κ-γυναικεσ-μετά-το-metoo-τι-562554040

«Κ» ΓΥΝΑΙΚΕΣ: Μετά το #MeToo, τι;

Οι ελλείψεις του νομικού πλαισίου και τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν

Στέλλα Κάσδαγλη
Ακούστε το άρθρο

Γιατί οι γυναίκες θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης διστάζουν ακόμα να μιλήσουν; Οι ελλείψεις του νομικού πλαισίου και τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν.

Έχουν περάσει πάνω από δύο χρόνια από την ανάδυση και στην Ελλάδα του κινήματος #MeToo και μέσα σε αυτό το διάστημα η κινητοποίηση γυναικών, λιγότερο ή περισσότερο γνωστών στο ευρύ κοινό, έχει φέρει αλλαγές που πριν από 5 ή 10 χρόνια φαίνονταν πολύ μακριά από τον δημόσιο διάλογο στη χώρα μας, αλλά και απογοητεύσεις που η αρχική ορμή του κινήματος έδειχνε ότι ίσως θα μπορούσε να αποφύγει.

Το 2021, μετά τη δημόσια καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου για τη δική της εμπειρία βίας στον χώρο του αθλητισμού, διπλασιάστηκαν οι καταγγελίες στον Συνήγορο του Πολίτη για σεξουαλική παρενόχληση και παρενόχληση στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα (41 έναντι περίπου 20, σε ετήσια βάση, κατά το πρόσφατο παρελθόν). Παραπάνω από μία έρευνες όμως δείχνουν ότι οι καταγγελίες που φτάνουν τελικά στα δικαστήρια, στην Επιθεώρηση Εργασίας και στους φορείς ισότητας αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου ενός προβλήματος που παρέμενε επί δεκαετίες κρυμμένο σε σωματικά και ψυχικά τραύματα, παραιτήσεις και απολύσεις θυμάτων, κρυφές κουβέντες μεταξύ συναδέλφων και φίλων, οι οποίες ποτέ δεν έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.

Σύμφωνα με την έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) το 2014, η οποία αποτελεί την πιο πρόσφατη έρευνα μεγάλης εμβέλειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, χωρίς να περιορίζεται μόνο στον τομέα της απασχόλησης, μεταξύ των γυναικών που είχαν βιώσει τουλάχιστον ένα σοβαρό περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης, το 37% δεν είχαν μιλήσει πουθενά γι’ αυτό πριν από τη συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη έρευνα. Από όσες μίλησαν, μόνο 4% το κατήγγειλαν στην αστυνομία και λιγότερες από 1% απευθύνθηκαν σε δικηγόρο ή προσέγγισαν κάποια οργάνωση υποστήριξης θυμάτων ή κάποιο συνδικάτο.

Σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με την έρευνα της ActionAid Hellas το 2020, μόνο το 35% των θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης μίλησε σε άλλο πρόσωπο για το περιστατικό αυτό, κυρίως σε άτομα του στενού οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος και λιγότερο σε προϊσταμένους ή συναδέλφους. Από όσες μίλησαν, μόλις το 6% απευθύνθηκαν στην Αστυνομία και στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, το 3% σε κάποιο σωματείο ή συνδικαλιστική οργάνωση και το 2% σε κάποιο συμβουλευτικό κέντρο γυναικών ή σε τηλεφωνική γραμμή βοήθειας.

Όπως αναφέρει σε έκθεσή του ο Συνήγορος του Πολίτη, οι λόγοι που αποτρέπουν την προσφυγή των θυμάτων στη δικαιοσύνη είναι πολλοί: ο φόβος στιγματισμού, ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες, το κόστος και η διάρκεια των δικαστικών αγώνων, η έλλειψη έμπειρης συμβουλής και καθοδήγησης, τα αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια που χρειάζεται να πληρούνται για να δικαιούται ένα θύμα δωρεάν νομική βοήθεια. Παράλληλα, τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία να αποδείξουν ότι συνέβη το περιστατικό, αφού συνήθως δεν υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες ή οι μάρτυρες που υπάρχουν δεν υποστηρίζουν το θύμα, φοβούμενοι/ες τα αντίποινα ‒ εργασιακά και, ιδίως, νομικά.

«Κ» ΓΥΝΑΙΚΕΣ: Μετά το #MeToo, τι;-1
Φωτ. Φωτεινή Ζαγλάρα

Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, λοιπόν; Και τι μένει ακόμα να γίνει ώστε να ξεπεραστούν τα εμπόδια αυτά και να ανοίξει ο δρόμος για την απρόσκοπτη αναζήτηση και απόδοση δικαιοσύνης σε περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, όχι μόνο σε χώρους ορατούς και προβεβλημένους, αλλά και στην εργασιακή καθημερινότητα εκατομμυρίων γυναικών σε όλη την Ελλάδα;

Σύμφωνα με την Παναγιώτα Πετρόγλου, δικηγόρο και μέλος του Δικτύου Νομικών Εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη βήματα που χρειάζεται να γίνουν προκειμένου το ισχυρό νομικό πλαίσιο που τέθηκε σε ισχύ με την επικύρωση από την Ελλάδα της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 190 να γίνει πιο αποτελεσματικό για την προστασία των θυμάτων και στην πράξη.

Aξιοποίηση του κανόνα της μεταφοράς του βάρους απόδειξης

Με βάση τον κανόνα της μεταφοράς του βάρους απόδειξης, το πρόσωπο που ενάγει/καταγγέλλει ένα περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης καλείται να επικαλεστεί, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία υποστηρίζεται, εκ πρώτης όψεως, η ύπαρξη σεξουαλικής παρενόχλησης.

Αυτά, ωστόσο, δεν χρειάζεται να αποτελούν αδιάσειστες αποδείξεις: μπορεί, για παράδειγμα, να είναι καταθέσεις μη αυτοπτών (εξ ακοής) μαρτύρων – συγγενικών και φιλικών προσώπων, στα οποία συνήθως πρώτα προσφεύγει το θύμα, ή ακόμη και προσώπων εκτός επιχείρησης, που είδαν το θύμα αναστατωμένο και προσέτρεξαν σε βοήθειά του. Επίσης, τηλεφωνικές κλήσεις, μηνύματα emails του δράστη προς το θύμα με περιεχόμενο που ξεφεύγει από το σύνηθες επαγγελματικό ύφος ή σε μη συνήθεις ώρες μετά το πέρας του ωραρίου εργασίας. Ή ακόμη και ενοχοποιητικές δημόσιες δηλώσεις του φερόμενου ως δράστη κατά τη διερεύνηση των περιστατικών ή σεξιστικές δημόσιες δηλώσεις του, προηγούμενες έγγραφες συστάσεις προς την επιχείρηση από τον Συνήγορο του Πολίτη, κ.λπ. Αν προσκομιστούν τέτοιου είδους τεκμήρια, το πρόσωπο ή η επιχείρηση που καταγγέλλεται καλείται τότε να αποδείξει ότι δεν υπήρξε διάκριση ή σεξουαλική παρενόχληση (ή παρενόχληση λόγω φύλου).

Το πρόβλημα είναι ότι, στην πράξη, ο κανόνας της μεταφοράς του βάρους απόδειξης δεν έχει ενσωματωθεί στους δικονομικούς κώδικες, γι’ αυτό και παραμένει ελάχιστα γνωστός σε δικαστές και δικηγόρους, αλλά και σε άτομα που καλούνται, εντός μιας επιχείρησης, να διερευνήσουν κάποια καταγγελία.

Νομιμοποίηση νομικών προσώπων και ενώσεων να προσφεύγουν δικαστικά για λογαριασμό ή προς υποστήριξη των θυμάτων

Ο νόμος 3896/2010, που μετέφερε την ευρωπαϊκή οδηγία για την ισότητα των φύλων, αναγνωρίζει, στις εργατικές διαφορές, το δικαίωμα νομικών προσώπων, όπως συνδικάτα και γυναικείες ΜΚΟ, όχι μόνο να παρεμβαίνουν υπέρ του θύματος της σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά και να προσφεύγουν δικαστικώς στο όνομά του. Οι σχετικές διατάξεις, όμως, δεν έχουν ενσωματωθεί πλήρως στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που προβλέπουν το δικαίωμα των συνδικάτων (όχι όμως και των ΜΚΟ) να παρεμβαίνουν, αλλά παραλείπουν το δικαίωμα προσφυγής των φορέων αυτών στο όνομα του θύματος. Επίσης, λόγω της παράλειψης ενσωμάτωσής τους στους δικονομικούς κώδικες, οι διατάξεις αυτές είναι ελάχιστα γνωστές και δεν έχουν αξιοποιηθεί στην πράξη σε υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, ούτε εν γένει σε υποθέσεις διακρίσεων λόγω φύλου.  

Απαγόρευση των εργασιακών αντιποίνων εναντίον προσώπων που καταγγέλλουν και των μαρτύρων τους και προστασία έναντι των νομικών αντιποίνων

Μέχρι σήμερα, τόσο οι ευρωπαϊκές όσο και οι εθνικές διατάξεις περιορίζονται στην προστασία του προσώπου που καταγγέλλει σεξουαλική παρενόχληση και των μαρτύρων του έναντι των εργασιακών αντιποίνων από τον δράστη ή την επιχείρηση (απόλυση, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, παράλειψη προαγωγής, άρνηση πρόσληψης, κ.λπ.). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προστασία αυτή δεν περιορίζεται μόνο στους μάρτυρες που κατέθεσαν επισήμως, αλλά περιλαμβάνει και κάθε πρόσωπο που στήριξε και υπερασπίστηκε το θύμα με οποιονδήποτε τρόπο μέσα στην επιχείρηση.

Όμως, λόγω του ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι δυσαπόδεικτη, πέραν των εργασιακών αντιποίνων, υπάρχει και ο φόβος των νομικών αντιποίνων κατά των προσώπων που καταγγέλλουν και/ή των μαρτύρων τους, ο οποίος συχνά αποτρέπει τα θύματα από την καταγγελία και την προσφυγή στα δικαστήρια.

Στην πράξη, τέτοια αντίποινα είναι συνήθως η υποβολή μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδή καταμήνυση και ψευδή κατάθεση (για τους μάρτυρες) και ηθική αυτουργία σε αυτή (για το πρόσωπο που καταγγέλλει) ή/και η άσκηση αποζημιωτικής αγωγής για ηθική βλάβη λόγω δυσφήμησης, κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές, μάλιστα, τα ποσά που αξιώνει ο φερόμενος δράστης, που ενάγει για δυσφήμηση, είναι δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με εκείνα που συνήθως επιδικάζονται στο θύμα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Στη χώρα μας το φαινόμενο αυτό οδήγησε σε έναν βαθμό στην αναδίπλωση του κινήματος #MeToo.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο ελληνικό. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει προταθεί η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας για την προστασία των whistleblowers, ώστε να καλύπτει και την προστασία μαρτύρων σε υποθέσεις έμφυλων διακρίσεων. Ωστόσο στην ελληνική νομοθεσία δεν έχει ενταχθεί κάποια τέτοια διάταξη. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου των νομικών αντιποίνων σε βάρος των θυμάτων, η κ. Πετρόγλου προτείνει την ευρεία αξιοποίηση της υφιστάμενης νομιμοποίησης των συνδικάτων και των ΜΚΟ να προσφεύγουν στο όνομα του θύματος.

«Κ» ΓΥΝΑΙΚΕΣ: Μετά το #MeToo, τι;-2
Φωτ. Φωτεινή Ζαγλάρα

Ανάγκη ρητής κάλυψης και της σεξουαλικής παρενόχλησης από τρίτα μέρη

Παρότι, στερεοτυπικά, η σεξουαλική παρενόχληση προκύπτει ανάμεσα σε άτομα που εργάζονται στον ίδιο χώρο ‒συχνότερα, δε, μεταξύ ανώτερων και κατώτερων ιεραρχικά ατόμων‒ εντούτοις το μοτίβο αυτό δεν αντιστοιχεί πάντα στην πραγματικότητα. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να προέλθει και από τρίτα μέρη, όπως πελάτες, προμηθευτές, χρήστες, ασθενείς και το κοινό. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε ακόμη πιο έντονο βαθμό σε τομείς όπως ο επισιτισμός και ο τουρισμός.

Παρότι η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας 190 και η Σύσταση 206 που τη συνοδεύει καλύπτουν ρητώς και τη σεξουαλική παρενόχληση από τρίτα μέρη, γεγονός που αποτελεί έναν από τους νεωτερισμούς της, οι εθνικές κυρωτικές διατάξεις (Ν. 4808/2021) σιωπούν σε σχέση με αυτή την πρόβλεψη.

Ανάγκη για ουσιαστική εφαρμογή της υποχρέωσης κατάρτισης πολιτικών πρόληψης και καταπολέμησης στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα

Βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, μόνο οι επιχειρήσεις με πάνω από 20 άτομα προσωπικό υποχρεούνται να καταρτίζουν γραπτές πολιτικές για την προστασία των εργαζομένων τους από τη σεξουαλική παρενόχληση. Στην πράξη, όμως, αυτό συμβαίνει με εντελώς τυπικό τρόπο, χωρίς ουσιαστική επιμόρφωση των εργαζομένων, των εκπροσώπων τους και των προσώπων που καλούνται να διαχειριστούν τις καταγγελίες. Είναι αναγκαία η στήριξη προς την κατεύθυνση αυτή από το κράτος και τους επαγγελματικούς φορείς και των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, με διάθεση πόρων, τεχνογνωσίας και παροχή οικονομικών ή άλλων κινήτρων.  

Στην κατεύθυνση αυτή το Δημόσιο θα έπρεπε να είναι οδηγός, ωστόσο τα μέτρα που προβλέφθηκαν για το Δημόσιο με πρόσφατη υπουργική απόφαση υπολείπονται σημαντικά αυτών για τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα με πάνω από 20 εργαζομένους, καθώς δεν απαιτούν, μεταξύ άλλων, γραπτή πολιτική μηδενικής ανοχής στη βία ούτε αξιολόγηση της βίας και της παρενόχλησης ως ψυχοκοινωνικού κινδύνου. 

Τι μπορούμε να κάνουμε;

Για τα κενά που παραμένουν ακόμη και σήμερα σε επίπεδο νομοθεσίας και νομολογίας ίσως οι περισσότερες από εμάς να μην μπορούμε να κάνουμε πολλά. Μπορούμε, όμως, να συμβάλουμε στη συνολική βελτίωση του πλαισίου που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης, φροντίζοντας να:

▶ Διερευνούμε αν η εταιρεία στην οποία εργαζόμαστε διαθέτει ρητή πολιτική κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης.

▶ Αν ναι, να γνωρίζουμε τι προβλέπει αυτή η πολιτική και, σε περιπτώσεις προβληματικών διατάξεων (αν, για παράδειγμα, προβλέπονται εργασιακά αντίποινα για άτομα των οποίων 
οι καταγγελίες δεν αποδειχθούν) να διεκδικούμε τη βελτίωσή τους.

▶ Αν όχι, να ζητήσουμε την κατάρτιση της αντίστοιχης πολιτικής, με τη συμμετοχή και εκπροσώπων των εργαζομένων.

▶ Ζητάμε τη συστηματική και ουσιαστική επιμόρφωση ατόμων και ομάδων στον χώρο εργασίας μας, σε σχέση με την πρόληψη της σεξουαλικής παρενόχλησης. Η επιμόρφωση αυτή θα πρέπει να γίνεται από καταρτισμένα άτομα και, ιδανικά, να μην περιορίζεται σε ασύγχρονες μορφές εκπαίδευσης (π.χ. μαγνητοσκοπημένα webinars).

Αν σου συμβεί

Σε περίπτωση που υποστείς ή υφίστασαι οποιασδήποτε μορφής σεξουαλική παρενόχληση και ανεξάρτητα από το αν αισθάνεσαι ασφαλής ή έτοιμη να προχωρήσεις σε κάποιου είδους καταγγελία, συζήτησέ το με πρόσωπα του φιλικού, οικογενειακού και εργασιακού/επαγγελματικού σου κύκλου και φρόντισε να υπάρξει καταγραφή του περιστατικού ή των περιστατικών που συμβαίνουν: για παράδειγμα, στείλε ένα email σε κάποιο άτομο που εμπιστεύεσαι σχετικά με αυτό που έχει προκύψει. Το «αρχείο» αυτό θα σε βοηθήσει, σε περίπτωση που αποφασίσεις να προχωρήσεις σε καταγγελία, να αξιοποιήσεις την αρχή της μεταφοράς του βάρους απόδειξης.

Αν και όταν αισθανθείς έτοιμη να υποβάλεις καταγγελία εναντίον του ατόμου που σε παρενοχλεί ή σε παρενόχλησε, είναι χρήσιμο, εφόσον μπορείς, να επιδιώξεις να προσφύγει στο όνομά σου ή να παρέμβει υπέρ σου κάποιος συλλογικός φορέας (π.χ. σωματείο εργαζομένων ή ΜΚΟ). Με τον τρόπο αυτόν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα ο κίνδυνος των νομικών αντιποίνων. Επιπλέον, ένας τέτοιος φορέας ενδεχομένως να μπορεί να σε στηρίξει οικονομικά στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας.

Αξιοποίησε τη διαδικασία ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη, που ως φορέας ισότητας έχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία και εξετάζει δωρεάν καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT