Οι δασικές πυρκαγιές είναι κομμάτι της οικολογίας των χωρών με Μεσογειακό κλίμα. Ήταν πάντα παρούσες στη χώρα μας και θα συνεχίσουν να είναι. Οι συνθήκες όμως έχουν αλλάξει ριζικά. Ο παράγοντας της κλιματικής κρίσης είναι εξαιρετικά σημαντικός καθώς επιδεινώνει τις συνθήκες υπό τις οποίες εξελίσσονται οι πυρκαγιές και τις κάνει σφοδρότερες, προσδίδοντας τους συχνά χαρακτηριστικά μεγαπυρκαγιών. Με δυο λόγια, η κλιματική κρίση καθιστά τα δάση μας πιο ευάλωτα αλλά και πιο πολύτιμα. Δεν είναι όμως η κλιματική κρίση αυτή που ευθύνεται για τις συνεχείς ενάρξεις πυρκαγιών, ούτε για την αδυναμία μας να τις αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά.
Τις δασικές πυρκαγιές δεν μπορούμε να τις εξαλείψουμε. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να τις διαχειριστούμε. Να εντοπίσουμε και να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες έναρξης, να εμποδίσουμε την εξάπλωση τους, και να μειώσουμε την ένταση τους, εφόσον δεν καταφέρουμε να τις σβήσουμε τα πρώτα λεπτά. Σε ό,τι αφορά τις αιτίες έναρξης, τα δεδομένα καταδεικνύουν την αμέλεια ως βασική πηγή του κακού. Αυτό συνεπάγεται μια βασική ευθύνη για τους πολίτες αλλά και εξίσου σημαντικό ρόλο για την πολιτεία που οφείλει να επικοινωνεί αποτελεσματικά το πρόβλημα, να εποπτεύει αποφασιστικά και με συνέπεια την εφαρμογή μέτρων, να τιμωρεί παραδειγματικά αλλά και να δίνει λύσεις σε πρακτικά θέματα, όπως η διαχείριση των αγροτικών υπολειμμάτων, το καθάρισμα χωραφιών, τη διαχείριση βόσκησης, κοκ.
Το μοντέλο δασοπροστασίας με έμφαση στην καταστολή, έχει πλέον τελειώσει. Οι συνθήκες που ζούμε το έχουν καταστήσει εντελώς παρωχημένο και αναποτελεσματικό. Δεν γίνεται να λύσουμε το πρόβλημα με νέα επιχειρησιακά κέντρα και εξοπλισμούς αν δεν εστιάσουμε πρώτα στη διαχείριση των δασών, δουλεύοντας με σύμμαχο την κοινωνία.
Και όμως, στη χώρα μας, η πρόληψη συνεχίζει να είναι ο «φτωχός συγγενής» της καταστολής. Η πρόληψη σχεδιάζεται με αποσπασματικό και ανεπίκαιρο τρόπο, χωρίς σαφή αναφορά σε σχέδια δράσης και χωρίς διαφάνεια και λογοδοσία. Η κατάσταση αυτή επιβάλλεται να ανατραπεί. Ειδικά κοντά στις ζώνες μίξης οικισμών δασών, απαιτούνται μεγάλης κλίμακας δράσεις διαχείρισης της βλάστησης αξιοποιώντας πληθώρα εργαλείων όπως η προδιαγεγραμμένη καύση, η μηχανική απομάκρυνση, η στοχευμένη βόσκηση. Μαζί με την αναγκαία συμμετοχή της κοινωνίας και την απαραίτητη εμπλοκή εθελοντών, όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν τα βασικά συστατικά για την κατάρτιση και εφαρμογή τοπικών σχεδίων πρόληψης. Έτσι, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πιο ασφαλείς και ανθεκτικοί οικισμοί αλλά και ευνοϊκότερες συνθήκες για αποτελεσματική καταστολή. Αλήθεια, το υπουργείο Εσωτερικών που φέτος διέθεσε 25 εκατομμύρια ευρώ προς τους δήμους για δράσεις πρόληψης, δεν θα μπορούσε να είχε θέσει ως προϋπόθεση την κατάρτιση και εφαρμογή τοπικών σχεδίων πρόληψης έτσι ώστε οι πιστώσεις αυτές να συνδέονται με συγκεκριμένες ενέργειες και σαφή λογοδοσία;
Η αποτελεσματική διαχείριση των δασικών πυρκαγιών στην χώρα μας έχει πολλές προκλήσεις να αντιμετωπίσει – κλιματική κρίση, εγκατάλειψη της υπαίθρου και ελλειμματική διαχείριση των δασών, πιέσεις για αλλαγές χρήσεων γης, πολλές γενιές αυθαιρέτων, ανεπαρκή εκπαίδευση πολιτών, κοκ. Λύσεις εύκολες και γρήγορες δεν υπάρχουν. Ας ξεκινήσουμε επιτέλους από την προφανή και κάθε χρόνο πιο επώδυνη διαπίστωση της ανάγκης για ριζική αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης του φαινομένου. Με πολιτικό θάρρος και πάντα με την επιστήμη ως οδηγό, ας το πάρουμε επιτέλους… αλλιώς.
* Ο κ. Δημήτρης Καραβέλλας είναι γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς.