Αρχές Σεπτεμβρίου, έπειτα από επίθεση σε παρέα ανηλίκων σε πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο της Αττικής, έξι επίσης ανήλικα αγόρια οδηγήθηκαν στο τμήμα και κρατήθηκαν στο πλαίσιο του αυτoφώρου. «Η εγκληματικότητα στις ηλικίες 14-16 είναι μεγάλη και είναι εγκληματικότητα που γίνεται για πλάκα», λέει στην «Κ» η μητέρα δύο εκ των θυμάτων, η οποία κατέθεσε μήνυση.
Το πρωί σχολείο, το βράδυ ραντεβού για ξύλο
Της Λίνας Γιάνναρου
Το στοιχείο που κάνει την ταινία «Funny games» του Χάνεκε τρομακτικό είναι ότι οι «κακοί» είναι ευπαρουσίαστοι, καθαροί, ευγενικοί, όπως τα θύματά τους. Ασκούν βία από βαρεμάρα ή απλώς για πλάκα. Αυτό ήρθε στο μυαλό ακούγοντας την παρακάτω ιστορία βίας με θύτες και θύματα ανηλίκους, που έλαβε χώρα στις αρχές του μηνός σε πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο της Αττικής. Μια από τις πολλές στον συγκεκριμένο χώρο και όχι μόνο, με δράστες παιδιά της διπλανής πόρτας που ανταποκρίνονται σε challenges του TikTok. Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ Ιανουαρίου – Αυγούστου 2023 οι ανήλικοι που συνελήφθησαν για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης αυξήθηκαν κατά 80%, για επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά 33%, για κλοπή 46% και για ληστεία 34%.
Ηταν μία εβδομάδα πριν ανοίξουν τα σχολεία. Ο Κώστας, 14,5 ετών, είχε κανονίσει με τέσσερις φίλους του της ίδιας ηλικίας να πάνε με το μετρό σε μεγάλο εμπορικό κέντρο – μαζί θα ερχόταν και ο μικρότερος αδελφός του, Στέλιος, 12. Θα έτρωγαν κανένα μπέργκερ, θα χάζευαν λίγο, τα γνωστά. Ηταν γύρω στις 7.30 το απόγευμα όταν στην είσοδο τους σταμάτησε μια ομάδα αγοριών. Ηταν στην ίδια πάνω-κάτω ηλικία. «Τι κάνετε εδώ;» τους ρώτησαν. «Εχετε κανένα λεφτό να πάρουμε τίποτα;». Οταν οι άλλοι απάντησαν «όχι», η ομάδα συνέχισε λίγο πιο επιθετικά. «Τι θα γίνει, θα μας δώσετε τα λεφτά σας;». Ομως φαίνεται ότι δεν ήταν καλή στιγμή να κάνουν το τελικό πέσιμο: ήταν έξι εναντίον έξι. Επρεπε να περιμένουν ώστε οι συσχετισμοί δυνάμεων να τους ευνοούν.
Η παρέα του Κώστα προχώρησε κανονικά στον όροφο με τα εστιατόρια. Λίγο αργότερα, έχοντας ξεχάσει το περιστατικό στην είσοδο, ο Κώστας κατευθύνθηκε με ένα φίλο του προς την είσοδο των σινεμά. Οι υπόλοιποι δεν ήταν μακριά, αλλά δεν είχαν οπτική επαφή μαζί τους. Τότε η ομάδα των έξι αγοριών εμφανίστηκε λες από το πουθενά και περικύκλωσε τα δύο αγόρια. Ο κύκλος έκλεινε συνεχώς, μέχρι που επιχείρησαν να τους τραβήξουν τις τσάντες και να φύγουν. Για κάποιο λόγο ο περίγυρος δεν αντέδρασε. Θεώρησαν άραγε ότι «αγόρια είναι, κάνουν αγριάδες»; Η αλήθεια είναι ότι οι δύο παρέες έμοιαζαν εμφανισιακά. Μαύρες μπλούζες και βερμούδες οι μεν, μαύρες μπλούζες και μαύρες βερμούδες οι δε. Αλλος πιο ξυρισμένο κεφάλι, άλλος λιγότερο, όλοι στην εποχή τους, μοδάτοι. Δεν υπήρξε παρέμβαση ούτε από τους άνδρες σεκιούριτι που βρίσκονται στον χώρο. Δεν έχει γίνει γνωστό εάν βρίσκονταν κοντά στο περιστατικό.
Αρχές Σεπτεμβρίου, έπειτα από επίθεση σε παρέα σε εμπορικό κέντρο της Αττικής, έξι αγόρια οδηγήθηκαν στο τμήμα και κρατήθηκαν στο πλαίσιο του αυτoφώρου.
Ευτυχώς, χάρη σε ένα συνδυασμό κινήσεων που ακόμη δεν ξέρω πώς έκανε, ο Κώστας κατάφερε να απεγκλωβιστεί. Αρχισε να τρέχει προς την είσοδο – θυμήθηκε ότι μπαίνοντας είχε δει εκεί άνδρες της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. Ο αδελφός του και τα άλλα παιδιά που αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί άρχισαν να τρέχουν πίσω του, ενώ οι δράστες τούς ακολουθούσαν. Φθάνοντας όμως στην είσοδο και βλέποντας την ομάδα ΔΙ.ΑΣ., οι νεαροί ταμπουρώνονται στο εσωτερικό του εμπορικού κέντρου. Τα αγόρια εξιστόρησαν με λεπτομέρεια τι είχε συμβεί στους αστυνομικούς, που τους ζήτησαν να παραμείνουν στο σημείο. Περίμεναν περίπου 40 λεπτά εκεί ώσπου να βγουν οι άλλοι. Οταν τους είδαν, τους υπέδειξαν στους αστυνομικούς, που τους συνέλαβαν. Οι δύο ομάδες των έξι οδηγήθηκαν στο τμήμα, ενώ ειδοποιήθηκαν οι γονείς τους.
Κάλεσμα στο TikTok
Οι ενήλικοι περιεργάζονταν ο ένας τον άλλον: έμοιαζε να ανήκουν στην ίδια κοινωνικοοικονομική κατάσταση, θα μπορούσαν να είναι φίλοι. Οι γονείς των δύο αδελφών κατέθεσαν μήνυση, γεγονός που επέτρεψε στη διαδικασία να κινηθεί. Αφού όλοι οι εμπλεκόμενοι κατέθεσαν στον ανακριτή, οι έξι φερόμενοι ως δράστες που παραδέχθηκαν τις πράξεις τους οδηγήθηκαν σε κελί στο πλαίσιο της διαδικασίας του αυτοφώρου, προκειμένου το άλλο πρωί να οδηγηθούν στον εισαγγελέα. Κατά τη σύλληψη, ένας εξ αυτών είχε φτύσει στο πρόσωπο έναν αστυνομικό, με αποτέλεσμα να «συλλέξει» και την παράβαση της αντίστασης κατά της αρχής. Οπως έγινε γνωστό αργότερα, το έκανε στο πλαίσιο ενός challenge που «έτρεχε» στο TikTok. Ενα κάλεσμα από account συνδέσμου φιλάθλων στην ίδια πλατφόρμα ήταν και ο λόγος που οι έξι είχαν βρεθεί στο εμπορικό κέντρο. «Πάμε για ξύλο» ήταν το σύνθημα, ή κάπως έτσι, το οποίο αναπαρήχθη αρκετά ώστε να φτάσει στα timeline και αυτών των νεαρών. Δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, πρώτη φορά είχαν συναντηθεί εκείνη την ημέρα. Είχαν φθάσει από διάφορες περιοχές της Αθήνας προκειμένου να είναι στη «φάση».
Επίδειξη δύναμης
Τα βίντεο στο TikTok από τέτοιες «συναντήσεις» σε εμπορικά κέντρα δίνουν και παίρνουν. Συχνά πρόκειται για ραντεβού δύο σχολείων – στον κώδικα των παιδιών λέγεται «σέντρα». Επίδειξη δύναμης ανάμεσα σε παιδιά 13-14 ετών. Δεν ήταν τυχαία η παρουσία της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. έξω από τον συγκεκριμένο χώρο. Τα περιστατικά επιθέσεων από ανηλίκους σε ανηλίκους είναι σχεδόν καθημερινά, ωστόσο λίγοι από τους γονείς έχουν το κουράγιο να καταθέσουν μήνυση, θέλοντας να προστατεύσουν τα παιδιά τους. Ως αποτέλεσμα, συγκεκριμένες παρέες αποθρασύνονται ολοένα και περισσότερο.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, το κελί εκείνο το βράδυ θύμιζε παιδική χαρά. Τα παιδιά γελούσαν, φώναζαν και έβριζαν χωρίς να φαίνεται να έχουν αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αντιθέτως φαινόταν ότι ήθελαν να δείξουν ποιος είναι ο πιο μάγκας, ο πιο ατρόμητος. Σε κάθε περίπτωση, η αντίδρασή τους ήταν πολύ μακριά από την αντίδραση που θα φανταζόταν κανείς ότι θα είχε ένα παιδί αυτής της ηλικίας που ένα ωραίο βράδυ βρισκόταν πίσω από τα κάγκελα.
Οι γονείς των θυμάτων πάντως τρομοκρατήθηκαν. Δύσκολα θα αφήσουν τα παιδιά τους να ξαναπάνε μόνα τους στο συγκεκριμένο εμπορικό κέντρο. «Η εγκληματικότητα στις ηλικίες 14-16 είναι μεγάλη και είναι εγκληματικότητα που γίνεται για πλάκα», λέει η μαμά τους στην «Κ», υπό τον όρο της ανωνυμίας ασφαλώς. «Δεν είναι επιθέσεις γιατί πεινάνε ή για να αποσπάσουν ένα κινητό που δεν έχουν. Κλέβουν για πλάκα. Είναι πολύ τρομακτικό». Η δικάσιμος ορίστηκε για το 2025.
Η γένεση της βίας, η ταυτότητα του «νταή» και η ανάληψη δράσης
Της Ιωάννας Φωτιάδη
Την προηγούμενη Παρασκευή, το μεσημέρι, μαθητής της Α΄ Γυμνασίου έπεσε θύμα ξυλοδαρμού έξω από το σχολείο του στον Πειραιά, ενώ την Κυριακή στην Κηφισιά η άγρια συμπλοκή δύο ομάδων εφήβων οδήγησε στο νοσοκομείο δύο 15χρονους, που είχαν χτυπηθεί με καδρόνια στο κεφάλι για τα μάτια μιας κοπέλας. Το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας ένας 12χρονος στον Βόλο κατευθυνόταν στο κολυμβητήριο όταν δέχθηκε επίθεση από συνομηλίκους του που θέλησαν να μάθουν «τι ομάδα είναι». Και προχθές το βράδυ, στον σταθμό ΗΣΑΠ στο Νέο Ηράκλειο δύο ανήλικοι επιτέθηκαν και αποπειράθηκαν να ληστέψουν μαθητές. Συνελήφθησαν από αστυνομικούς και στην κατοχή τους βρέθηκε πιστόλι ρέπλικα.
«Η βία δεν ξεσπά εν μια νυκτί, επωάζεται για καιρό και εκδηλώνεται όταν υπάρξουν οι “κατάλληλες” συνθήκες», παρατηρεί η Ελενα Συρμαλή, εγκληματολόγος και πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ασφαλείας (ΚΕΜΕΑ) του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. «Η κανονικοποίηση της βίας ξεκίνησε με τον βίαιο λόγο –δημόσιο ή ιδιωτικό–, εν συνεχεία υπήρξαμε μάρτυρες δημοσίων προσώπων που ασχημονούσαν, ακόμη και βιαιοπραγούσαν», συμπληρώνει.
«Στην κανονικοποίηση της βίας έχουν συμβάλει τα ΜΜΕ με τη μαζική και χωρίς όριο διάχυση λεπτομερειών για τον τρόπο τέλεσης πλήθους εγκλημάτων», προσθέτει η Ελενα Κουτσοπούλου, ψυχολόγος – εγκληματολόγος. Η καραντίνα πυροδότησε τη βία των εφήβων, «γιατί καταστρατηγούσε ένα βασικό αίτημα της εφηβείας, την ελευθερία». Σύμφωνα με την ίδια, «το ξέσπασμα της βίας είναι η κραυγή των παιδιών των οποίων η ανάγκη για σύνδεση και αποδοχή δεν έχει ικανοποιηθεί».
«Η οικογένεια και το σχολείο παίζουν καθοριστικό ρόλο, ενώ κρίσιμο είναι το αν οι δύο αυτοί πυλώνες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους».
Οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής άλλαξαν τις ισορροπίες στην οικογένεια. «Ελλείψει ποιοτικού χρόνου δεν χτίζεται σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ γονιού και παιδιού, ενώ τα παιδιά δυσκολεύονται να έχουν ως πρότυπο τους γονείς τους, κάτι που τα ματαιώνει», τονίζει η κ. Κουτσοπούλου. Αν δεν βρουν προσοχή στο οικογενειακό περιβάλλον, θα τη διεκδικήσουν με άλλο τρόπο. «Παλαιότερα είχαμε άλλες σταθερές στην καθημερινότητά μας», υπενθυμίζει η κ. Συρμαλή. Και συνεχίζει: «Λέμε από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ότι ζούμε σε μια κοινωνία διακινδύνευσης, όμως τώρα βιώνουμε ως κοινωνία το τέλος των βεβαιοτήτων». Ενας έφηβος με κρίση ταυτότητας ενδέχεται «να προτιμήσει, ως πιο ασφαλή, μια αρνητική ταυτότητα, όπως αυτή του “νταή”».
«Η οικογένεια και το σχολείο παίζουν καθοριστικό ρόλο στη γένεση της βίας, ενώ εξίσου κρίσιμο είναι το αν οι δύο αυτοί πυλώνες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους», εξηγεί η κ. Συρμαλή. «Είναι καλό το παιδί να έχει ουσιαστική δέσμευση με το σχολείο, να το νιώθει σαν δεύτερο σπίτι του». Για να επιτευχθεί αυτό, «χρειάζεται ο γονιός να μην ακυρώνει το σχολείο, να μη μειώνει τους εκπαιδευτικούς». Οταν ο δάσκαλος θα ενημερώσει την οικογένεια για κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά του μαθητή, στην απόδοσή του, στις απουσίες, ο γονιός θα πρέπει να το διερευνήσει. «Το ζητούμενο δεν είναι αν αγαπάμε τα παιδιά μας, αλλά αν τα προετοιμάζουμε να γίνουν σωστοί πολίτες», υπενθυμίζει η ίδια, που κάνει λόγο για την άρνηση συχνά των γονέων να αντικρίσουν κατάματα την αλήθεια, όπως όταν υπάρχει κάποιο ψυχικό νόσημα. Η δουλειά ενός επαγγελματία ψυχικής υγείας με έναν έφηβο μπορεί να αποδειχθεί απόλυτα λυτρωτική, «είναι η καλύτερη επένδυση των γονιών για το μέλλον». Η παραβατικότητα των ανηλίκων σήμερα φέρει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εγκληματικότητας. «Οφείλουμε να διαχειριστούμε τέτοιες συμπεριφορές εγκαίρως, ούτως ώστε να εξαλειφθούν στη διάρκεια της εφηβείας, διότι αν συνεχιστούν και μετά το σχολείο, τότε βγαίνουν στην κοινωνία άνθρωποι που είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα ακολουθήσουν μια “εγκληματική καριέρα” ή θα εκδηλώνουν σε όλη τους τη ζωή βίαιες και σοβαρές αντικοινωνικές συμπεριφορές», εξηγεί.
Οι γονείς που απευθύνονται για βοήθεια στην κ. Κουτσοπούλου είναι «καταβαραθρωμένοι» από τις σύγχρονες συνθήκες ζωής. «Εκπέμπουν ένα αίσθημα ανημποριάς· θέτω ως προτεραιότητα την καθοδήγησή τους για να διαχειριστούν ορθά τη βίαιη συμπεριφορά του παιδιού». Η ίδια νιώθει ότι τόσο η οικογένεια όσο και η κοινωνία παρακολουθούν το ξέσπασμα βίας «μουδιασμένες». «Πρέπει να περάσουμε από το στάδιο του σοκ σε αυτό της ανάληψης ευθύνης και δράσης», καταλήγει.