Τετάρτη πρωί. Με το που άνοιξε η πόρτα του αεροσκάφους μετά την προσγείωση στην Αλεξανδρούπολη, μας χτύπησαν στο πρόσωπο η ζέστη και ο καπνός, λες και θα μπαίναμε σε ένα τεράστιο τζάκι που μόλις είχε «χωνέψει» το τελευταίο κούτσουρο. Ξημέρωνε και στο αεροδρόμιο δύο Canadair έπαιρναν καύσιμα για να σηκωθούν στον αέρα, ενώ μια σειρά από ελικόπτερα περίμεναν και αυτά τη σειρά τους. Ο ήλιος, όταν διακρινόταν στον ουρανό πίσω από το βαρύ πέπλο της φωτιάς, είχε τα χρώματα της Κραυγής του Μουνκ. Εβρεχε λεπτές, γκρίζες νιφάδες που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα. Εισπνέαμε ζόφο. Ηταν σαφές, κάπως έτσι πρέπει να είναι η είσοδος στην κόλαση.
Η κιβωτός της μνήμης
Με περίμενε η φίλη και ιδρύτρια του Εθνολογικού Μουσείου Θράκης, Αγγέλα Γιαννακίδου. «Βρήκε μεγάλο κακό τον τόπο μας», μου είπε με στωικότητα. Τις προηγούμενες ημέρες η πυρκαγιά είχε φθάσει στις παρυφές της πόλης και εκείνη με τον άνδρα της, Χρόνη, έπρεπε να αποφασίσουν τι θα σώσουν από το σπίτι τους πριν φύγουν άρον άρον. «Αφησα πίσω τα πράγματά μας, κειμήλια, κοσμήματα, φωτογραφίες παιδιών και εγγονιών, αλλά φορτώσαμε στο αμάξι δεκάδες κούτες με το αρχείο του μουσείου. Εκεί μέσα είναι όλες οι ιστορίες και λαογραφικό υλικό που συνέλεξα στον Eβρο από το 1967 μέχρι σήμερα. Δεν θα είχε χαθεί μονάχα δουλειά 55 ετών, αλλά ένα ανεκτίμητο κομμάτι του παρελθόντος, μαρτυρίες ανθρώπων που δεν ζουν πια, τεκμήρια από χωριά που ερήμωσαν». Ευτυχώς η πύρινη λαίλαπα αναχαιτίστηκε και δεν άγγιξε τελικά τον οικιστικό ιστό.
Ηξερα το κάθε δέντρο
Υστερα ο αέρας που φυσούσε μανιασμένα την έστρεψε πιο δυτικά. Προς τον αρχαίο ελαιώνα της Μάκρης, με υπεραιωνόβια δέντρα. Ενα μνημείο της φύσης με κορμούς-γλυπτά που ανέδιδαν τέτοια ιερότητα όσο οι κίονες. Ετσι είχα αισθανθεί πέρυσι τον Οκτώβριο, όταν είχα πάει για να κάνω συνέντευξη με έναν από τους πιο δυναμικούς αγρότες της περιοχής, τον 30χρονο Δημήτρη Αδαμίδη. Είναι τέταρτη γενιά ελαιοπαραγωγός που είχε δώσει νέα πνοή στο κτήμα του προπάππου του, με τον αδελφό του, Βασίλη. Στρίβοντας από την άσφαλτο προς την τοπική οδό που έβγαζε στην ελαιοπαραγωγική επιχείρηση, ένιωσα μια γροθιά στο στομάχι. Αυτό το τοπίο που πέρυσι είχε χαραχθεί στην καρδιά μου για την ομορφιά του, δεν υπήρχε πια. Στο κτήμα της «Konos Ηill» κάποιες ελιές κάπνιζαν ακόμη, η αποθήκη με τον εξοπλισμό συγκομιδής είχε καεί, μόνο το οίκημα με τα μηχανήματα ελαιοποίησης περιέργως είχε μείνει άθικτο σαν από θαύμα.
Σύσσωμη η οικογένεια εκεί, μέσα στο χάος που άφησε πίσω της η φωτιά. Η μητέρα των αγοριών, Μαρία Μιχελή, νέα και αυτή, βγήκε να μας υποδεχθεί και έβγαλε μια καρέκλα: «Μη στέκεστε… Δεν έχω δύο, μόνο αυτή γλίτωσε», είπε και θαύμασα την ευγένεια και την αξιοπρέπειά της σε αυτές τις αδιανόητα σκληρές συνθήκες. «Εδώ, πλάι σε αυτές τις ελιές έμαθε να περπατάει ο πατέρας μου, μετά εγώ και οι γιοι μου», ψιθύρισε. Εδωσαν μάχη με τα παιδιά της να σώσουν την περιουσία τους, δεν μπόρεσαν. Οι πυροσβέστες ήταν παρόντες, αλλά έκαναν την αντιπυρική ζώνη λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω για να προστατεύσουν το γειτονικό νοσοκομείο. «Είδαμε τις φλόγες να κατεβαίνουν με απίστευτη ταχύτητα μέσα στη νύχτα. Σε λίγη ώρα είχαν γίνει όλα στάχτη. Φύγαμε τελευταία στιγμή με τα δύο σκυλιά μας και δύο χελώνες που βρήκαμε μπροστά μας. Αν η γραμμή άμυνας ήταν λίγο πιο ψηλά και μας συμπεριελάμβανε, μπορεί να τα είχαμε καταφέρει», λέει ο Δημήτρης με φανερή πικρία.
«Εδώ που στέκομαι τώρα, ο Ιωάννης Μιχελής, ο προπάππους μου, ήρθε από τη Λαμία και έκανε τον πρώτο πυρήνα του κτήματος το 1935. Ο παππούς και η μητέρα μου εργάστηκαν σκληρά για να το μεγαλώσουν. Σήμερα είχαμε πια μια πλήρως καθετοποιημένη μονάδα. Πλησιάζαμε να κλείσουμε τον αιώνα λειτουργίας του λιοτριβιού με αισιοδοξία, με σχέδια για αγροτουρισμό. Ηξερα κάθε δέντρο από τα εκατοντάδες, τώρα περπατάω και δεν καταλαβαίνω πού βρίσκομαι. Προσπαθώ να πάρω κουράγιο από το μυαλό μου. Από τη φαντασία μου που τη βάζω να τρέχει μπροστά για το πώς μπορώ να διαχειριστώ αυτή την κατάσταση. Προσπαθώ να γυρίσω τη ρόδα του νου ανάποδα», αναφέρει.
Θυμήθηκα την εξαίσια γευσιγνωσία που μου είχε οργανώσει πέρυσι, τη νοστιμιά των προϊόντων του, το αυθεντικό καμάρι του για την ποικιλία της ελιάς Μάκρης. Σκέφτηκα πως ό,τι μας αρέσει στην Ελλάδα πρέπει εκτός από το να το θαυμάζουμε, να το αποχαιρετούμε κιόλας, γιατί μπορεί να μην το ξαναδούμε. Ο Δημήτρης, ο Βασίλης, ο νεαρός αδελφός τους Αγγελος και η μητέρα τους δέχθηκαν με τεράστια δυσκολία να τους φωτογραφίσω, υπό τον όρο να μη φανούν τα καμένα. Κατάλαβα γιατί. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους τα δένδρα τους είχαν ψυχή, ήταν μέλη της οικογένειάς τους. Oσο για τον μεγάλο γιο, το λευκό μπλουζάκι του είχε γεμίσει μουντζούρες από τα απανθρακωμένα κλαδιά και στο μπράτσο του είχε δύο μαύρα σημάδια σαν γαλόνια από κάρβουνο. Εβλεπα ήδη το πείσμα με το οποίο γυρόφερνε τις ελιές για να δει ποιες ζουν ακόμη. Ποιος ξέρει πότε και αν θα ξανακαρπίσουν. Η πυρκαγιά τον προήγαγε από γεωργό σε στρατηγό στη μάχη της μελλοντικής επιβίωσης: «Από τη στιγμή που έχω τη δύναμη και πετάω χώμα στα δέντρα που καίνε ακόμη, έχω τη δύναμη να προχωρήσω», μου είπε πριν φύγουμε.
Ο κίνδυνος και οι φήμες
Λίγο μακρύτερα από τον «Κώνο» είναι το νεότευκτο γηροκομείο της Αλεξανδρούπολης, το Ιωακείμειο της Μητρόπολης, που είχε εκκενωθεί. Πετύχαμε τους τροφίμους που επέστρεφαν πια, αφού πέρασε η απειλή της φωτιάς. Η 85χρονη κυρία Μαρία από τον Προβατώνα, πάνω στο καροτσάκι, έλεγε «επιτέλους, γυρίσαμε σπίτι μας». Στήθηκε ολόκληρη επιχείρηση από τον δήμαρχο Αλεξανδρούπολης Γιάννη Ζαμπούκη, που οργάνωσε τη μεταφορά 12.500 πολιτών και τουριστών μέσα σε λίγες ώρες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και πολλοί από τους 220 γέροντες. «Δεν είχαμε εντολή εκκένωσης από την Πολιτική Προστασία, αλλά όταν μάθαμε ότι αδειάζει το γειτονικό νοσοκομείο καταλάβαμε πως και εμείς πρέπει να φύγουμε, παρότι δεν υπήρξε ειδική έκκληση ή ενημέρωση», λέει ο υπεύθυνος λειτουργίας του ιδρύματος, πατέρας Χριστόδουλος.
«Από τη στιγμή που έχω τη δύναμη και πετάω χώμα στα δέντρα που καίνε ακόμη, έχω τη δύναμη να προχωρήσω», λέει ο Δημήτρης Αδαμίδης. Στο μπράτσο του δύο μαύρα σημάδια σαν γαλόνια από κάρβουνο. Η πυρκαγιά τον προήγαγε από γεωργό σε στρατηγό στη μάχη της επιβίωσης.
Από το ποίμνιο και γείτονες έφθασαν πληροφορίες στ’ αυτιά του πατέρα Χριστόδουλου πως οι μετανάστες είναι αυτοί που επιχείρησαν να κάνουν εμπρησμούς. Μάλιστα πριν από την εκκένωση οι φήμες ήταν τόσο έντονες, μέσα στην αναμπουμπούλα της φωτιάς που πλησίαζε, που ο ίδιος έβαλε τους νυχτοφύλακες να έρθουν νωρίτερα για να περιφρουρήσουν το κτίριο. Η ενοχή των μεταναστών είναι μια θεωρία που ασπάζεται μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης της πόλης. Πολλοί κάτοικοι διακινούσαν από τα κινητά τους μια εικόνα από δορυφόρο με εστίες της φωτιάς που είχαν συμμετρικές αποστάσεις μεταξύ τους, άρα ήταν η απόδειξη κατ’ εκείνους πως ήταν βαλμένες από ανθρώπινο χέρι. Κάποιος μου έδειξε και μια λήψη με έναν κουβά που είχε στουπιά και βενζίνη ως «τεκμήριο» ενοχής των λαθραία εισερχομένων. Αλλοι διαδίδουν ότι τάχα συνελήφθησαν αλλόθρησκοι επί το έργον σε σημεία της πόλης ή και του δάσους. Το βέβαιο είναι ότι κάποιοι με σχέδιο και οργάνωση στον Εβρο εξάπτουν ρητορικά το μίσος αλλά και συμβάλλουν στον σχηματισμό «πολιτοφυλακής» για τη διαφαινόμενη απειλή. Το αποτέλεσμα είναι τα δυσάρεστα φαινόμενα που είδαμε πριν από λίγες ημέρες: πολίτες να θέλουν να πάρουν στα χέρια τους τον νόμο.
Λάδι στη φωτιά
«Λυπάμαι βαθιά για όλα αυτά που συμβαίνουν», σχολιάζει τηλεφωνικά ο δήμαρχος που έτρεχε σε διάφορα σημεία καθώς η πυρκαγιά ήταν εν εξελίξει και έτσι δεν κατάφερα να τον δω από κοντά. «Νομίζω για να σταματήσει να πέφτει το λάδι στη φωτιά, σε ένα μέρος που έχει πληρώσει βαρύ τίμημα από την πύρινη λαίλαπα και υπάρχει “εύφλεκτη κοινωνική ύλη”, πρέπει η πολιτεία να κάνει επιτέλους τη δουλειά της. Δηλαδή να βγουν ταχύτατα τα επίσημα και εμπεριστατωμένα πορίσματα για την αρχή και την εξέλιξη της φωτιάς, να έχουν το κράτος και η Πυροσβεστική Υπηρεσία καλύτερο σχέδιο πρόληψης και πυρόσβεσης, και να φυλάσσονται αποτελεσματικότερα τα σύνορα. Να υπάρξουν παραδειγματικές ποινές για τον άνθρωπο που συνελήφθη επειδή θέλησε να συλλάβει τους μετανάστες, αν όντως αποδειχθεί αυτό». Πολίτες πάντως με διαβεβαίωναν ότι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι με τους μετανάστες στον Εβρο δεν ήταν η φωτιά.
Από το Πάσχα και μετά έχουν γίνει θανατηφόρα τροχαία με θύματα Εβρίτες στην Εγνατία Οδό που οφείλονται στη νέα πολιτική των διακινητών. Αυτοί συμβουλεύουν τους παράνομους μετανάστες –οι περισσότεροι ανήλικοι– να μπαίνουν στο αντίθετο ρεύμα και να οδηγούν για πολλά χιλιόμετρα με μεγάλη ταχύτητα, ώστε να αποφεύγουν τα μπλόκα της αστυνομίας. «Αν στην Αθήνα έμπαιναν κάθε ημέρα ανάποδα στην Αττική Οδό και σκότωναν αθώο κόσμο, θα το αφήνατε έτσι; Εδώ γιατί να συμβαίνει; Φοβόμαστε να οδηγήσουμε με το παιδί μας ή τους ηλικιωμένους γονείς μας μέσα στο αυτοκίνητο. Μήπως η πολιτεία έχει τον Εβρο τελευταίο στη λίστα των προτεραιοτήτων της ακόμη και για την ανθρώπινη ζωή; Αυτό εξηγεί πολύ τον θυμό που βιώνει ο κόσμος εδώ, δίχως να δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την έξαρση μίσους που είδαμε», μου είπε ένας νέος, καλλιεργημένος επαγγελματίας που επέστρεψε στην πόλη έπειτα από κάποια χρόνια ζωής στην Ευρώπη.
«Ηρωισμός, όχι πλάνο»
Μπροστά μου τώρα έβλεπα και εγώ την Εγνατία, στο σημείο που τη διέσχισε η φωτιά κοντά στη Βιομηχανική Περιοχή της Αλεξανδρούπολης. Πήγαινα να συναντήσω τον επιχειρηματία Χρήστο Γιοδαρμλή, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας Prisma Electronic που κατασκευάζει μια γκάμα προϊόντων πληροφορικής και ασύρματων συστημάτων με πελάτες από τη ναυτιλία, την αεροδιαστημική, την άμυνα και τις μεταφορές. «Το εργοστάσιο γλίτωσε παρά τρίχα», μου είπε με το ύφος ανθρώπου που είδε τον χάρο με τα μάτια του. «Παρακολουθούσαμε για ημέρες τη φωτιά να μας πλησιάζει από διάφορά σημεία του ορίζοντα. Εντέλει οι πυροσβέστες, οι εθελοντές και όλες οι δυνάμεις που βρέθηκαν εδώ έκαναν το θαύμα τους και δεν κάηκε η ΒΙΠΕ. Σε κάθε φυσική καταστροφή ή πυρκαγιά –και έχουν γίνει πολλές στη χώρα τα τελευταία χρόνια– δίνουμε την έμφαση στον ηρωισμό των ανθρώπων που κάνουν την υπέρβαση και σώζουν την κατάσταση. Στις ατομικές προσπάθειες, όχι στον συλλογικό σχεδιασμό. Αυτό όμως τελικά μας παίρνει την προσοχή από το γεγονός ότι δεν υπάρχει πλάνο, δεν μπορείς να έχεις την εμπιστοσύνη ότι η πολιτεία έχει κάνει το χρέος της στην πρόληψη».
«Οσο δεν διορθώνονται αυτά, θα ζούμε τέτοιες τραγωδίες στην Ελλάδα σαν και αυτήν του Εβρου και χειρότερες», συνέχισε. Ανεβήκαμε για λίγο στον τελευταίο όροφο του εργοστασίου για να μου δείξει το μέτωπο που περικύκλωσε την περιοχή και τώρα είχε αφήσει ένα κατάμαυρο αποτύπωμα. Μου έκανε εντύπωση ότι γύρω από τη μονάδα είχε πολλά κτίρια-φαντάσματα εκατοντάδων τετραγωνικών. «Αυτό που βλέπετε δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της αποβιομηχανοποίησης του Εβρου», σχολίασε ο επιχειρηματίας. «Αλλά και ότι η εκβιομηχάνιση δεν έγινε σωστά. Πολλοί πήραν οικονομική στήριξη από το κράτος για να έρθουν εδώ, έστησαν εργοστάσια και σε τρεις μήνες πήραν τα μηχανήματα και τα πήγαν στην Αθήνα. Τυχεροί ήμασταν πάντως που σταμάτησαν τις φλόγες, διότι αν είχαν αρπάξει αυτά τα ερείπια κοντά μας δεν θα είχαμε σωτηρία».
«Σώσαμε το χωριό, αλλά…»
«Τη Βιομηχανική Περιοχή τη σώσαμε εμείς με τους πυροσβέστες», μου είπε λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα ο Γιώργος Χατζηγεωργίου, ο πενηντάρης πρόεδρος του χωριού Αβαντας με 400 κατοίκους, που εργάζεται ως μηχανικός πληροφορικής στο νοσοκομείο της πόλης. «Σώσαμε και το χωριό, πλην μερικών σπιτιών, αλλά δυστυχώς δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτε για τη φύση τριγύρω που εντάσσεται στη Natura και ήταν μία από τις πλέον ωραίες πεζοπορικές διαδρομές στην περιοχή αλλά και καταφύγιο πτηνών όπως ο ασπροπάρης». Τα μάτια του είναι κόκκινα από το πολυήμερο ξενύχτι, η φωνή του γεμάτη ένταση, η στενοχώρια του ολοφάνερη: «Κάναμε ως κοινότητα από το 2019 μια οργανωμένη προσπάθεια αναβίωσης των παραδοσιακών μονοπατιών μέσα στο δάσος, ανάδειξη τοποσήμων και μνημείων. Η διαδρομή ήταν 28 χιλιόμετρα. Τα καταφέραμε και ήμασταν περήφανοι για το αποτέλεσμα. Δεν μπορέσαμε τελικά ούτε να το χαρούμε ούτε να δούμε τα οφέλη του. Η φωτιά τα έκανε όλα στάχτη. Επειδή το είδα με τα μάτια μου, θέλω να πω κάτι. Είχαμε φροντίσει να υπάρχουν τεράστιες αντιπυρικές ζώνες. Οι φλόγες τις κατάπιναν αμέσως. Η πυρκαγιά δεν σβηνόταν πλέον παρά μόνο αν δεν είχε τίποτε άλλο να κάψει. Το θέαμα ήταν ό,τι πιο τρομακτικό έχουμε δει. Για τη δική μας γενιά που δεν έχει ζήσει πόλεμο, μας άφησε το πιο μεγάλο τραύμα».
Νοσοκομείο εν πλω
«Ηταν όντως σαν πόλεμος», σχολίαζε ο Ζακυνθινός καπετάνιος Κυριάκος Μουζάκης, που και αυτός είδε το πλοίο του «Αδαμάντιος Κοραής» να γίνεται πλωτό νοσοκομείο για λίγες ώρες ώστε να μεταφερθούν στην Καβάλα οι ασθενείς από το εκκενωθέν νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης. «Και επειδή φαίνεται ότι τέτοιες μάχες θα δίνουμε συνεχώς λόγω κλιματικής αλλαγής, εγώ πιστεύω ότι πρέπει να εκπαιδευτούμε όλοι για το τι πρέπει να κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις. Να γίνει μάθημα στα σχολεία για τις φωτιές, τους σεισμούς, για τη διαχείριση κρίσης. Η Ελλάδα είναι ένα μεγάλο καράβι και εμείς όλοι το πλήρωμά της. Μπαίνουμε σε φουρτούνες και όλοι πρέπει να γνωρίζουμε τι θα κάνουμε για να βοηθήσουμε. Αλλιώς θα πνιγούμε».