Ο πιο καυτός Ιούλιος εδώ και πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα, στην Αθήνα ο πιο ζεστός από το 1860! Ενας καύσωνας διαρκείας 15 ημερών, που διαμόρφωσε αφόρητες συνθήκες για εκατομμύρια κατοίκους και επισκέπτες στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Στη συνέχεια καταστροφικές πυρκαγιές, που κατέκαψαν πάνω από 1,6 εκατομμύρια στρέμματα (μια από τις χειρότερες χρονιές στην Ιστορία), προκάλεσαν δεκάδες θανάτους ανθρώπων και άφησαν στάχτη μοναδικούς βιότοπους και δάση πολύτιμα. Και στο ημερολογιακό τέλος του καλοκαιριού η πρωτοφανής κακοκαιρία «Daniel», με κατακλυσμιαία βροχόπτωση, που έπνιξε τη Μαγνησία, την Καρδίτσα και τη Λάρισα κάτω από τόνους νερού, αφήνοντας ερείπια και νεκρούς. Το φετινό καλοκαίρι δεν μπορεί να δικαιολογήσει το όνομά του, καθώς έγινε ο χρόνος τόσων καταστροφών.
Μιλάμε για ακραία φαινόμενα και μερικά απ’ αυτά είναι πραγματικά ξεχωριστά, όπως για παράδειγμα η πρωτοφανής βροχόπτωση στο Πήλιο, στον Βόλο κι ευρύτερα στη Θεσσαλία. Πριν από τρία χρόνια μιλούσαμε για τον «Ιανό» ως κάτι μοναδικό, αλλά σήμερα μοιάζει «λίγος» όσον αφορά τη βροχόπτωση σε σχέση με τον «Daniel». Το ερώτημα που έρχεται ολοένα και πιο έντονα είναι μήπως έχουμε μπει σε μια εποχή γενικευμένης κλιματικής απορρύθμισης, όπου η κλιματική κρίση παράγει πλέον διαρκώς και συχνότερα «ακραία» φαινόμενα και μάλιστα σε όλο και πιο επικίνδυνο επίπεδο; Τείνουν αυτά να γίνουν η νέα κανονικότητα; Είναι άραγε αυτό που ζήσαμε φέτος το νέο κλίμα που θα χαρακτηρίζει το ελληνικό καλοκαίρι;
«Οσα σήμερα θεωρούμε ακραία φαινόμενα, στο μέλλον θα είναι συνηθισμένα και τμήμα μιας νέας κανονικότητας. Δεν θα έχουμε κάθε χρόνο τόσο ακραία γεγονότα όπως φέτος. Ισως η ετήσια επανάληψη μπορεί να γίνει μετά το 2050. Αλλά πλέον πυκνώνουν ιδιαίτερα, επανέρχονται ολοένα και συχνότερα. Για παράδειγμα, μέχρι τη δεκαετία του 1990 οι καύσωνες ήταν σπάνιοι στην Ελλάδα. Το 1987 είχαμε έναν μεγάλο και πολύ φονικό καύσωνα. Ο επόμενος καύσωνας διαρκείας ήρθε το 1998, χρειάστηκαν 11 χρόνια. Από το 2000 μέχρι το 2023 εκδηλώθηκαν 11 καύσωνες διαρκείας στην Ελλάδα», λέει στην «Κ» ο Νίκος Μιχαλόπουλος, διευθυντής Ερευνών στο Αστεροσκοπείο Αθηνών.
Κάθε χίλια χρόνια
«Η βροχόπτωση του “Ιανού” στη Θεσσαλία ξεπέρασε τα επίπεδα πλημμύρας που εμφανίζονται κάθε 1.000 έτη. Με τον “Daniel”, ύστερα από τρία χρόνια, τα επίπεδα της χιλιετίας ξεπεράστηκαν και πάλι. Οπως φαίνεται, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, τα λεγόμενα ακραία φαινόμενα επαναλαμβάνονται πολύ πιο συχνά», λέει στην «Κ» ο Ευθύμιος Λέκκας, καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σχετίζονται αυτά τα φαινόμενα με την κλιματική αλλαγή; «Ναι, αποτελούν εκφράσεις της. Εάν δούμε τις τάσεις, σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο, θα δούμε πως βαδίζουμε σύμφωνα με τα μοντέλα. Συχνά ο κόσμος κάνει το λάθος να βλέπει κάθε περιστατικό ξεχωριστά, δεν βλέπει το σύνολο του παζλ και την αλληλεπίδραση των φαινομένων. Για παράδειγμα, πως η ενίσχυση της ξηρασίας οδηγεί στις καταστροφικές πυρκαγιές. Ή πως η αυξημένη θερμοκρασία της επιφάνειας των θαλασσών προκαλεί υδρατμούς που οδηγούν σε μεγάλες βροχοπτώσεις, όπως αυτές που είδαμε στο Πήλιο», εξηγεί ο κ. Μιχαλόπουλος. «Αν συνεχίσουμε έτσι, το 2050 θα είναι όντως αυτό το κλίμα μας, ενώ προς το τέλος του αιώνα τα ζεστά καλοκαίρια των ημερών μας θα είναι τα δροσερά τότε. Στην εκτίμηση αυτή οδηγεί και η τάση εξασθένισης της ταχύτητας των ανέμων, όπως έχει σημειώσει η διακυβερνητική επιτροπή για την κλιματική αλλαγή, κάτι που εμφανίζεται και στην Ελλάδα με τα μελτέμια».
«Είναι πρόωρο να θεωρήσουμε ότι κάθε καλοκαίρι θα είναι σαν το φετινό, με τον καύσωνα, τις δασικές πυρκαγιές, τις ακραίες καταιγίδες και τα πλημμυρικά φαινόμενα που ζήσαμε. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι αυτή είναι η νέα κανονικότητα. Ομως, υπάρχει μια νέα κανονικότητα που δεν χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί. Η θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά 1,2 βαθμούς Κελσίου σε σύγκριση με την προβιομηχανική περίοδο, με αποτέλεσμα μια γενικευμένη κλιματική αστάθεια, που αποτυπώνεται σε όλες τις περιοχές του πλανήτη και εκδηλώνεται με κατά τόπους ακραία καιρικά και κλιματικά φαινόμενα», σημειώνει από την πλευρά του ο Κώστας Καρτάλης, καθηγητής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και μέλος της επιστημονικής επιτροπής της Ε.Ε. για την κλιματική αλλαγή.
«Σε ό,τι αφορά την ανατολική Μεσόγειο, που θεωρείται κλιματικό hot spot από τα Ηνωμένα Εθνη, οι καύσωνες είναι ήδη συχνότεροι και έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, ενώ οι προσομοιώσεις μας δείχνουν ότι ο χρόνος επιστροφής ακραίων φαινομένων μειώνεται συστηματικά, ιδιαίτερα δε για τους καύσωνες».
Ο κ. Καρτάλης συσχετίζει συγκεκριμένα την πρωτοφανή κακοκαιρία «Daniel» με την κλιματική αλλαγή, μιλώντας για «συχνότερη εμφάνιση των εμποδισμών Ωμέγα (η ονομασία έχει προκύψει από τη διάταξη πεδίων υψηλών και χαμηλών πιέσεων με τρόπο που διαμορφώνει το ελληνικό γράμμα Ωμέγα). Το σύστημα “Daniel” ήταν αποτέλεσμα ενός τέτοιου εμποδισμού, καθώς λόγω του στάσιμου πεδίου χαμηλών πιέσεων που δημιουργήθηκε στο Ιόνιο, προκλήθηκε μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων θερμών και υγρών αερίων μαζών από το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα προς τη Θεσσαλία». Και υπογραμμίζει: «Αυτό που μας ανησυχεί περισσότερο είναι η συχνότερη εμφάνιση συνδυασμένων φαινομένων (compound events), δηλαδή ξηρασίας με καύσωνα ή θαλάσσιου καύσωνα με ακραίες καταιγίδες, κ.λπ. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι επιπτώσεις του κάθε φαινομένου δεν αθροίζονται απλώς, αλλά οι επιπτώσεις του ενός φαινομένου πολλαπλασιάζουν αυτές του άλλου, με αποτέλεσμα επιπτώσεις που είναι πρωτόγνωρες και ακραία καταστροφικές. Το διαπιστώσαμε άλλωστε και κατά το φετινό καλοκαίρι».
«Αν συνεχίσουμε έτσι, το 2050 θα είναι όντως αυτό το κλίμα μας, ενώ προς το τέλος του αιώνα τα ζεστά καλοκαίρια των ημερών μας θα είναι τα δροσερά τότε».
«Την περίοδο της κλιματικής κρίσης δεν έχουμε μόνο πιο συχνά ακραία καιρικά φαινόμενα. Μεγαλώνει επίσης η ταχύτητα εναλλαγής πολλών φαινομένων, ενώ πλήττονται και νέες γεωγραφικές περιοχές. Διογκώνονται σε μεγάλο βαθμό οι καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία, ενώ συμπαρασύρονται πολλαπλοί επικίνδυνοι παράγοντες. Παράδειγμα, μια ισχυρή βροχόπτωση θα φέρει πλημμύρες, κατολισθήσεις, διάβρωση εδαφών», τονίζει ο κ. Λέκκας.
Αν μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο με ολοένα συχνότερα επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα, τι σημαίνει αυτό για τα μέτρα πρόληψης που πρέπει να πάρουμε;
«H “οργή της φύσης” δεν αντιμετωπίζεται με τα σημερινά μέτρα, που έχουν ουσιαστικά φθάσει στο όριό τους», τονίζει ο κ. Καρτάλης, ενώ ο κ. Μιχαλόπουλος αναφέρει πως «τα μέτρα προσαρμογής και προστασίας σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύονται παρωχημένα και ανεπαρκή».
«Κατά συνέπεια χρειάζεται να δούμε ξανά το ζήτημα της ανθεκτικότητας των υποδομών, των πόλεων, του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και των παραγωγικών τομέων, όπως της γεωργίας ή του τουρισμού, με άλλο πρίσμα. Είναι εφικτό; Η απάντηση είναι ότι παρά το γεγονός ότι έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, μια αναθεωρημένη προσέγγιση που θα ενσωματώνει την κλιματική παράμετρο θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», προτείνει ο κ. Καρτάλης. «Σε όλο αυτό το πλαίσιο που διαμορφώνεται η πρόληψη καταλαμβάνει κυρίαρχη σημασία. Οι προειδοποιήσεις που ανακοινώνονται για ένα ακραίο φαινόμενο είναι προφανώς στη σωστή κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, καλύτερα είναι να έχεις μια προειδοποίηση που τελικά δεν χρειάστηκε, παρά να χάσεις μια προειδοποίηση», συμπληρώνει ο καθηγητής του ΕΚΠΑ.
Την ανάγκη μιας νέας προσέγγισης στο ζήτημα των υποδομών υπογραμμίζει ο κ. Μιχαλόπουλος. «Στα υδραυλικά έργα, για παράδειγμα, πρέπει να ξαναδούμε το μέγεθος των φρεατίων, τις διατομές, έτσι ώστε να αυξηθεί στο αναγκαίο επίπεδο η παροχετευτική ικανότητα».
«Υπάρχει ανάγκη ενισχυμένων τεχνικών έργων με νέες διαστάσεις, αλλά πρέπει να αποφύγουμε φαραωνικά έργα, που δεν αντέχει ούτε το περιβάλλον ούτε η οικονομία. Απαιτείται ένας επιχειρησιακός σχεδιασμός με βάση τα νέα δεδομένα και με αξιοποίηση των επιστημονικών στοιχείων. Είναι σημαντικό, για παράδειγμα, να γνωρίζεις σε κάθε περιοχή πώς θα μειώσεις την έκθεση του πληθυσμού στους πολλαπλούς κινδύνους, που όπως βλέπουμε εμφανίζονται συνδυαστικά. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να έχουμε χάρτες για τις κατολισθήσεις, για τις πλημμύρες, για την τρωτότητα του οδικού δικτύου. Και με βάση αυτά να υπάρχει αντίστοιχη εκπαίδευση του πληθυσμού. Σκεφθείτε ένα 112 που δεν θα λέει μόνο απομακρυνθείτε, αλλά πρέπει να φύγετε από εκείνο τον δρόμο και όχι τον άλλον, γιατί γνωρίζουμε πού μπορεί να γίνουν κατολισθήσεις, να υπάρξουν πλημμυρικά φαινόμενα», εξηγεί ο κ. Λέκκας.
Αμυντικά όπλα
Ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση των πιο σύγχρονων τεχνολογιών δίνει και ο κ. Μιχαλόπουλος. «Στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών και άλλων φυσικών καταστροφών μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε drones, αισθητήρες και συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, τα οποία μπορούν με βάση τα δεδομένα να παρέχουν πληροφόρηση για το πώς θα κινηθεί η φωτιά, καθώς και προτάσεις για την αντιμετώπισή της».
Αυτό που ξεχωρίζει ο κ. Μιχαλόπουλος είναι η προετοιμασία του ανθρώπινου παράγοντα. «Πρέπει να προχωρήσουμε σε εκπαίδευση του κόσμου για τις πλημμύρες και τις φωτιές, όπως σε έναν βαθμό έχει γίνει με τους σεισμούς».