδερή παραλία στα δυτικά της πόλης, έχει χωριστεί σε ζώνες «επιρροής» διαδοχικών μπιτς μπαρ. Ο κ. Αστίνης πιστεύει ότι η Πρέβεζα έχει πάρει ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. «Δυστυχώς δεν υπάρχουν αναχώματα ούτε στην εξουσία ούτε ανάμεσα στους κατοίκους. Η απόφαση έχει ληφθεί και είναι ομόφωνη».
Την εβδομάδα μετά τις τελευταίες εκλογές ο ταξιδιωτικός μπλόγκερ και διευθυντής της εταιρείας διοργάνωσης φεστιβάλ, εκδηλώσεων και ταξιδιών ειδικού ενδιαφέροντος Big Olive, Γιάννης Ζάρας, βρήκε την ευκαιρία να αποτοξινωθεί λίγο από την αθηναϊκή βαβούρα κάνοντας μια επιλογή που δεν είναι πολύ της μόδας: Λήμνος. Επέστεψε σαν να έλειπε για εβδομάδες. «Η Λήμνος είναι από αυτά τα νησιά που φαίνεται να υπάρχουν ανεξάρτητα από τον τουρισμό· τον Ιούνιο, τουλάχιστον, που την επισκέφθηκα. Τα έχει όλα: φυσικό κάλλος, αρχιτεκτονική χωρίς φανφάρες, προσεγμένες υποδομές, ιστορικά και αρχαιολογικά τοπόσημα καθοριστικής σημασίας, πλούσια γαστρονομία και οινοπαραγωγή. Μου αρέσουν τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου γιατί είναι πολυδιάστατα, δεν πουλάνε εικόνα, σου αποκαλύπτονται σταδιακά και με τον τρόπο τους».
Το πρώτο που τον εντυπωσίασε ήταν η φύση και ο άπλετος ζωτικός χώρος, κάτι όλο και πιο δυσεύρετο στα νησιά που «παίζουν» στην πρώτη κατηγορία των Κυκλάδων. «Οι ντόπιοι εδώ και χιλιετίες στράφηκαν πιο πολύ στα ζώα και στους καρπούς της γης, παρά στη θάλασσα», μου λέει ο Γιάννης Ζάρας, και αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που εξηγούν την τουριστική «απομόνωση» του νησιού.
«Οι άνθρωποι της Πρέβεζας έχουν κουραστεί να βλέπουν τη Λευκάδα και την ήδη κατεστραμμένη από τον τουρισμό Πάργα να βουλιάζουν από επισκέπτες. Γιατί αυτοί και όχι εμείς, είναι ο κοινός παρονομαστής».
Αλλά κι αυτό αλλάζει σιγά σιγά τα τελευταία χρόνια. Αν και αυτάρκης τόπος, οι Σειρήνες του τουρισμού δεν αφήνουν ασυγκίνητους τους Λημνιούς του 2023. «Τη δεκαετία της κρίσης η τουριστική περίοδος κρατούσε 15 ημέρες τον Αύγουστο, αυτό ήταν όλο», μου λέει η κ. Μέρσα Βαρίτου, με καταγωγή από τη Μύρινα, την πρωτεύουσα της Λήμνου. «Τώρα διαβάζω ότι πετάει Αirbus στο νησί. Η σεζόν αρχίζει πλέον τον Ιούλιο, Βούλγαροι αγοράζουν μανιωδώς σπίτια, έχουν μπει καλύτερα καράβια που μεταφέρουν κυρίως Βορειοελλαδίτες. Στη Μύρινα δεν βρίσκεις παραλία χωρίς ομπρέλες και καντίνες, όλα αυτά είναι κάπως πρωτοφανή για ένα νησί που είχε μάθει να ζει από τα πάντα εκτός από τον τουρισμό». Η Λήμνος είχε πάντα μια ακμαία αγροτική οικονομία και αυτή πρέπει να αναπτυχθεί και να αξιοποιήσει τη δυναμική που της προσφέρει ο τουρισμός, μου λέει, ανάμεσα σε άλλα πολύ ενδιαφέροντα, η κ. Ηβη Νανοπούλου, πρόεδρος του ιδιαίτερα δραστήριου Ομίλου Προστασίας Περιβάλλοντος και Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς Νήσου Λήμνου «Ανεμόεσσα».
Και στη Λήμνο αλλά και στα περισσότερα νησιά καταγράφεται συχνά αυτή η διάσταση: οι ντόπιοι προσπερνούν με μεγαλύτερη ευκολία τις ανησυχίες για τις παράπλευρες απώλειες που φέρνει ο τουρισμός. «Ορισμένοι ονειρεύονται τη Λήμνο όπως ήταν τη δεκαετία του 1960», μου λέει ένας κάτοικος του νησιού «φωτογραφίζοντας» ανησυχούντες παραθεριστές, κυρίως Αθηναίους με καταγωγή από το νησί. «Αν μπορούσαν θα μας γυρνούσαν στις εποχές χωρίς ρεύμα». Παρόμοια εικόνα συνάντησα και στη Σκύρο. «Οταν μιλάς για το παρόν και το μέλλον του τουρισμού σε κάθε νησί θα πάρεις πολύ διαφορετικές απαντήσεις, γιατί κάθε φορά εξαρτάται με ποιον μιλάς», λέει στην «Κ» η κ. Φούλα Στρατηγάκη, με καταγωγή από τη Σκύρο. Ετσι είναι: οι τοπικές κοινωνίες είναι συνήθως λιγότερο επιφυλακτικές μπροστά σε αναπτυξιακές (εντός και εκτός εισαγωγικών) πρωτοβουλίες· ενώ τον ρόλο του θεματοφύλακα των περιβαλλοντικών αξιών και μιας πιο ισορροπημένης ανάπτυξης αναλαμβάνουν σύλλογοι και μεμονωμένες προσωπικότητες εντός και εκτός των νησιών, που συνήθως έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν και μεγαλύτερη επιρροή.
Η κ. Ηβη Νανοπούλου, πάντως, δεν μου δίνει την εντύπωση ότι εχθρεύεται κάθε εκδοχή τουριστικής ανάπτυξης. «Φυσικά μπορεί να συνδυαστεί ο τουρισμός με τη φυσιογνωμία του τόπου, αλλά εξαρτάται για τι είδους τουρισμό μιλάμε. Αυτή τη στιγμή, οι καλύτερες παραλίες του νησιού είναι κατειλημμένες από ομπρελοκαθίσματα. Αυτό δεν συνάδει με την παρθένα φύση και τον χαρακτήρα του νησιού. Χάνεται ένα κομμάτι από τη μαγεία του τόπου. Στην πραγματικότητα η Λήμνος οφείλει να προστατέψει και να αναδείξει την ταυτότητά της και η ταυτότητα του νησιού ήταν διαχρονικά, επί χιλιετίες, η αγροτική οικονομία της. Αυτό ήταν το συγκριτικό της πλεονέκτημα σε συνδυασμό με το μοναδικό της φυσικό κάλλος, που κι αυτό θα απειληθεί από μια ανεξέλεγκτη επέλαση του τουρισμού. Διακυβεύονται λοιπόν το φυσικό της περιβάλλον, οι παραλίες, οι μοναδικοί υγρότοποι και η αλυκή της (δείκτες περιβαλλοντικής ποιότητας), αλλά και οι περίφημες αμμοθίνες της. Επίσης, με τον τουρισμό συμβαίνει κάτι ακόμη: ο κόσμος εγκαταλείπει τις παραδοσιακές αγροτικές ασχολίες του επειδή πιστεύει ότι σε 4-5 μήνες μπορεί να βγάλει όσα βγάζει σε ένα χρόνο… Αντίθετα θα μπορούσε να κτίσει πάνω στον τουρισμό, σε έναν τουρισμό ήπιο και εναλλακτικό, για να αναπτύξει ακόμη περισσότερο την αγροτική οικονομία του, να αποκτήσει ακόμη περισσότερα προϊόντα ποιότητας και ταυτότητας (κρασιά, μέλια, τυριά και τόσα άλλα). Ο τουρισμός έρχεται και παρέρχεται, μέσα από κρίσεις. Το είδαμε ζωντανά. Αν κάποια στιγμή η μανία με τον τουρισμό περάσει, η Λήμνος δεν πρέπει να έχει εν τω μεταξύ χάσει την ταυτότητα, την άυλη κληρονομιά, την “ψυχή” της. Αυτά δεν αποκαθίστανται όταν χαθεί η συνέχεια στον χρόνο».
«Η Ελλάδα όπως ήταν»
Η κ. Κωνσταντίνα στα Μαγαζιά της Σκύρου έφτιαξε τα τελευταία χρόνια με τον σύζυγό της ένα μικρό, προσεγμένο συγκρότημα με αυτόνομες παραθεριστικές κατοικίες. Παραπονιέται ότι η σεζόν δεν άρχισε καλά. «Ο Ιούνιος έφυγε όπως ήρθε, δουλέψαμε μόνο τα Σαββατοκύριακα. Αλλά και ο Ιούλιος είναι πεσμένος σε σχέση με πέρυσι. Γενικά ακούω αρκετή γκρίνια, δεν τρέχουμε να προλάβουμε τα τηλέφωνά μας όπως άλλες χρονιές». Η Σκύρος μπήκε στον τουριστικό χάρτη της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν άρχισε να εκτελεί δρομολόγια το επιδοτούμενο αεροσκάφος της Aegean. Τότε ζωντάνεψε η οικοδομή, σουλουπώθηκε το λιμάνι, χτίστηκαν πολλά νέα ξενοδοχεία, άνοιξαν εστιατόρια. Παρ’ όλα αυτά, και με εξαίρεση ίσως τις πρώτες δύο εβδομάδες του Αυγούστου, το νοτιότερο νησί των Σποράδων διατηρεί τους ρυθμούς παλαιότερων εποχών χωρίς κραυγαλέες περιπτώσεις ηχορρύπανσης, ακραίας εμπορευματοποίησης αιγιαλών ή φαραωνικών κατασκευών.
«Οχι, νομίζω ότι η Σκύρος δεν κινδυνεύει», είναι η αισιόδοξη κρίση του concept maker Γιώργου Καράμπελα, ενός ανθρώπου χωρίς καταγωγή από το νησί, που το ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά κι έκτοτε είναι ένας από τους λίγους που το γνωρίζουν σε τέτοιο βάθος. «Υπάρχει, πιστεύω, μια σειρά λόγων που θα προστατεύουν τη Σκύρο στο διηνεκές από φαινόμενα υπερτουρισμού. Το πρώτο είναι η φύση της, μια απέριττη αυθεντικότητα όπως αποτυπώνεται στην ατμόσφαιρα άγριας Δύσης στο νότιο άκρο του νησιού, για παράδειγμα. Δείτε την πρωτότυπη αρχιτεκτονική που εργονομεί αιώνες παράδοσης στην καθημερινότητα του Σκυριανού. Στη Σκύρο δεν θα συναντήσετε την εύκολη και εύπεπτη νησιώτικη ελαφράδα, αλλά περισσότερο μια ήρεμη και ταπεινή εσωστρέφεια, κι αυτός είναι ένας λόγος που το πνεύμα του νησιού έχει βγει αλώβητο από την ανάπτυξη των τελευταίων ετών. Είναι, επομένως, και ο τόπος ο ίδιος. Τραχύς, δύσκολος, χωρίς φιοριτούρες, αμόλυντος, καθαρός, που δεν σου χαρίζεται με τη μία. Η Ελλάδα όπως ήταν· όπως θέλω να είναι».