Οι φωλιές των αλεπούδων επεκτείνονται σε ένα δαιδαλώδες υπόγειο δίκτυο, με σήραγγες και πολλές διαφορετικές εισόδους, ώστε να υπάρχει δυνατότητα διαφυγής αν από μία από αυτές εισχωρήσει κάποιος φυσικός εχθρός. Για πολλά χρόνια στα καμποχώρια της Θεσσαλίας οι αλεπότρυπες, όπως τις λένε, θεωρούνταν μεγάλος κίνδυνος για τα αναχώματα των ποταμών. Ετσι, οι κάτοικοι κάθε χωριού σε τακτά χρονικά διαστήματα έκαναν έλεγχο στα αναχώματα και τα φράγματα των ποταμών για να διαπιστώσουν αν είχαν σκαφτεί από αλεπούδες. Γνώριζαν ότι ακόμη και μια μικρή ρωγμή που θα επιτρέψει την είσοδο νερού, μπορεί να οδηγήσει σε ταχεία διάβρωση και, τελικά, κατάρρευση των προστατευτικών κατασκευών.
Αυτές τις μέρες, μετά την καταστροφική πλημμύρα, στα καφενεία των χωριών που γειτνιάζουν με εκείνα που χάθηκαν κάτω από τα νερά, οι γηραιότεροι θυμούνται τους ελέγχους στα αναχώματα. Θυμούνται, επίσης, ότι σε κάθε χωριό τις μέρες με κακοκαιρία οργανώνονταν ομάδες φύλαξης για τα αναχώματα και τα φράγματα γιατί υπήρχε ο φόβος να τους πιάσει στον ύπνο μια πλημμύρα, αν η βροχόπτωση ήταν μεγάλη ή αν οι κάτοικοι άλλων χωριών, πιο ψηλά στο ποτάμι, έσπαγαν τα αναχώματα για να προστατεύσουν τις δικές τους περιουσίες.
Οι πρακτικές αυτές τις τελευταίες δεκαετίες εγκαταλείφθηκαν. Το οργανωμένο κράτος, με τους θεσμούς, τους μηχανισμούς, τις υπηρεσίες του πήρε την ευθύνη για τον έλεγχο των υποδομών και την προστασία των πολιτών. Κεντρική διοίκηση, αποκεντρωμένη διοίκηση, αυτοδιοίκηση, υπουργεία, Γενικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων, Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων: ένα δαιδαλώδες σύστημα αρμοδιοτήτων, σαν τις φωλιές των αλεπούδων, που συχνά αντί για μεγαλύτερη προστασία προσφέρει καταφύγιο αποφυγής ευθυνών.
Καταγγελίες
Ενα γαϊτανάκι αλληλοεπίρριψης ευθυνών ξετυλίγεται τις τελευταίες μέρες όσον αφορά τις ευθύνες για όσα συνέβησαν στον Θεσσαλικό Κάμπο, με αρχή την Καρδίτσα όταν ξέσπασε η καταιγίδα. Αυτό που από την πρώτη στιγμή κατήγγειλαν οι κάτοικοι, ότι δηλαδή υπήρξαν παρεμβάσεις σε φράγματα και αναχώματα, επιβεβαιώθηκε τελικά, με την παραδοχή του αντιπεριφερειάρχη Καρδίτσας ότι ο ίδιος ενέκρινε το σπάσιμο αναχώματος. Η δικαστική έρευνα θα απαντήσει για τις αλληλοκατηγορίες ανάμεσα σε αυτόν και τον δήμαρχο Παλαμά, για το ποιος το ζήτησε. Αν κάτι αναδεικνύεται γλαφυρά από όσα γίνονται γνωστά μέρα με τη μέρα, είναι η απουσία ενός κεντρικά σχεδιασμένου και οργανωμένου σχεδίου, αρχικά για την αντιπλημμυρική θωράκιση όλης της περιοχής και ενός μοντέλου ενιαίας διαχείρισης της κρίσης, όταν αυτή εκδηλώθηκε. Οσον αφορά τα έργα, διαπιστώνονται αποσπασματικές παρεμβάσεις από δήμους, περιφέρεια και κεντρική διοίκηση. Με αλληλοκατηγορίες ότι καθένας προσπάθησε να διαφυλάξει την περιοχή του ή τις πόλεις εις βάρος της υπαίθρου. Χωρίς σοβαρές μελέτες για την αντοχή των έργων, χωρίς πρόνοια για όλο και πιο συχνά και έντονα φαινόμενα, χωρίς ενιαία αντιμετώπιση της λεκάνης απορροής του υδάτινου όγκου που διατρέχει όλη τη Θεσσαλία. Ο πρόεδρος του Βλοχού, Γιάννης Κούκας, που είδε το χωριό του να πνίγεται, λέει ότι για να φτάσει εκεί το νερό πέρασε τα αναχώματα τριών ποταμών. Μιλάει για υποσχέσεις μετά τον «Ιανό» για ενίσχυση των αναχωμάτων με πέτρες, που δεν τηρήθηκαν. Και ρίχνει ευθύνες στην Περιφέρεια ότι ξεκίνησε τα αντιπλημμυρικά έργα ανάποδα. «Τα ποτάμια καθαρίζονται από κάτω προς τα πάνω, από τη θάλασσα προς τα πάνω. Καθάρισαν τον Ενιπέα από πάνω προς τα κάτω, άνοιξε, και κάτω ο Πηνειός ήταν στενός», περιέγραψε.
Στον Παλαμά ο δήμαρχος δέχεται επικρίσεις, ότι την κρίσιμη νύχτα, θεωρώντας ότι το ποτάμι που άντεξε στον «Ιανό» και δεν πλημμύρισε το χωριό θα άντεχε και πάλι, δεν προχώρησε σε σπάσιμο αναχωμάτων. «Ας προστάτευε το χωριό και ας τον κατηγορούσαν. Οι επόμενοι, ας έκαναν κι εκείνοι κάτι άλλο για να προστατεύσουν τα δικά τους χωριά», λέει κάτοικος της περιοχής. Καμιά εμπιστοσύνη δεν υπάρχει για ενιαίο σχέδιο διαχείρισης της κρίσης. Αλλωστε, από την πρώτη στιγμή στην περιοχή ήταν διάχυτη η καχυποψία ότι έγινε κάθε προσπάθεια για να προστατευθεί η πόλη της Καρδίτσας, μετά τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη από τον «Ιανό», και αφέθηκαν στην τύχη τους τα χωριά του κάμπου. Οι παραδοχές των τελευταίων ημερών έρχονται να επιβεβαιώσουν επιλεκτικές ανθρωπογενείς παρεμβάσεις.
Η απουσία σχεδίου αναδεικνύεται και από την αδυναμία να λειτουργήσουν τα έστω και λίγα αντλιοστάσια, που βρίσκονται στις περιοχές που πλημμύρισαν και θα μπορούσαν είτε να περιορίσουν το πλημμυρικό φαινόμενο είτε να βοηθήσουν στην ταχύτερη αποστράγγιση των υδάτων που λιμνάζουν τόσες μέρες. Ενα νέο γαϊτανάκι άρχισε ύστερα από αυτή την αποκάλυψη. Ποιος είχε την ευθύνη να ελέγξει αν τα αντλιοστάσια λειτουργούν, να εξασφαλίσει γεννήτριες για την ηλεκτροδότησή τους, να φροντίσει να είναι έτοιμα για την κακοκαιρία που έρχεται; Η κεντρική διοίκηση, ο ΓΟΕΒ, η Περιφέρεια;
Τον Ιούνιο του 2021 η διαΝΕΟσις δημοσίευσε έρευνα των καθηγητών Νικολάου Δέρκα, Δημητρίου Σκούρα και Δημητρίου Ψαλτόπουλου, από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Πατρών και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Πολλές υποδομές που διαχειρίζονται οι ΤΟΕΒ και οι ΓΟΕΒ ρημάζουν ή υπολειτουργούν», αναφέρει η έκθεση, η οποία σε άλλο σημείο επισημαίνει ότι «η αρμοδιότητα των ΟΕΒ έχει μεταφερθεί στις αντίστοιχες περιφέρειες, οι οποίες όμως δεν διαθέτουν μια αντίστοιχη υποδομή».
Οσον αφορά την κατάσταση των έργων, στην έκθεση μεταξύ άλλων τονίζεται ότι «η μεγάλη πλειονότητα των έργων δεν βρίσκεται σε καλή λειτουργική κατάσταση, αλλά απλώς σε κατάσταση επιβίωσης». Επίσης, οι ερευνητές «διαπιστώνουν προβλήματα στην παρακολούθηση και στον έλεγχο των αντλιοστασίων, αφού πολλοί αισθητήρες και αυτοματισμοί δεν συντηρούνται». Στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση της έκθεσης, στην πράξη αποδεικνύεται ότι ελάχιστα εισακούσθηκαν οι επισημάνσεις.