Ο Αρης εφαρμόζει τον κανόνα των 30΄στην καθημερινότητά του: «Οπουδήποτε είναι να πάω θα βάλω τη διεύθυνση στο GPS. Αν η απόσταση είναι μικρότερη ή ίση της μισής ώρας με τα πόδια, τότε θα περπατήσω. Με αυτό το κριτήριο νοίκιασα και το τελευταίο μου σπίτι, που απέχει 15-20΄με τα πόδια από τη δουλειά μου», λέει στην «Κ».
Εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η σχέση του με τα Μέσα Μεταφοράς δεν είναι και η καλύτερη, αναφέρει: «Το λεωφορείο το αποφεύγω, συνήθως καθυστερεί και καταλήγω να αγχώνομαι πως δεν θα είμαι συνεπής στα ραντεβού μου. Η μεγαλύτερη ταλαιπωρία με τα λεωφορεία είναι πως δεν περνάνε σχεδόν ποτέ στην ώρα τους. Εχω βαρεθεί να κάθομαι στη στάση και να λέω από μέσα μου αν δεν έρθει στα επόμενα 5’ θα πάρω ταξί. Αντιστοίχως δεν ξέρω πόσες φορές έχω τρέξει για να το προλάβω, ή έχω κάνει νόημα στον οδηγό να ανοίξει την πόρτα και με έχει αγνοήσει».
Στην περίπτωση που αναγκαστεί πάντως να μετακινηθεί με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς θα προτιμήσει, όπως λέει, το μετρό «ακόμα και αν χρειαστεί να αλλάξει γραμμές και να κάνει στο σύνολο περισσότερη ώρα». Και πάλι όμως δεν λείπουν τα προβλήματα. «Είναι πολλές φορές που δεν έχω μπει σε βαγόνι του μετρό επειδή είναι ασφυκτικά γεμάτο και δεν αντέχω να υποβάλλω τον εαυτό μου σε αυτό το μαρτύριο. Και εξίσου πολλές φορές έχω στριμωχτεί γιατί δεν έχω χρονικά το περιθώριο να περιμένω το επόμενο δρομολόγιο. Είμαστε κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον. Λες δεν γίνεται να χωρέσει άλλος άνθρωπος εδώ μέσα και όμως συνεχίζουν να μπαίνουν επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή. Γενικώς τα ΜΜΜ στη χώρα μας έχουν την ικανότητα να σε κάνουν να νιώθεις πολίτης β´ κατηγορίας». Οσο για τις φορές που θα πρέπει να πάει σε περιοχές που δεν βολεύουν τα Μέσα Μεταφοράς, επιλέγει αναγκαστικά το ταξί.
«Η ιδέα και μόνο πως θα χρειαστεί να οδηγήσω στην Αθήνα μου δημιουργεί πανικό».
Στην ερώτηση γιατί απαρνήθηκε το αυτοκίνητο, ο Αρης αφηγείται πως όταν ήταν 17 χρονών μετρούσε αντίστροφα τις μέρες για να ενηλικιωθεί και να μπορέσει να βγάλει δίπλωμα. Το πήρε με την πρώτη προσπάθεια, χωρίς καμία δυσκολία και όλοι του έλεγαν πως είναι γεννημένος οδηγός. Μέσα στους πρώτους μήνες όμως, και ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο της μητέρας του, είχε ένα άσχημο τρακάρισμα. Μπορεί να μην τραυματίστηκε κανείς, το αυτοκίνητο όμως υπέστη μεγάλη ζημιά, το ίδιο και η… αυτοπεποίθησή του. «Για να φτιάξουμε τις ζημιές θα έπρεπε να δώσουμε αρκετά χρήματα, τα οποία τότε δεν μας περίσσευαν. Αν το ήθελα πολύ φαντάζομαι θα μάζευα το ποσό και θα το επιδιόρθωνα, μέσα μου όμως το κεφάλαιο της οδήγησης είχε κλείσει. Και παραμένει κλειστό μέχρι και σήμερα. Πλέον είμαι 36 ετών και η ιδέα και μόνο πως θα χρειαστεί να οδηγήσω στην Αθήνα μου δημιουργεί πανικό».
Η πρωινή ρουτίνα που θυμίζει… μαθηματική εξίσωση
Στην ίδια ηλικία με τον Αρη, στα 18 του χρόνια, απέκτησε το δίπλωμά του και ο Αναστάσης, που επίσης μοιάζει να έχει απαρνηθεί, τουλάχιστον προς το παρόν, το ενδεχόμενο της οδήγησης. «Η πρωινή μου ρουτίνα μοιάζει με μαθηματική εξίσωση», λέει ο ίδιος. Το σπίτι του απέχει 10΄με τα πόδια από τη στάση του μετρό “Μέγαρο Μουσικής”, μια απόσταση που τη διανύει καθημερινά προκειμένου να βρίσκεται σε κάποιον συρμό μέχρι τις 6:55πμ. ώστε να είναι στη στάση Δουκίσσης Πλακεντίας μέχρι τις 7:15 και να πάρει εγκαίρως το λεωφορείο για τη δουλειά του.
«Θεωρώ πως έχω πολλή υπομονή ως άνθρωπος, στα ΜΜΜ όμως την έχω χάσει άπειρες φορές».
«Εργάζομαι στην Παλλήνη τα τελευταία εφτά χρόνια. Όλη αυτή την περίοδο πηγαίνω με τα μέσα που σημαίνει πως παίρνω μετρό και στη συνέχεια κάποιο λεωφορείο που θα με πάει στη δουλειά μου. Στο γραφείο πρέπει να είμαι το αργότερο 7:30 οπότε η μέρα μου ξεκινάει στις 5:50 που χτυπάει το ξυπνητήρι, ετοιμάζομαι και το αργότερο στις 6:30 πρέπει να έχω φύγει από το σπίτι. Αν οδηγούσα μέσα σε 20΄θα ήμουν στο γραφείο, εκείνη την ώρα οι δρόμοι δεν έχουν ακόμα κίνηση».
Για τον Αναστάση το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο συνωστισμός. «Θεωρώ πως έχω πολλή υπομονή ως άνθρωπος, στα ΜΜΜ όμως την έχω χάσει άπειρες φορές. Για αρχή είναι ο συνωστισμός που δεν υποφέρεται. Δεν ξέρω αν έχουν μειωθεί τα δρομολόγια ή αν έχει αυξηθεί ο κόσμος, νομίζω είναι ένας συνδυασμός και των δύο. Προσπαθώ να μη δίνω σημασία, φορτώνω podcast να ακούω στο κινητό, όχι τίποτα άλλο, να νιώθω πως δεν χάνω τον χρόνο μου».
Πάντως, όπως λέει στην «Κ», πριν από δύο χρόνια αποφάσισε να αγοράσει αυτοκίνητο ώστε να βελτιώσει την καθημερινότητά του. «Πίστευα ότι θα είναι αρκετά εύκολο, αλλά τελικά δυσκολεύτηκα. Πήρα το δίπλωμα μου στα 18 σε μια πόλη της επαρχίας που η κίνηση στους δρόμους είναι τελείως διαφορετική από την Αθήνα. Αποφάσισα να κάνω κάποια μαθήματα για να θυμηθώ όσα είχα ξεχάσει και από το πρώτο κιόλας μάθημα κατάλαβα ότι η οδήγηση στην Αθήνα δεν είναι παιχνιδάκι. Προσπάθησα, αγχώθηκα, τα παράτησα και επέστρεψα σε αυτό που ξέρω καλά. Περπάτημα – μετρό- λεωφορείο – δουλειά».
Οταν το παιδικό καρότσι «τρώει πόρτα»
Η Ολγα μένει στο Νέο Ηράκλειο μαζί με τον σύζυγό της και τα δύο παιδιά τους, που είναι 2 και 4 ετών. Η ίδια δεν έχει δίπλωμα οδήγησης και όπως λέει στην «Κ» πριν αποκτήσει τα παιδιά δεν ένιωθε κανέναν περιορισμό στην κοινωνική της ζωή, καθώς τα ΜΜΜ την εξυπηρετούσαν πλήρως στις μετακινήσεις της.
Το παιδικό καρότσι δεν μπορεί να συνυπάρξει εύκολα με τα ΜΜΜ, καθώς είναι πολύ συχνό το φαινόμενο είτε να συναντάει κανείς χαλασμένα τα ασανσέρ, είτε να μην χωράει καν να μπει στο βαγόνι.
«Ο σύζυγός μου είναι στρατιωτικός και λείπει πολύ συχνά από το σπίτι. Όταν αποκτήσαμε τα παιδιά ήμουν αισιόδοξη πως θα συνεχίσω να χρησιμοποιώ τα Μέσα όπως και πριν μείνω έγκυος. Εκανα όνειρα πως θα επισκέπτομαι φίλες που μένουν σε άλλες περιοχές, αλλά και πως θα πηγαινοερχόμαστε σε διάφορες δραστηριότητες, ώστε να προσφέρω στα παιδιά περισσότερα ερεθίσματα. Και η αλήθεια είναι πως το προσπάθησα, για αρκετό καιρό μάλιστα. Η πραγματικότητα όμως με προσγείωσε απότομα».
Οπως διηγείται στην «Κ» το παιδικό καρότσι δεν μπορεί να συνυπάρξει εύκολα με τα ΜΜΜ, καθώς είναι πολύ συχνό το φαινόμενο είτε να συναντάει χαλασμένα τα ασανσέρ, είτε να μην χωράει καν να μπει στο βαγόνι. «Δεν συζητάμε καν για το λεωφορείο ή το τρόλεϊ που θα έπρεπε να σηκώσω το καρότσι, έχοντας ταυτόχρονα πάνω μου και τα δύο παιδιά. Περιορίζομαι αποκλειστικά και μόνο στον ηλεκτρικό, αλλά και εκεί η κατάσταση είναι δύσκολη. Είχα ξεκινήσει να πηγαίνω μία φορά την εβδομάδα στον Περισσό για να παρακολουθεί ο μεγάλος μου γιος κάποιες παιδικές δραστηριότητες. Ηταν όμως πολύ συχνό το φαινόμενο ο κόσμος να μην παραμερίζει καν για να χωρέσουμε στο βαγόνι, τα ασανσέρ να είναι χαλασμένα, ή ακόμα και να δημιουργούνται προβλήματα στις γραμμές και να μας κατεβάζουν σε προηγούμενες στάσεις. Ειδικά το καλοκαίρι τα δρομολόγια είχαν τεράστιες καθυστερήσεις, οπότε το όλο εγχείρημα ήταν μη – λειτουργικό. Πλέον αποφεύγω τις μετακινήσεις και δεν πηγαίνω πουθενά. Νιώθω πως στερώ από τα παιδιά μου εκδηλώσεις και ερεθίσματα, αλλά πως και εγώ η ίδια έχω χάσει την ανεξαρτησία μου. Η μόνη λύση είναι να αρχίσω να οδηγώ, το έχω πάρει απόφαση».
Περιμένοντας 60΄στη στάση
Ο Αντώνης είναι τακτικός επιβάτης του προαστιακού, καθώς από το 2004 κατοικεί στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και η δουλειά του το τελευταίο διάστημα είναι στην Κηφισιά. Το δρομολόγιο του προαστιακού που κάνει καθημερινά δεν διαρκεί περισσότερα από 45’. Το μειονέκτημα όμως, όπως μας λέει, είναι η ωριαία συχνότητά του. «Είμαι καθημερινά στη στάση στις 6:50. Μαζί με μένα περιμένει και πάρα πολύς κόσμος, καθώς η περιοχή που κατοικώ είναι κατ’ εξοχήν εργατική με την πλειονότητα να χρησιμοποιεί τα ΜΜΜ. Αν τύχει και χάσω τον προαστιακό το πρωί έχω πολύ σοβαρό πρόβλημα, καθώς το επόμενο δρομολόγιο είναι ξανά σε μια ώρα. Το χειρότερο όμως είναι πως δεν σχολάω συγκεκριμένη ώρα, οπότε δεν είναι λίγες οι φορές που έχει χρειαστεί να περιμένω στη στάση για σχεδόν 60’, με άσχημες καιρικές συνθήκες και με ακόμα πιο άσχημη ψυχολογία. Τα δύο βασικά λεωφορεία που εξυπηρετούν την περιοχή του Ρέντη είναι το 860 και το 914. Και τα δύο είναι εξίσου αραιά». Ο ίδιος δεν ξέρει να οδηγεί, ούτε έκανε ποτέ μαθήματα οδήγησης, καθώς όπως λέει άρχισε να εργάζεται πριν την οικονομική κρίση, παίρνοντας πολύ μεγάλους μισθούς που του επέτρεπαν να μετακινείται αποκλειστικά με ταξί. «Πλέον τα έχω περιορίσει στο ελάχιστο. Παραδέχομαι πως υπήρξα πολύ καλομαθημένος σε αυτό το θέμα. Τώρα στα 44 μου νιώθω πως είναι αργά για μένα, πως δεν μπορώ ξαφνικά να μάθω να οδηγώ».
«Στις δικές μας στάσεις δεν έχει καν τηλεματική, ο δε ηλεκτρικός είναι σε πολύ κακή κατάσταση, σαν να έχει ξεχαστεί στον χρόνο».
Οπως λέει στην «Κ», αυτό που τον ενοχλεί περισσότερο είναι όταν πηγαίνει σε άλλες περιοχές της Αθήνας και κάνει τη σύγκριση με τα όσα βιώνει ο ίδιος καθημερινά. «Σε άλλες περιοχές που πηγαίνω βλέπω όχι μόνο πιο συχνά δρομολόγια, αλλά και καλύτερη οργάνωση. Στις δικές μας στάσεις δεν έχει καν τηλεματική, ο δε ηλεκτρικός είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Κατά βάθος όμως δεν έχω πρόβλημα με τα ΜΜΜ. Εχω γνωρίσει πολύ κόσμο, με ορισμένους που συναντιόμαστε καθημερινά λέμε μια καλημέρα, ανταλλάσσουμε και τα νέα μας. Να περάσει λίγο πιο ευχάριστα η ώρα μέχρι τη στάση μας».