Συνέντευξη του Σήφη Ζαχαριάδη στην «Κ» : «Ο πατέρας μου έλεγε ότι η πολιτική είναι πιο βρώμικη από τη μαφία»

Συνέντευξη του Σήφη Ζαχαριάδη στην «Κ» : «Ο πατέρας μου έλεγε ότι η πολιτική είναι πιο βρώμικη από τη μαφία»

Ο Σήφης Ζαχαριάδης μιλάει για τον πατέρα του, πενήντα χρόνια μετά την αυτοκτονία του

15' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γονατίζοντας από τάφο σε τάφο σ’ένα απέραντο εγκαταλειμμένο νεκροταφείο στη Σιβηρία, ο  σαραντάχρονος «Σηφάκος», πάσχιζε να καθαρίσει από το χιόνι και τον πάγο, τις μαρμάρινες επιτύμβιες πλάκες τους.

Με το που ξεσκέπαζε μια και διάβαζε το όνομα του αιώνιου «ενοίκου» του τάφου συνέχιζε στον επόμενο, και μετά παρακάτω στον μεθεπόμενο κ.ο.κ 

Οι καιρικές συνθήκες του σιβηρικού χειμώνα καθιστούσαν το εγχείρημά του παράτολμο. Το θερμόμετρο έδειχνε -35 βαθμούς και οι τάφοι στο νεκροταφείο ήταν σκεπασμένοι με σκληρές κρούστες πάγου και σχεδόν θαμμένοι στο φρέσκο χιόνι, που έπεφτε αδιάκοπα.

Εκείνος, όμως, τυλιγμένος στο βαρύ γούνινο παλτό και την παραδοσιακή ρωσική «Σιάπικα» στην κεφαλή του, συνέχιζε απτόητος.

Αναζητούσε εναγωνίως στην απέραντη και σιωπηλή νεκρόπολη, του Τιουμέν, έναν τάφο που να γράφει Νίκος Ζαχαριάδης!

Ηταν η ύστατη επιθυμία του πατέρα του, να τον φέρει, έστω και νεκρό, ατιμασμένο από τους συντρόφους του και κυνηγημένο από την μεγάλη «μητέρα του σοσιαλισμού», που τόσο είχε πιστέψει, πίσω στην  φυσική πατρίδα, στην οποία με τις αποφάσεις του είχε προκαλέσει πόνο, αίμα, και ποτάμια δάκρυα.

«Οταν αποχωριστήκαμε την ύστατη φορά που τον επισκέφθηκα στον δεύτερο τόπο εξορίας του, στο Σοργκούτ της Σιβηρίας, τα τελευταία του λόγια ήταν «Σηφάκο, μόλις θα έχεις την δυνατότητα  πάρε  τα κόκαλά μου στην Ελλάδα, τουλάχιστον, έστω και έτσι να γυρίσω πίσω». Επρεπε, λοιπόν, να κάνω το χρέος μου», λέει στην «Κ» ο μικρός γιος του Νίκου Ζαχαριάδη, Ιωσήφ– ο αγαπημένος του  Σηφάκος όπως τον αποκαλούσε- καθώς περιγράφει στην «Κ» με αφορμή την συμπλήρωση, την 1η Αυγούστου, πενήντα χρόνων από την αυτοκτονία του εξόριστου στην Σιβηρία, κομμουνιστή ηγέτη,  την μυθιστορηματική εκταφή του και το τελευταίο του ταξίδι, αυτό της πολυσυζητημένης επιστροφής του στην Ελλάδα.

Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, το 1991 ο Σήφης (του είχε δώσει το όνομα του Στάλιν) Ζαχαριάδης και ο μεγαλύτερος αδερφός του (από την πρώτη γυναίκα) Κύρος έθεσαν σε κίνηση την διαδικασία για να εκπληρώσουν την επιθυμία του πατέρα τους. 

Εγραψαν γράμμα στον Γκορμπατσώφ στην αρχή και στον Γελτσιν, στη συνέχεια, και τους ζητούσαν να επιτρέψουν την εκταφή και μεταφορά στην Ελλάδα των οστών του Νίκου Ζαχαριάδη- η απάντηση και των δυο ήταν θετική. 

Η αναζήτηση

«Στις 30 Νοεμβρίου του 1991 ταξίδεψα στο Τιουμέν, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα, με σκοπό  να τον φέρω πίσω, στην Ελλάδα. Ο Νίκος είχε ταφεί στο Τιουμέν μερικά χιλιόμετρα από το Σοργκουτ, όπου είχε αυτοκτονήσει, την 1η Αυγούστου του 1973. Φτάνοντας από τη Μόσχα στο Τιουμεν είχε -35 βαθμούς, στη Σιβηρία το κρύο είναι φοβερό. 

Επί μια εβδομάδα πήγαινα τρεις φορές την ημέρα στο παλιό νεκροταφείο δέκα χιλιόμετρα έξω από  την πόλη. Εκεί δεν βγάζουν κόκαλα. Τα τελευταία πέντε χρόνια το νεκροταφείο αυτό ήταν κλειστό, είχε γεμίσει ασφυκτικά, και δεν έβαζαν άλλους πια. Το χιόνι και ο πάγος είχαν σκεπάσει τα πάντα.

Συνέντευξη του Σήφη Ζαχαριάδη στην «Κ» : «Ο πατέρας μου έλεγε ότι η πολιτική είναι πιο βρώμικη από τη μαφία»-1

Ρώτησα κάποιους φύλακες που μπορώ να βρω τον τάφο του πατέρα μου, που τον είχαν θάψει εκεί πριν δέκα οχτώ χρόνια.

Μου έδειξαν μια πλαταιϊτσα, από την οποία διακτινώνονταν δέκα διάδρομοι.

«Πήγαινε ψάξε κάπου εκεί», μου είπαν. Τους ρώτησα αν υπάρχει κάποια επιγραφή.

«Τι επιγραφή μου δεν βλέπεις τι κατάσταση επικρατεί…», μου είπαν.

Αρχισα να ψάχνω έναν-έναν τους τάφους, που ήταν σκεπασμένοι με χιόνι και πλάκες πάγου. Τι να βρεις εκεί!. Το νεκροταφείο απλωνόταν σε έκταση δεκαπέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων.

Εσκυβα πάνω από τάφους και γονατιστός πάλευα να αποκαλύψω την ταφόπλακα για να διαβάσω  το όνομα.

Την τελευταία μέρα, ξεθεωμένος πλέον, απογοητεύτηκα.

Είπα μέσα μου, εντάξει, θα επιστρέψω την άνοιξη, θα πάρω και τον Κύρο και θα τον βρούμε».

Σταματάει για λίγο την αφήγηση και συνεχίζει με μια εξομολόγηση, που με αφήνει άφωνο:

«Εγώ είμαι άθεος, ξέρεις, αλλά αυτό που έζησα τότε, ήταν κάτι εξωπραγματικό, ξεχωριστό, υπερφυσικό (!)».

Δηλαδή; Ρωτάω ενστικτωδώς.

«Την τελευταία φορά που πήγα στην «πλατεία» στάθηκα και στο κέντρο του νεκροταφείου σαν κάποιος να μου έλεγε μέσα μου: πήγαινε προς αυτή την κατεύθυνση, ήταν σαν να με έσπρωχνε μια αόρατη δύναμη. Ξαφνικά μέσα μου με πλημμύρισε ένα αίσθημα βεβαιότητας, ήμουν σίγουρος ότι θα τον βρω. Κινήθηκα προς τα εκεί που μου με έσπρωχνε η εσωτερική δύναμη.

Ηταν χιλιάδες οι τάφοι. Ενα ανεξήγητο πράγμα, ήμουν βέβαιος μέσα μου ότι θα βρω τον τάφο του Νίκου.

Από μακριά στο μάτι μου καρφώθηκε ένας τάφος και η «δύναμη» μέσα μου σαν να μου έλεγε ότι ήταν αυτός. Επεφτε πυκνό χιόνι και άρχισα να βαδίζω γρήγορα ανάμεσα στους τάφους. Είχα μαζί μου  μια  μικρή φωτογραφία από την κηδεία του πατέρα μου, που έδειχνε ότι δίπλα από τον τάφο,  ένα δεντράκι, με λεπτό κορμό.

Επειτα από δέκα οχτώ χρόνια το δεντράκι είχε γίνει μεγάλο με χοντρό κορμό. Καμία σχέση με αυτό της εικόνας.

«Εκεί», σαν να μου έλεγε η «δύναμη». Πήγα ακριβώς, και άρχισα να απομακρύνω με τα χέρια μου  από τον τάφο το χιόνι και τον πάγο.

Επιτέλους καθάρισα την πλάκα και τότε διέκρινα την επιγραφή: Νίκος Ζαχαριάδης.

Ε, λοιπόν, αυτό που έγινε εκείνη την ημέρα στο νεκροταφείο του Τιουμέν ήταν 100% από πάνω (σηκώνει το κεφάλι του και μου δείχνει τον ουρανό, υπονοώντας τον θεό)».

Ο Ιωσήφ Ζαχαριάδης ξανασυναντούσε, έπειτα από δέκα οχτώ χρόνια, με «ουράνια πλοήγηση» αυτή τη φορά, τον πατέρα του. Εως τότε δεν του είχε επιτραπεί από τις Σοβιετικές αρχές, ούτε να πάει να του ανάψει ένα κερί.

«Είχα συμφωνήσει με τρεις εργάτες να τους δώσω από 1000 ρούβλια  στον κάθε έναν για να τον βγάλουν από το μνήμα και να τον βάλουμε σε φέρετρο. Μου είχαν πει εκείνοι: δεκαοχτώ χρόνια στον τάφο, τι θα έχει απομείνει; λίγα κόκαλα. Θα κάνεις ένα ξύλινο κουτί ένα μέτρο με μεταλλικό καπάκι και θα τον βάλεις μέσα. Εγώ το έφτιαξα με μήκος ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά. Οταν όμως   ανέσυραν την σιδερένια κάσα που του είχε φτιάξει η KGB και την ανοίξαμε, μέσα ήταν ο Νίκος σχεδόν ολόιδιος όπως τον είχαν βάλει. Δεν είχε λιώσει λόγω του ότι ήταν σφραγισμένος και στο φέρετρο δεν έμπαινε νερό και αέρας ώστε να αποσυντεθεί η σάρκα!».

-Τι έγινε μετά;

«Λέει ένας από αυτούς: έχω στο σπίτι ένα μεγάλο τσίγκινο κουτί που βάζω πατάτες, θα  πάω να το φέρω. Στη συνέχεια πήγαμε σ’ ένα κοντινό εργοστάσιο για να φτιάξουμε ένα μεταλλικό καπάκι, αλλά ήταν κλειστό λόγω Σαββάτου. Ενας από τους εργάτες επιστράτευσε κάποιον γνωστό του  που μας  το έφτιαξε και έτσι κλείσαμε τον Νικό μέσα. Επρεπε όμως να τον περάσουμε από τελωνείο αλλά εκεί θα μας έλεγαν: ανοίξτε να ελέγξουμε τι έχετε μέσα- γιατί θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε ναρκωτικά.

Τι να ανοίξουμε;, μέσα υπήρχε ένας νεκρός που δεν είχε λιώσει.

Ενας άλλος μισθωμένος εργάτης , μου λέει τότε: μην στεναχωριέσαι, έχω έναν φίλο στο τελωνείο που θα μας βοηθήσει. Πράγματι ήρθε έγραψε ένα συνοδευτικό χαρτί χωρίς να δει το περιεχόμενο της κάσας και έφυγε. Το κουτί ήταν πολύ βαρύ, τέσσερα άτομα και δεν μπορούσαμε να το σηκώσουμε.

Μέχρι τις 2 τη νύχτα που ήρθε το τρένο οι εργάτες έμειναν μαζί μου για να το φορτώσουμε στο τρένο.

Στις 7 Δεκεμβρίου, ημέρα Σάββατο, όλα είχαν τελειώσει. Τον έφερα στη Μόσχα σιδηροδρομικώς, τον βάλαμε σ’ ένα νεκροτομείο και στις 21 Δεκεμβρίου τον μεταφέραμε με πτήση της Αεροφλότ  στην Ελλάδα, όπου τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και στις 28 του ίδιου μήνα τον κηδέψαμε στο 1ο νεκροταφείο».

Ο αμφιλεγόμενος Eλληνας κομμουνιστής ηγέτης πέταξε πάνω από τα συντρίμμια της Σοβιετικής Eνωσης την οποία με πάθος είχε αγαπήσει και υπηρετήσει και τα ελληνικά βουνά στα οποία έσυρε χιλιάδες νέους ανθρώπους για μια υπόθεση εξαρχής προδομένη, που κατέληξε στον όλεθρο.

Ο γιος του είχε εκπληρώσει το χρέος του, όπως ο πατέρας του είχε ζητήσει.

Τουλάχιστον τρεις φορές ο Ζαχαριάδης  είχε ζητήσει από τους τόπους εξορίας του (Μποροβίτσι, Σοργκουτ) στην Σοβιετική Ενωση να του επιτραπεί να ταξιδέψει στην Ελλάδα, δηλώνοντας μάλιστα την πρόθεσή του να δικαστεί από ελληνικό δικαστήριο για όσα του καταλογίζονταν για τον Εμφύλιο. Του τις αρνήθηκαν όλες, ακόμα και όταν άρχισε να απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει.

Σε μια περίπτωση, μάλιστα, κατόρθωσε ο ίδιος να φτάσει στην είσοδο του κτιρίου της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα για να ζητήσει πολιτικό άσυλο, αλλά στην είσοδο τον συνέλαβαν πράκτορες της KGB και τον εξόρισαν από το Μποροβιτσι στο μακρινό Σοργκούτ της Σιβηρίας για να κόβει ξύλα στο δάσος.

Το χειρότερο για εκείνον: του στέρησαν από την πατρική φροντίδα και στοργή τον «Σηφάκο», τον οποίο είχε μαζί του στο Μποροβίτσι, αφού η τότε σύζυγός του Ρούλα Κουκούλου, βρισκόταν στην Ελλάδα φυλακισμένη.

«Η KGB του απαγόρευσε να με πάρει μαζί του στο Σοργκουτ και με έστειλαν, μικρό παιδί σε στρατιωτικό σχολείο μακριά στον Καύκασο…», λέει.

Ο Σήφης Ζαχαριάδης όταν είχε διακοπές στο σχολείο του, επισκεπτόταν τον πατέρα του στο Σοργκούτ.

Τον είδε για τελευταία φορά ζωντανό, μια εβδομάδα προτού περάσει θηλιά στο λαιμό του και αυτοκτονήσει, διαμαρτυρόμενος για την άρνηση του ΚΚΣΕ και του ΚΚΕ να ικανοποιήσουν τα αιτήματά του, με κορυφαίο εκείνο της χορήγησης άδεια επιστροφής στην Ελλάδα.

«Eχω πάντα μπροστά μου την τελευταία εικόνα του. Καθώς αναχωρούσα με το αυτοκίνητο  για το αεροδρόμιο γύρισα και τον κοίταξα. Στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού και με κοίταζε σιωπηλός από την μισόκλειστη πόρτα γνωρίζοντας ο ίδιος ότι ήταν η τελευταία φορά που με έβλεπε, αφού είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει, εγώ όμως δεν το ήξερα…».

-Σου έδωσε κάποια συμβουλή προτού αποχωριστείτε, τον ρωτώ; «Ναι, να μην καπνίζω και να μην ασχοληθώ ποτέ με την πολιτική γιατί όπως μου είπε είναι βρόμικη, πιο βρόμικη και από την μαφία…».

Προαναγγελθέν τέλος

Με την αναχώρηση του γιού από το Σοργκουτ, το καλοκαίρι του 1973, ο τελευταίος άνθρωπος που συνάντησε τον Νίκο Ζαχαριάδη στον τόπο εξορίας ήταν το μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Κώστας Λουλές.

Τον είχε στείλει το κόμμα για να τον βολιδοσκοπήσει εάν ήταν αποφασισμένος πράγματι να αυτοκτονήσει όπως στα γράμματά του προς το κόμμα απειλούσε δίνοντας μάλιστα ως καταληκτική ημερομηνία την 1η Αυγούστου, εάν οι σοβιετικοί δεν ικανοποιούσαν τα αιτήματά του.

Επιστρέφοντας ο Λουλές, ενημέρωσε τους Σοβιετικούς ότι ο εξόριστος θα υλοποιήσει την απειλή του, στο κόμμα όμως είπε πως δεν πιστεύει ότι ο Ζαχαριάδης θα το πράξει καθότι είναι κομμουνιστής. Διαψεύστηκε: την ημερομηνία  που είχε προαναγγείλει, ο «προδότης» συν τροφός του βρέθηκε κρεμασμένος.

Η επίσημη αιτία θανάτου ήταν καρδιακή ανακοπή, οι σοβιετικοί και η ηγεσία του ΚΚΕ ήξεραν ωστόσο ότι είχε αυτοκτονήσει.

-Είχες αντιληφθεί κάποιο σημάδι, που να πρόδιδε ότι μπορεί να κάνει κακό στον εαυτό του;

«Εδειχνε στεναχωρημένος, αλλά δεν μου έδωσε να καταλάβω κάτι τέτοιο».

-Πως πληροφορήθηκες τον θάνατό του;

«Στις 26 Ιουλίου, λίγο πριν πάει στο Σοργκουτ ο Λουλές ήρθε σ εμένα και την μάνα μου, την Ρουλα Κουκούλου, που είχε αποφυλακιστεί και βγει παράνομα από την Ελλάδα, μια πρόσκληση για διακοπές στην Βουλγαρία από την Τσόλα Ντραγκοϊτσεβα, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΒ.

Μου έβγαλαν σε μισή ώρα διαβατήριο και μας έστειλαν στην Βουλγαρία. Ήταν προφανώς σχέδιο της KGB για να μην  μάθουμε ότι ο Νίκος σχεδιάζει να αυτοκτονήσει και κάνουμε προσπάθειες να τον μεταπείσουμε.

Εκεί η Ρούλα δέχτηκε τηλεφώνημα από τον Τσεμενκωφ, υπεύθυνο για τις σχέσεις ΚΚΣΕ και ΚΚΕ, ότι ο Νίκος είναι σοβαρά άρρωστος.

Επιστρέψαμε αμέσως στη Μόσχα, όπου μας είπαν την αλήθεια, αλλά  μας δέσμευσαν  να μην πούμε τίποτα για τις ακριβείς συνθήκες θανάτου. Εγώ, όμως  το είπα κατ ευθείαν στον Κύρο τον αδελφό μου. Ως γνωστόν επισήμως είχαν αποδώσει  αρχικά τον θάνατό του σε καρδιακή προσβολή, αλλά γρήγορα μαθεύτηκε ότι αυτοκτόνησε».

Ο Ζαχαριάδης κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της πολης Τιουμεν, κοντά στα Σοργκουτ,  υπό άκρα μυστικότητα και υπό την αυστηρή επιτήρηση της KGB. 

«Στο νεκροταφείο βρεθήκαμε εγώ, η Ρούλα ο αδερφός μου Κύρος, ο Κώστας Γάτσος, γραμματέας του ΚΚΕ στη Μόσχα, δυο στελέχη του ΚΚΣΕ, αρμόδιοι για τις σχέσεις με το ΚΚΕ  και κάποιοι  άνθρωποι της KGB. Στην αρχή οι Σοβιετικοί πίεζαν να γράφει πάνω στον τάφο Νικολαϊ Νικολεγιεβιτς Νικολαγιεφ, το ψευδώνυμο δηλαδή με το οποίο τον είχαν εξορίσει.

Oμως η Ρούλα ήταν ανένδοτη και έτσι κηδεύτηκε ως Νίκος Ζαχαριάδης. Από εκείνη την ημέρα επέστρεψα στο Τιουμεν στις 30 Νοεμβρίου του 1991 που σας είπα για να τον πάρω…».

– Νομίζεις ότι αν είχε πάει η Κουκούλου στο Σοργκουτ, όπως της το είχαν ζητήσει στο κόμμα, θα τον έπειθε νε μην  αυτοκτονήσει;

«Δεν μπορούσε να πάει η Ρουλα. Oταν ήρθε στη Μόσχα στις 25 Δεκεμβρίου του 1972  μου είπε, επειδή εγώ θα πήγαινα στο Σοργκουτ, να ρωτήσω τον Νικο εάν θέλει να πάει και εκείνη θα το έκανε αμέσως. Πράγματι, έφτασα, την 1η Γενάρη του 1973, και του το είπα μου λέει: όχι δεν θέλω να έρθει, αλλά εσύ πρέπει να επιστρέψεις αμέσως στη Μόσχα. Η μάνα σου έκανε τόσα χρόνια να σε δει και πρέπει να κάνετε μαζί διακοπές. Αυτό έγινε την 1η Γενάρη του 1973».

-Hξερες ποιος ήταν ο πατέρας σου;

«Μέχρι τα δεκαπέντε μου, όχι. Ένιωθα ότι δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος αλλά δεν  γνώριζα τίποτα περισσότερο. Μια φορά στο Μποροιβιτσι στην πρώτη εξορία, είχε πάει για δουλειά, στο δασαρχείο, εγώ γύρισα από το σχολείο και ήμουν μόνος μου. Κατι έψαχνα  και βρήκα ένα γράμμα προς τον Μαο Τσε τουνγκ στα ρώσικα και ένα, αν θυμάμαι  καλά, προς τον Τσαουσεσκου. Ήμουν εφτά χρονών και κατι άρχισα να υποψιάζομαι.

Το καλοκαίρι του 1966  με φώναξε  η Κατερίνα Ζορμπαλά στη Μόσχα, μάλλον με εντολή του ΚΚΣΕ, και μου μίλησε για κάποια πράγματα. Την άλλη μέρα έφυγα για το Σοργκουτ και εκεί του είπα «τι έγινε; γιατί δεν μου μίλησες ποτέ;»

«Δεν ήθελα να σου τα πω εγώ γιατί θέλω να είναι αντικειμενικά. Τώρα που ξέρεις μπορούμε να μιλήσουμε και πράγματι μιλήσαμε για πρώτη φορά» μου απαντησε. Ήμουν σοκαρισμένος, απ όσα μ οπυ είπε. Ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο έγινε χαφιές, προδότης του κόμματος, με όλα αυτά που του έσουρναν.

-Σε διακατέχει πικρία για το κόμμα και την συμπεριφορά του στον πατέρα σου, την βρίσκεις σκληρή;

«Τότε ήταν ένα άλλο κόμμα. Η λέξη που μπορεί να αποδώσει τα αισθήματά μου είναι «κακοκάρδισμα», στα ρώσικα το λένε «Ομπίντα», είναι κάτι περισσότερο από πικρία, αυτό που λένε «μου χάλασε την καρδιά».

– Πως ήταν ως πατέρας;

«Τρυφερός αλλά και αυστηρός, χωρίς ματς- μουτς, σας είπα ότι όταν επέστρεφα στη Μόσχα δεν με αποχαιρέτησε ποτέ. Hμουν έξη χρονών και με έβαζε στο τρένο για να επιστρέψω μόνος στη Μόσχα».

«Εχω κρεμασμένη στον τοίχο του σπιτιού μου μια φωτογραφία του Ζαχαριάδη και όταν με απασχολεί κάτι δύσκολο μιλάω μαζί του».

– Οι σχέσεις του Νίκου Με την Ρούλα Κουκουλου πως ήταν;

Hταν πάρα πολύ ερωτευμένος με την Ρούλα. Παντρεύτηκαν με παπά το 1948 σε μια εκκλησία στις Πρέσπες. Eζησαν ευτυχισμένοι εφτά χρονιά. Μετά η Ρούλα έφυγε από την Ρουμανία για την Ελλάδα για παράνομη δουλειά. Hμουν τεσσάρων  χρόνων και δυο εβδομάδων όταν έφυγε. Eφυγε τον Γενάρη και πιάστηκε τον Αύγουστο.

Ο Νίκος της είπε να μην κατέβει στην Ελλάδα αλλά εκείνη επέμενε ότι δεν είναι σωστό η γυναίκα του Γραμματέα να μην πάει και να πηγαίνουν τα άλλα στελέχη. 

Το 1957, στις 14 Ιουνίου, ως γνωστόν υπέγραψε μαζί με άλλες εκατόν τριάντα εφτά γυναίκες από τις φυλακές Αβερωφ, το γράμμα με το οποίο δήλωναν ότι τον αποκηρύσσουν .

Εγώ ως γιος της ποτέ δεν της άνοιξα αυτό το θέμα. 

Πιστεύω ότι δεν είχα δικαίωμα να την κρίνω. Μίλησα όμως με άλλες συγκρατούμενες στην ίδια φυλακή και μου είπαν ότι επί μήνες έκλεγε, ότι δεν ήθελε να υπογράψει, αλλά την πίεζε η νέα ηγεσία. Δέκα  μέρες πριν πεθάνει στην Αθήνα μου ζήτησε να μιλήσουμε και τότε μου είπε την ιστορία. Μου τόνισε χαρακτηριστικά ότι «ο Νίκος μου είχε μάθει ότι πρώτα απ όλα είναι το κόμμα». Και το κόμμα τον διέγραψε. Εγώ νομίζω ότι εάν δεν το υπέγραφε, την άλλη μέρα οι δεξιές  εφημερίδες, θα ξεσήκωναν θόρυβο ότι η γυναίκα του Ζαχαριάδη πήγε ενάντια στο κόμμα για χάρη του συζύγου της. Γι αυτό δεν μπορώ να την κρίνω.

Ο Ζαχαριάδης δεν την ξαναείδε ποτέ;

Oχι, τελευταία φορά ήταν στις 11 Γεναρη του 55 όταν έφυγε για την Ελλάδα. Πήρε τότε μαζί της την χτένα του  και μου  την έδωσε εμένα έπειτα από είκοσι χρόνια. Oπως μου είπε ήθελα κάτι από τον Νίκο που να το καβαλούσε πάντα μαζί του. Την ρώτησα λοιπόν, εκείνη την ημέρα, εάν θα υπέγραφε αυτό το γράμμα τώρα. Oχι, μου απάντησε»

-Πιστεύεις ότι η ιστορία αδίκησε τον πατέρα σου;

Σίγουρα, τον αδίκησαν οι άνθρωποι.

-Το ότι κουβαλάς ένα τόσο βαρύ όνομα ήταν εμπόδιο ή εφόδιο στη ζωή του;

«Ούτε το ένα ούτε το άλλο Θυμάμαι μόνο σε μια περίπτωση που επέστρεφα από το Λουτράκι στην Αθή να και με σταμάτησαν για έλεγχο στα διόδια.

Δεν είχαν την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου και πίστεψα ότι θα μου βάλλουν πρόστιμο Όταν είδε ο αστυνομικός την ρωσική μου ταυτότητα και διάβασε το όνομα με ρώτησε αν έχω κάποια σχέση με τον γνωστό Νικο Ζαχαριάδη.

Του είπα ότι είμαι ο γιος του και μου λέει: «φύγε». Ισως να ήταν μέλος του κόμματος». (γελάει).

Το δημοψήφισμα του ’15

Συναντηθήκαμε με τον Σήφη Ζαχαριάδη σ ένα καφέ στην Περαία της Θεσσαλονίκη, όπου ζει, απαρατήρητος, με την Ρωσίδα γυναίκα του, σε μια όμορφη γειτονιά. Παρακολουθεί τηλεόραση

«Εχω κρεμασμένη στον τοίχο του σπιτιού μου μια φωτογραφία του Ζαχαριάδη και όταν με απασχολεί κάτι δύσκολο μιλάω μαζί του» λέει.

Ετοιμαζόταν να κατέβει στην Αθήνα για τις εκδηλώσεις που είχε προγραμματίσει το ΚΚΕ για τα πενήντα χρόνια από την αυτοκτονία του πατέρα του. Από το 2007 που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, κάθε χρόνο την 1η Αυγούστου αφήνει ένα γαρύφαλλο στον τάφο του «Νίκου», όπως τον ανέφερε συνεχώς στην κουβέντα μας, που δεν θα μπορούσε να περάσει και στο σήμερα.

Οπως μου είπε ψηφίζει και στηρίζει το ΚΚΕ ενώ έχει ενδιαφέρον η απάντησή του στην ερώτησή μου για το πως είδε την διακυβέρνηση της «πρώτης φορά Αριστεράς».

«Στην αρχή ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ανεβασμένος, όμως μετά το δημοψήφισμα του 2015 τα έκανα θάλασσα. Ο λαός του έδωσε ένα ποσοστό 63% αλλά ο Τσίπρας έκανε πίσω. Αν ήταν ο Ζαχαριάδης θα έκανε αυτό που αποφάσισε ο λαός».

Διαθετει εκτός από ελληνική και  ρωσική υπηκοότητα, ταξιδεύει κάθε χρόνο στη Μόσχα όπου κ όπου έχει σπίτι  και μένει η κόρη του  με τα τέσσερα εγγόνια μου και ένα δισέγγονο. «Η ψυχή μου είναι εκεί, στη Ρωσία…», μου λέει.

Παρακολουθεί ανελλιπώς ρωσική τηλεόραση «σε ποσοστό 90%-10%» με την ελληνική», και ως εκ τούτου του καθόλου δεν με εξέπληξε η απάντησή του, σχετικά με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που ταυτίζεται με το αφήγημα του Πούτιν.

«Είναι ένας λαός. Δεν υπάρχει εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά εισβολή του ΝΑΤΟ στην Ρωσία. Ο πόλεμος δεν διεξάγεται ενάμιση χρονο, γίνεται εδώ και δεκατέσσερα χρόνια. Ξερετε τι έκαναν και κάνουν τώρα οι Ουκρανοί, το ΝΑΤΟ δηλαδή: κάθε μέρα βομβαρδίζουν το Λουγκανσκ, το Ντονέττσκ, κ.α»

Του ζήτησα την γνώμη του για τον Στάλιν και αν τον ενοχλεί που φέρει το όνομά του. 

«Ημουν πριν τριάντα πέντε χρόνια αντισταλινικός, ο δε πατέρας μου φανατικός σταλινικός. Με επηρέαζε σε αυτό ο αδερφός μου, ο Κύρος, που ήταν φανατικός αντισταλινικός και αντισοβιετικός, σε σημείο που ήθελα να αλλάξω όνομα. Μετά όταν άνοιξαν τα αρχεία και βγήκαν τα στοιχεία έγινα  σταλινικός, γιατί ο Χρουτσωφ 99% είπε ψέματα για τον Στάλιν στο 20ο συνέδριο».

Ολοκληρώνοντας την συζήτηση και καθώς προχωρούσαμε στον δρόμο, μου λέει προτού αποχωριστούμε μου υπενθύμισε να μην παραλείψω να γράψω ότι στην Ουκρανία δεν εισέβαλε η Ρωσία αλλά το ΝΑΤΟ.

« Και να μην ξεχάσω, έχω μια επιθυμία: προτού πεθάνω να έχει μετονομαστεί το Βολγκογκράντ σε Στάλινγκραντ…», προέσθεσε. 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT