Αρθρο των Α. Παπαδόπουλου και Κ. Σουλιώτη στην «Κ»: Ιδέες για μια ορθολογική πολιτική στην υγεία

Αρθρο των Α. Παπαδόπουλου και Κ. Σουλιώτη στην «Κ»: Ιδέες για μια ορθολογική πολιτική στην υγεία

Η υγεία βρίσκεται εδώ και χρόνια στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης κατ’ αναλογίαν και με τη σημασία που δίνουν οι πολίτες σε αυτήν

6' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η υγεία βρίσκεται εδώ και χρόνια στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης κατ’ αναλογίαν και με τη σημασία που δίνουν οι πολίτες σε αυτήν. Ωστόσο, η προτεραιοποίηση που συγκεντρώνει η συγκεκριμένη αυτή περιοχή άσκησης δημόσιας πολιτικής, ιδίως κατά τις προεκλογικές περιόδους, δεν διαρκεί και μετεκλογικά, τουλάχιστον με την ίδια ένταση. Κατ’ αποτέλεσμα, πολλές από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είτε αναβάλλονται είτε δεν ολοκληρώνονται υπό την πίεση του πολιτικού χρόνου, με συνέπεια την αδυναμία του συστήματός μας να επιτύχει τα επιθυμητά ποσοστά κάλυψης των αναγκών των πολιτών με τρόπο βιώσιμο και αποδοτικό.

Ούτως ή άλλως, η πολιτική υγείας είναι ένα εξόχως σύνθετο πεδίο άσκησης δημόσιας πολιτικής. Αφενός οι εξωτερικοί προσδιοριστικοί παράγοντες είναι πολλαπλοί και διαρκώς μεταβαλλόμενοι και οδηγούν νομοτελειακά σε αύξηση της ζήτησης, και, άρα, της δαπάνης. Αφετέρου, στον κλάδο αυτόν δραστηριοποιείται πλήθος οργανισμών και επαγγελματιών, με αντικρουόμενα πολλές φορές συμφέροντα. Επιπλέον, νέες απειλές στην υγεία του πληθυσμού προκύπτουν λόγω των δημογραφικών εξελίξεων, της κλιματικής αλλαγής, της μετανάστευσης κ.λπ., πιέζοντας ακόμη περισσότερο τα συστήματα υγείας. Σε αυτές τις συνθήκες το ζητούμενο για τους υπευθύνους λήψης αποφάσεων είναι να επιτύχουν μια ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος στην υγεία και της ορθολογικής οικονομικής διαχείρισης. Οι πρόσφατες κρίσεις (οικονομική και πανδημική) έθεσαν τον τομέα της υγείας στο επίκεντρο πολλών δημόσιων πολιτικών και ανέδειξαν διαχρονικές παθογένειες, οι οποίες καθιστούν αναγκαία μια ριζική παρέμβαση στο σύστημα υγείας.

Ποια πρέπει όμως να είναι τα χαρακτηριστικά και ο προσανατολισμός μιας τέτοιας νέας πολιτικής για την υγεία; Πρώτα απ’ όλα, σε αξιακό και στρατηγικό επίπεδο, απαιτούνται α) τεκμηρίωση των αποφάσεων και β) συνέχεια κατά την υλοποίηση. Ειδικότερα:

α) Τα τεχνολογικά άλματα και η κουλτούρα καταγραφών την οποία υιοθετήσαμε –με μεγάλη έστω καθυστέρηση– προσφέρουν τα εφόδια, δηλαδή τα δεδομένα, στη βάση των οποίων μπορούν να εξαχθούν έγκυρα συμπεράσματα για τις παρεμβάσεις που απαιτεί ο χώρος της υγείας. Ωστόσο, όσο αυτά τα δεδομένα δεν είναι διαθέσιμα και η πολιτική υγείας ασκείται «στο περίπου», είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί η ορθότητα των επιλογών.

β) Η λογική που θέλει την πολιτική για την υγεία –και όχι μόνο– να επαναπροσδιορίζεται με την αλλαγή κομμάτων και προσώπων στην εξουσία είναι εκτός εποχής και αδυνατεί να δώσει απαντήσεις στις σύγχρονες προκλήσεις. Είναι, δε, ενάντια και προς τις επιθυμίες των πολιτών, οι οποίοι ενδιαφέρονται πρωτίστως για το αποτέλεσμα και ελάχιστα για τα πρόσωπα και τις εσωτερικές διεργασίες της πολιτικής. Συνεπώς, μια συγκεκριμένη πολιτική προς τη σωστή κατεύθυνση πρέπει να συνεχιστεί μέχρι την καθολική εφαρμογή της και στη συνέχεια φυσικά να αξιολογηθεί και εφόσον χρειαστεί –αλλά μόνο τότε– να επαναπροσδιοριστεί.

Σχετικά με τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο της νέας πολιτικής για την υγεία, προτεραιότητας φαίνεται ότι χρήζουν: i) η χρηματοδότηση και η αποζημίωση των φροντίδων, ii) η αρχιτεκτονική του νέου συστήματος και iii) η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Παρατίθενται μερικές σχετικές σκέψεις και προτάσεις:

1. Τα διαθέσιμα δεδομένα επιβεβαιώνουν την ανάγκη για μια σταδιακή κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια και που αναγκάζει το σύστημά μας να τελεί υπό καθεστώς οριακής λειτουργίας και απόδοσης. Περαιτέρω, η αποζημίωση των φροντίδων πρέπει να συνδεθεί με το αποτέλεσμα και την ποιότητα, σε μια προσπάθεια δημιουργίας κινήτρων προς όφελος των πολιτών. Η οριζόντια αποζημίωση υπηρεσιών, με μοναδικό εργαλείο ελέγχου τις αυτόματες επιστροφές, δεν αποτελεί ορθολογικό τρόπο ελέγχου του κόστους. Σε κάθε περίπτωση, της απόφασης για αύξηση της δαπάνης υγείας πρέπει να προηγηθεί αφενός η ανάλυση του τι ξοδεύεται και πού, και αφετέρου η εφαρμογή αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου. Και επειδή η υγεία πρέπει μεν να αποτελέσει κυβερνητική προτεραιότητα, χωρίς όμως να υπονομεύεται η οικονομική σταθερότητα της χώρας, η πρόταση για υιοθέτηση μιας «ρήτρας ανάπτυξης στην υγεία» αξίζει να εξετασθεί.

Σαράντα χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση του ΕΣΥ, ο χάρτης των δομών υγείας δεν μπορεί να είναι ο ίδιος. Μια επιλογή θα ήταν να δοθεί μεγαλύτερη αυτονομία στις υγειονομικές περιφέρειες.

2. Η νέα αρχιτεκτονική του συστήματος υγείας θα πρέπει να προσδιοριστεί με βάση την απόφαση για το τι υπηρεσίες πρέπει να προσφέρονται, από ποιους σε ποιους και με ποιες διεργασίες πρόσβασης. Σαράντα χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση του ΕΣΥ, ο χάρτης των δομών υγείας δεν μπορεί να είναι ο ίδιος. Μια ορθολογική επιλογή θα ήταν να ενισχυθεί περαιτέρω η αποκέντρωση του συστήματος και να δοθεί μεγαλύτερη αυτονομία στις υγειονομικές περιφέρειες. Στο πνεύμα αυτό, τα τριτοβάθμια νοσοκομεία αναφοράς εθνικής ή περιφερειακής εμβέλειας, με ανάπτυξη μεγάλου αριθμού τμημάτων, θα διασυνδέονται με νοσοκομεία τοπικής εμβέλειας, στα οποία θα λειτουργούν τα τμήματα που καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων. Η λειτουργία βέβαια ενός τέτοιου συστήματος προϋποθέτει την πλήρη στελέχωση των τμημάτων –σύμφωνα όμως με τις ανάγκες και τη ζήτηση– και τη λειτουργία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού διακομιδών με προσχεδιασμένη την κίνηση των ασθενών κάθε περιοχής, ανάλογα με την περίπτωση. Επίσης απαιτείται ένα πληρέστερο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, σε μια λογική συμπληρωματικής μεν λειτουργίας, αλλά ενταγμένης στον εθνικό σχεδιασμό για την υγεία.

3. Τέλος, η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του συστήματος υγείας χρήζει μιας εντελώς διαφορετικής λογικής σε σχέση με αυτή που έχει σχεδόν καθιερωθεί και έχει οδηγήσει πλήθος νέων επιστημόνων υγείας αλλά και διοικητικών στελεχών στην επαγγελματική δραστηριοποίηση εκτός συνόρων. Αφετηρία αποτελεί ο προγραμματισμός του δυναμικού και των εξειδικεύσεων που έχουμε ανάγκη, και στη συνέχεια η διαφάνεια και η αξιοκρατία κατά την επιλογή. Η επιμονή σε ρουσφετολογικές επιλογές, π.χ., για τις διοικήσεις των νοσοκομείων ευτελίζει και τον ίδιο τον θεσμό και υπονομεύει την όποια προσπάθεια για αναβάθμιση του συστήματος. Περαιτέρω, η σημαντική αύξηση των αποδοχών του προσωπικού όλων των κατηγοριών και η υιοθέτηση ενός δυναμικού συστήματος αμοιβών, σύμφωνα και με τον βαθμό επίτευξης των στόχων που θα θέσουν η κεντρική διοίκηση, οι περιφερειακές αρχές αλλά και οι διοικητικοί υπεύθυνοι κάθε οργανισμού, αποτελούν απαραίτητες παρεμβάσεις για την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού. Αντίστοιχα, η έμπρακτη επένδυση στη γνώση με την κάλυψη δαπανών συνεχιζόμενης επαγγελματικής εκπαίδευσης του προσωπικού όλων των κατηγοριών αποτελεί μια επένδυση για το σύστημα υγείας.

Σημείωση: Αν για τα παραπάνω (άμεση και αξιοκρατική στελέχωση, γενναία αύξηση των αποδοχών, πλουραλιστικό σύστημα αποζημίωσης των φροντίδων κατόπιν αξιολόγησης κ.λπ.) τεκμηριωθεί ότι απαιτείται αλλαγή του νομικού καθεστώτος των νοσοκομείων (π.χ. μετατροπή τους σε ΝΠΙΔ εποπτευόμενα από τις ΥΠΕ), τότε κάτι τέτοιο θα πρέπει να επιχειρηθεί. Το όποιο πολιτικό κόστος θα εκμηδενιστεί από το αποτέλεσμα και τελικά η επιλογή αυτή θα δικαιωθεί στην κρίση των πολιτών.

Η κρισιμότητα των παραπάνω ζητημάτων αν μη τι άλλο καταδεικνύει μια σειρά από αδυναμίες της πολιτικής υγείας στη χώρα μας. Είναι όμως αυτές πρόβλημα πολιτικής θεώρησης και στάσης ή συνέπεια των δομικών χαρακτηριστικών του κράτους και των προβλημάτων της δημόσιας διοίκησης; Σίγουρα σχετίζεται με την αδυναμία διαμόρφωσης συναινέσεων, με αποτέλεσμα να ατονούν και τα αντανακλαστικά όλων των δρώντων που συμμετέχουν στην υλοποίηση μιας μεταρρύθμισης. Το οξύμωρο μάλιστα στο ζήτημα της υγείας είναι ότι παρά την εκπεφρασμένη άποψη των πολιτών υπέρ μιας ριζικής αναμόρφωσης του υγειονομικού τομέα, αυτή δεν υλοποιείται καθώς ο κομματικός και πολιτικός ανταγωνισμός υπερισχύει και λειτουργεί παραλυτικά, ακόμη και σε περιπτώσεις ειδικών θεμάτων για τα οποία οι όποιες διαφορές δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικές.

Ετσι, η πολιτική υγείας στη χώρα μας ασκείται με μια λογική «διεκπεραίωσης» των ζητημάτων και διαχείρισης όψιμων κινδύνων, καθώς οι πολιτικές συγκρούσεις σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις ομάδων πίεσης και συμφερόντων δεν αφήνουν περιθώρια για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό με μεταρρυθμιστική διάθεση. Η κυβέρνηση, ορθώς, έθεσε την υγεία σε βασική προτεραιότητα της πολιτικής της. Ομως δεν θα κριθεί από αυτό, αλλά από το τι θα αλλάξει και προς ποια κατεύθυνση. Ο εκσυγχρονισμός του συστήματος υγείας αποτελεί ένα διαρκές ζητούμενο της πολιτικής, όμως απαιτεί τόλμη, επιμονή και συμμαχίες, ιδίως, δε, με την κοινωνία των πολιτών.

Ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος είναι πρώην υπουργός Οικονομικών (1994-1996), Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης & Αποκέντρωσης (1996-1999) και Υγείας και Πρόνοιας (2000-2002).

Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης είναι καθηγητής Πολιτικής Υγείας και κοσμήτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT