Σε μια δροσερή αυλή στην Ιαλυσό της Ρόδου ηχούν μελωδίες του Έρικ Κλάπτον και των Deep Purple. Ο Τζέικ με την παρηγοριά της κιθάρας του προσπαθεί να αφήσει πίσω τις φωτιές και να ευχαριστήσει με αυτόν τον τρόπο την Ειρήνη Παπασταμάτη, που άνοιξε το σπίτι της στην οικογένειά του. Άλλωστε, όπως λέει, «είμαστε όλοι ροκάδες και έτσι ταιριάξαμε». Στο πρωινό που απολαμβάνουν όλοι μαζί κυριαρχούν παιδικά γιαούρτια, κρέμες και γάλατα. Ήταν τα πρώτα πράγματα που έτρεξαν να προμηθευτούν οι κόρες της Ειρήνης, όταν ειδοποιήθηκαν από τη μητέρα τους ότι επιστρέφει από το γήπεδο της Ιαλυσού παρέα με μία οικογένεια Βρετανών.
Ο Τζέικ βρίσκεται στο νησί για διακοπές μαζί με τη γυναίκα του, τα δύο τους παιδιά και τους παππούδες τους. Όταν η φωτιά πλησίασε τον Λάρδο, όπου και διέμεναν, αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν και να μεταφερθούν με φορτηγό του στρατού στο γήπεδο της Ιαλυσού. Εκεί βρέθηκε η Ειρήνη με τον σύζυγό της, αρχικά για να συνδράμουν με τρόφιμα. Όταν είδε δεκάδες τουρίστες να συρρέουν και να ξαπλώνουν σε στρώματα, αποφάσισε να διαθέσει ένα δωμάτιο του σπιτιού της και να φιλοξενήσει μία οικογένεια.
Οι πρώτοι «επισκέπτες» ήταν τουρίστες από την Αυστρία με τρίδυμα παιδιά. Έμειναν για ένα βράδυ και γύρισαν στη χώρα τους με την προγραμματισμένη πτήση τους. «Στο αεροδρόμιο τους αποχαιρετήσαμε με δάκρυα στα μάτια. Δεθήκαμε μαζί τους μέσα σε μόλις μία μέρα», περιγράφει. Το δωμάτιο έμεινε άδειο μόνο για λίγες ώρες, καθώς η Ειρήνη επέστρεψε στο γήπεδο και πήρε μαζί της την οικογένεια του Τζέικ.
Θα γυρίσουν στις πατρίδες τους, εμείς όμως θα μείνουμε με τα καμένα.
«Είναι ενθουσιασμένοι με την φιλοξενία των ντόπιων, αλλά πολύ απογοητευμένοι από τα πρακτορεία τους και την κυβέρνηση. Δεν βλέπουν να γίνεται κάτι από εκεί. Βασιζόμαστε στους εθελοντές και στην αλληλεγγύη. Εμείς, όπου υπάρχει ανάγκη, προσπαθούμε να συνδράμουμε. Το ίδιο είχαμε κάνει και το ’15 με τους πρόσφυγες από τη Συρία. Δεν μας έχει περάσει τίποτα διαφορετικό από το μυαλό», σχολιάζει στην «Κ» ενώ παράλληλα περιγράφει τα συναισθήματα που την κατακλύζουν αυτές τις μέρες. «Στεναχωριόμαστε γιατί θα γυρίσουν στις πατρίδες τους, εμείς όμως θα μείνουμε με τα καμένα. Το νησί μας ήταν ένας παράδεισος και έχει γίνει κόλαση. Εδώ και τρεις μέρες κλαίω. Όλοι κλαίμε. Ζούμε έναν εφιάλτη. Είναι σαν να μας επιτίθεται κάποιος».
Να σώσουμε την τιμή της Ρόδου
Εικόνες προσφυγικού ήρθαν και στο μυαλό του Δημήτρη Μίχαλου. «Κάτι έπρεπε να κάνουμε. Το θέμα με τους τουρίστες το δημιουργήσαμε εμείς. Εμείς τους βγάλαμε από τα ξενοδοχεία τους και έπρεπε από την πρώτη στιγμή να είμαστε δίπλα τους. Δεν φταίνε οι τουρίστες, αν εμείς είμαστε ανοργάνωτοι ή τα ξενοδοχεία δεν είχαν αντιπυρικές ζώνες να προστατεύσουν τους πελάτες τους. Νιώσαμε υποχρέωση απέναντι τους. Αν το μήνυμα είχε φτάσει σε περισσότερους κατοίκους θα σώζαμε και την τιμή της Ρόδου, γιατί τώρα έχουμε εκτεθεί αφάνταστα».
Είναι ένας από τους δεκάδες εθελοντές στο Βενετόκλειο, όπου φιλοξενούνται 700 πληγέντες. Στην είσοδό του έχουν στήσει ένα κέντρο υποδοχής, στο οποίο καταγράφουν ονόματα, τηλέφωνα, ξενοδοχεία διαμονής και τα πρακτορεία των τουριστών. Παράλληλα, έχουν ανοίξει το κυλικείο του γηπέδου και προσφέρουν σε 24ωρη βάση τα προϊόντα δωρεάν. «Η καλύτερη στιγμή των Βρετανών ήταν όταν διαπίστωσαν το πρωί που ξύπνησαν ότι μπορούσαν να πιουν τσάι με γάλα, που είναι για αυτούς ό,τι ο καφές για εμάς. Οι Σκανδιναβοί προτιμούσαν κυρίως εσπρέσο», περιγράφει στην «Κ». Από το μικρόφωνο ενημέρωναν συνεχώς τους πυρόπληκτους τουρίστες ότι Ροδίτες προσφέρουν τα σπίτια τους για να φιλοξενήσουν αυτούς που είχαν περισσότερο ανάγκη. «Εκνευρίστηκα βέβαια γιατί υπήρχαν πολλά διαθέσιμα δωμάτια σε πλατφόρμες, όπου είχαν αυξηθεί και οι τιμές».
Ο ίδιος πάντως γύρισε σπίτι του με ένα ζευγάρι Γερμανών, οι οποίοι επισκέπτονταν το νησί για έβδομη φορά. «Γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Για ώρες κάτσαμε στον καναπέ, ήπιαμε κρασί και μιλήσαμε για τη ζωή τους και τα παιδιά τους. Για τον φόβο που ένιωσαν στο ξενοδοχείο που εκκενώθηκε, δεν ήθελαν να μας πουν καθόλου. Στο σπίτι τουλάχιστον κατάφεραν να επικοινωνήσουν και να καθησυχάσουν τους δικούς τους ανθρώπους, καθώς ήταν για ώρες χωρίς σήμα. Μας διαβεβαίωσαν ότι θα ξαναέρθουν, ενώ κάποιοι που ταλαιπωρήθηκαν πιστεύω δεν θα ξανάρθουν. Δεν ξεχνάει, άλλωστε, ο κόσμος, ειδικά άμα τον ταλαιπωρείς. Εξάλλου, μετά από όλο αυτό μόνο η ανθρωπιά μένει».
Μετά από τις κουραστικές βάρδιες στον ήλιο, ο κ. Μίχαλος υπέστη θερμοπληξία. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν διέθεσε το σπίτι του τη μέρα που αναχώρησαν οι Γερμανοί. «Φυσικά θα φιλοξενήσω και άλλους. Είναι τόσο απλό, δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη. Τουλάχιστον κρατάμε την ανθρωπιά μας, που στην καθημερινότητα πολλές φορές την παραμερίζουμε».
Για να εκφράσουν ίσως έμπρακτα την ευγνωμοσύνη τους, οι Γερμανοί που φιλοξένησε η Σοφία στο σπίτι της στην πόλη της Ρόδου, δήλωσαν και αυτοί ότι θα ξανάρθουν στο νησί την επόμενη χρονιά. «Στην αρχή ήταν στα χαμένα, μετά στο σπίτι χαλάρωσαν, έκαναν το μπάνιο τους και φάγαμε όλοι μαζί. Δε χαιρετηθήκαμε όταν έφυγαν, μας υποσχέθηκαν ότι θα έρθουν να μας βρουν πάλι». Όσο περιέγραφε την κατάσταση, η φωνή της έσπαγε από την συγκίνηση. «Το νησί μας καταστράφηκε. Η φωτιά πάει στο χωριό μου. Είναι πολύ λυπηρό αυτό που ζούμε. Πώς θα μαζέψει ο κόσμος τα ασυμμάζευτα; Πάει η φύση, τα δέντρα, τα ζωάκια, οι ελιές μας, οι αγρότες, καταστράφηκαν όλα». Παρόλα αυτά βρίσκει τη δύναμη και δηλώνει ότι το σπίτι της θα συνεχίσει να είναι ανοιχτό για όποιον έχει ανάγκη. «Είναι η πρώτη φορά που το κάνω και δεν το μετανιώνω».
«Είναι υπέροχα εδώ, βλέπουμε και τα άστρα», αναφώνησε μία εξάχρονη, που αντιλαμβανόταν με μία παιδική αφέλεια την κατάσταση. Ήταν η μόνη που δεν βρισκόταν σε σοκ.
«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς», εξηγεί και η Καίτη Παρασκευά, η οποία άνοιξε τον παιδικό σταθμό που διαθέτει στην Ιαλυσό για να φιλοξενήσει και εκείνη πυρόπληκτους. «Σκέφτηκα πόσους μπορώ να πάρω να κοιμηθούν με αξιοπρέπεια. Δεν ήθελα να τους στοιβάξω. Το μόνο που ζήτησα ήταν οικογένειες για να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τα παιχνίδια από το σχολείο μας». Πολλοί είχαν περάσει την προηγούμενη νύχτα τους σε ένα ξενοδοχείο, σε στρώματα που είχαν στρώσει στο γρασίδι. «Είναι υπέροχα εδώ, βλέπουμε και τα άστρα», αναφώνησε μία εξάχρονη, που αντιλαμβανόταν με μία παιδική αφέλεια την κατάσταση. Ήταν η μόνη που δεν βρισκόταν σε σοκ.
Όσοι μεταφέρθηκαν στον παιδικό σταθμό ήταν πολύ τρομαγμένοι. Τουρίστες από την Ελβετία, τη Γερμανία και την Ελλάδα είχαν φύγει πανικοβλημένοι χωρίς τις βαλίτσες τους. Ήθελαν χρόνο για να ηρεμήσουν. Κάποιοι γονείς απομακρύνονταν από τα παιδιά τους, έβρισκαν μια γωνία και ξέσπαγαν σε κλάματα. «Προσπαθούμε να μην τους ενοχλούμε και να τους προσφέρουμε ό,τι χρειάζονται. Όλοι τους έκαναν μπάνιο στη νηπιαγωγό μας. Καλύπτουμε την ανοργανωσιά του κράτους. Όλος ο κόσμος, όλη η Ρόδος κάνουμε ό,τι μπορούμε», καταλήγει.