Η κλιματική αλλαγή χτυπάει δυνατά και τη δική μας πόρτα. Οι εικόνες καταστροφής στη Θεσσαλία ανέδειξαν μια συστημική θεσμική αδυναμία αντιμετώπισης του φαινομένου, η οποία δεν αφήνει αδιάφορο το δίκαιο. Αλλά κι αυτό συλλαμβάνεται μάλλον απροετοίμαστο, αναζητώντας, κατόπιν εορτής, τις κατάλληλες απαντήσεις.
Η πλανητική υπερθέρμανση και οι προεκτάσεις της διαφέρουν από τις περιβαλλοντικές προκλήσεις που ο νομικός κόσμος είχε να διαχειριστεί μέχρι σήμερα. Δεν έχει εντοπισμένο χαρακτήρα: δεν αφορά τη διάσωση κάποιου είδους πανίδας ή στοιχείων της φύσης (δάση, ποτάμια) σε ένα ή περισσότερα γεωγραφικά σημεία, κάτι που επιτυγχάνεται με συγκεκριμένους κανόνες, με σημειακές δράσεις ή με μια ωραία δικαστική απόφαση. Πρόκειται για ολιστική και πολυπαραγοντική ασθένεια του παγκόσμιου οικοσυστήματος, για «τέλεια καταιγίδα» καθολικής εμβέλειας. Πώς να αντιμετωπισθεί κάτι τόσο διάχυτο και συνάμα πρωτόγνωρο; H βιωματική μνήμη του δικαίου δεν κουβαλάει τις κατάλληλες απαντήσεις, όπως σε άλλες, πρόσφατες κρίσεις που είχαν επαναληφθεί ιστορικά (δημοσιονομική, πανδημία).
Δεν είναι μόνο το άγνωστο. Το δίκαιο στηρίζει τη θεραπευτική του ισχύ στην κυριαρχία της έννομης τάξης που το γεννάει. Οπως στην τραγωδία του Αισχύλου, χρειάζεται τη Βία και το Κράτος για να δέσει τον Προμηθέα, εν προκειμένω για καλό σκοπό. Στον σύγχρονο κόσμο, τέτοιες θεότητες δρουν αποκλειστικά εντός γεωγραφικών συνόρων. Δεν υφίσταται ένας παγκόσμιος Δήμος να επιβάλει κανόνες κατά της κλιματικής κρίσης και να εποπτεύσει την εφαρμογή τους. Μάλλον ισχύει το αντίθετο. Κράτη και πολυεθνικές εκμεταλλεύονται την πεπερασμένη δικαιοδοσία των νομικών τους υποχρεώσεων για να υπονομεύουν τις εξαγγελίες για πράσινο μετασχηματισμό και μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα.
Ο διασυνοριακός οπορτουνισμός είναι ο κυριότερος λόγος αποτυχίας των διεθνών πρωτοβουλιών για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως η σύμβαση-πλαίσιο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (1992) και το Πρωτόκολλο του Κιότο (1997), με τους πρωτότυπους μηχανισμούς ώστε οι ανθρωπογενείς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να επιστρέψουν στα επίπεδα του 1990. Από τη στιγμή που δεν αγκαλιάστηκαν από όλους, τα εργαλεία του πρωτοκόλλου κατέστησαν αναποτελεσματικά. Απλώς οι επιχειρήσεις μετέφεραν τις ρυπογόνες δραστηριότητες σε κράτη όπου δεν ίσχυαν οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Οι επόμενες διεθνείς απόπειρες (Ντόχα 2012 και 2022, Συμφωνία των Παρισίων 2015) μάλλον επιβεβαίωσαν την έλλειψη επαρκούς και ειλικρινούς θέλησης για την καταπολέμηση του φαινομένου.
Αντίθετα, στους αρνητές και τους απαθείς η Ευρώπη ακολούθησε τον δικό της, ενάρετο δρόμο. Επέβαλε όρια εκπομπών και δημιούργησε εσωτερικό σύστημα εμπορίας για τα αέρια του θερμοκηπίου. Οταν οι κανόνες αυτοί αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, έκανε τη μεγάλη στροφή προς την κυκλική οικονομία. Οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (2021) για μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030 και επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 κατέστησαν νομικά δεσμευτικοί το 2021. Η Ελλάδα τους ενσωμάτωσε στον δικό της κλιματικό νόμο (Ν. 4936/2022). Οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες προφανώς δεν φθάνουν. Μια θεραπεία με περιφερειακή μόνο εμβέλεια αδυνατεί να προσφέρει καθολική ίαση αν δεν υιοθετηθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Σήμερα, η κλιματική κρίση θυμίζει πανδημία για την οποία όλοι απαιτείται να εμβολιαστούν, αλλά μόνον οι Ευρωπαίοι φαίνονται διατεθειμένοι να το πράξουν.
Και πάλι, οι κλιματικοί νόμοι και τα μέτρα που προωθούνται στη Γηραιά Ηπειρο κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στη νομοτεχνική τους πληρότητα ή αρτιότητα, αλλά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για την τήρηση και περαιτέρω προώθησή τους. Το συγκεκριμένο κενό επιχειρούν να καλύψουν η κοινωνία των πολιτών και τα εθνικά δικαστήρια. Με πρωτότυπες νομικές κατασκευές, οι οποίες διαστέλλουν τη διασυνοριακή εμβέλεια του δικαίου αλλά και τον ρόλο της Θέμιδος στη σύγχρονη δημοκρατία, εκδίδονται δικαστικές αποφάσεις που καταδικάζουν τους νομοθέτες και τις κυβερνήσεις για παράλειψη υιοθέτησης αυστηρότερων πράσινων πολιτικών, εθνικών και μη. Τα επόμενα χρόνια, η ευφάνταστη αυτή «κλιματική νομολογία» –μέχρι στιγμής στη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία, αλλά όχι ακόμη στην Ελλάδα– θα πολλαπλασιαστεί. Μακάρι να οδηγήσει σε διεύρυνση της περιβαλλοντικής ευθύνης αλλά και σε πιο ρηξικέλευθες δημόσιες αποφάσεις, ιδίως σε διακρατικό επίπεδο.
Την ίδια στιγμή, το εσωτερικό δίκαιο χρειάζεται συνολική επανεξέταση υπό το φάσμα της κλιματικής κρίσης και των ορατών πλέον κινδύνων που αυτή συνεπάγεται. Η συγκεκριμένη ανάγκη αφορά κάθε κλαδική νομοθεσία, όχι μόνο τον χωρικό σχεδιασμό, την περιβαλλοντική αδειοδότηση, τη δόμηση ή την ενέργεια, αλλά και τους αναπτυξιακούς νόμους, την ασφάλιση κινδύνων, την εκπαίδευση ή την οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών. Η θεμελιώδης ενωσιακή αρχή της ενσωμάτωσης επιτάσσει οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας να εντάσσονται στις υπόλοιπες δημόσιες πολιτικές. Τα ακραία κλιματικά φαινόμενα καθιστούν αναγκαία μία επιπλέον ενσωμάτωση: εκείνη για πρωτότυπους κανόνες και δράσεις, ώστε να προλαμβάνονται και να αντιμετωπίζονται κατακλυσμιαίες καταστροφές, μια και ο κατακλυσμός κατέστη αναπόδραστη συνθήκη μέχρι να επιτευχθεί –αν επιτευχθεί– εκ νέου οικολογική ισορροπία.
Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.