Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας
εμπορικές-πυξίδες-στη-βαβέλ-της-αθή-562701994

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας

Οι επικεφαλής επτά ιστορικών επιχειρήσεων μας ταξιδεύουν στον χρόνο, μιλούν στην «Κ» γι’ αυτό που βλέπουν να γίνεται η ελληνική πρωτεύουσα, μοιράζονται τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους, δίχως όμως να παύουν να ελπίζουν

Φωτογραφίες: Νίκος Κοκκαλιάς, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος

Πού πάνε οι πόλεις όταν ξαναζούν τα νιάτα τους· όταν έρχεται το νέο με τη γνώριμη σαρωτικότητά του; Τι συμβαίνει στις μητροπόλεις του κόσμου τον 21ο αιώνα; Πώς διασώζουν οι πόλεις την ταυτότητά τους, προτού παρασυρθούν από τις καινούργιες τους συνθήκες;

Η Αθήνα είναι ένα αίθριο μουσείο του 20ού αιώνα. Με την έφοδο του μιλένιουμ ανοίχτηκε στον κόσμο, κατέστη προορισμός, έγινε μητρόπολη. Κι άρχισε να παραδίδεται στα καινούργια κελεύσματα μιας ανέτοιμης και αδύναμης οικονομίας – στον τουρισμό και τον αστικό εξευγενισμό.

Πλέον, τα καφενεία της γενιάς μας προσφέρουν μονοποικιλιακό καφέ από κάποια υπό εξαφάνιση φυλή ιθαγενών του Αμαζονίου και σάντουιτς με λαχανικά από τα υψίπεδα του Γκολάν. Τα εστιατόρια προσφέρουν «πειραγμένο» μουσακά και αγγουροντομάτα σε αφρό. Τα σπίτια μας τα ίδια γίνονται σκηνές για τους περαστικούς της πόλης, και εμείς βουλιάζουμε σε μια στεγαστική ζώνη του λυκόφωτος που μας διώχνει από το κέντρο της πόλης όπου επιλέξαμε να ζούμε.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-1
©Shutterstock

Οι περισσότερες γειτονιές γίνονται… Κουκάκι: ένα απέραντο ξενοδοχείο, καφέ ή εστιατόριο. Η ελληνική πρωτεύουσα παραδίδεται στον τουρίστα, δίχως να γνωρίζει πόσο μπορεί να αντέξει κάτι τέτοιο. Οι κάτοικοί της βλέπουν τη μητρόπολή τους να μετασχηματίζεται σε απέραντο λούνα παρκ, αφού η πόλη έχει μόνον ένα κέντρο, όπου συνωστίζονται τα εκατομμύρια επισκεπτών, και η «περιφέρειά» της είναι σβησμένη από τον τουριστικό χάρτη, σε αντίθεση με το Βερολίνο, το Παρίσι ή το Λονδίνο, για παράδειγμα.

Το υπουργείο Παιδείας στη Μητροπόλεως έχει γίνει ξενοδοχείο. Το ίδιο συνέβη και με κτίριο της οδού Γενναδίου που κάποτε φιλοξενούσε την πρεσβεία του Καναδά. Προ έτους, το κτίριο που φιλοξενούσε επί δεκαετίες τα παιχνίδια «Δαμίγος» πωλήθηκε εξ ολοκλήρου και θα αλλάξει χρήση. Το ίδιο θα συμβεί και με το «νεοϋορκέζικο» κτίριο της οδού Αιόλου και Μιλτιάδου, που στο ισόγειο επί δεκαετίες στεγαζόταν το κατάστημα ρολογιών Λιαρόπουλου.

Υπάρχουν τοπόσημα της πόλης, έμποροι και επιχειρηματίες, με βαθιές ρίζες στην Αθήνα και στην Ιστορία της. Εξάλλου, οι προσωπικές τους αφηγήσεις –όπως ορισμένοι εξ αυτών κατέθεσαν στην «Κ»– είναι ταυτισμένες ή απεικονίζουν, σε κάθε περίπτωση, τα σκαμπανεβάσματα αυτής της μητρόπολης του Νότου.

Και είναι κάποιοι έμποροι που επιμένουν να ανθίστανται ή να προσαρμόζονται με τους δικούς τους όρους στη λαίλαπα του «νέου» και στην υπαγωγή της γειτονιάς στην υπηρεσία του περαστικού – Ελληνα ή ξένου. Είναι οι κοιτίδες –ή οι πυξίδες– μιας Αθήνας που υπήρξε και υπάρχει, αλλά κατακλύζεται και θολώνεται από τις ανάγκες που η ίδια δημιουργεί στον εαυτό της.

Οι έμποροι με τους οποίους συνομίλησε η «Κ», επισκεπτόμενη τα καταστήματά τους –κόγχες ιστορίας, μνήμης και ανάμνησης–, μιλούν για αιώνιο έρωτα με την πόλη και τη δουλειά τους. Κάνουν λόγο για επιμονή και προσπάθεια αλλά και γι’ αυτό που βλέπουν να γίνεται η ελληνική πρωτεύουσα. Προβληματίζονται, ανησυχούν, δίχως να παύουν να ελπίζουν.

Πιάνα Νικοτιάν – Ο Ρίχτερ, ο Ρούμπινσταϊν και η Κάλλας

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-2
©Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος/Καθημερινή

Σχεδόν σύσσωμη η οικογένεια Νικοτιάν υποδέχεται και ξεναγεί την «Κ» στο κτίριο της ιστορικής επιχείρησης πιάνων στο 105 της οδού Σόλωνος: η Αρούς και ο Στέφανος Νικοτιάν, η δεύτερη γενιά επιχειρηματιών, και ο Ρομπέρ, η τρίτη γενιά, γιος της Αρούς. Ο Κάρολος Νικοτιάν, γιος του Στέφανου, που πήρε το όνομα και την… τεχνική χάρη του παππού του και ιδρυτή της εμβληματικής επιχείρησης το 1929, έλειπε σε ταξίδι στη Σαγκάη, στη μεγάλη έκθεση μουσικών οργάνων που διεξάγεται εκεί αυτή την περίοδο.

«Το “Νικοτιάν” είναι ένα όνομα που το εμπιστεύονται όλοι. Ο πατέρας μου έλεγε, προκειμένου να κοροϊδέψω έναν πελάτη, προτιμώ να τον χάσω. Αυτή η λογική πάει από γενιά και γενιά. Οι πελάτες μάς εμπιστεύονται, τους ελκύει διαχρονικά που τους εξυπηρετεί πάντα ένας Νικοτιάν», λέει η Αρούς Νικοτιάν, παρότι σήμερα, όπως αναφέρεται στην κουβέντα μας, είναι πολλή η πληροφορία από το ίντερνετ, που οι πελάτες δεν επαφίενται μόνο σε αυτό που θα τους πεις.

Οι πελάτες μάς εμπιστεύονται, τους ελκύει διαχρονικά που τους εξυπηρετεί πάντα ένας Νικοτιάν.

Η κόρη του Καρόλου Νικοτιάν θυμάται τη Σόλωνος δρόμο των βιβλίων και των πιάνων, κάτι που επιβεβαιώνει και ο αδελφός της, Στέφανος. Αμφότεροι συνηγορούν ότι η δουλειά δεν είναι η ίδια.  «Από 500 πιάνα που πουλούσαμε ετησίως μέχρι πριν από 10-15 χρόνια, σήμερα πέσαμε στα 100», αναφέρουν. Θυμούνται τους επιχειρηματίες πιάνων όπως οι Διαμαντόπουλος, Θεολογίτης, «Απολλώνιον», Νάκας, τα αδέλφια Μοσχοβίδη με διαφορετικές επιχειρήσεις. Μιλούν και βλέπεις να ξεδιπλώνεται μπροστά σου μια ολόκληρη εποχή, ένα παρελθόν που επιζεί στα αντικείμενα, στα πρόσωπα της Αρούς και του Στέφανου Νικοτιάν. Από τις διηγήσεις τους αναδεικνύεται σχεδόν ένας αιώνας ιστορίας, επιχειρηματικότητας και προσφοράς – σχεδόν 100 χρόνια παρουσίας στην πόλη που άκουγε και έπαιζε μουσική σε αστικά σαλόνια, ωδεία και σκηνές.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-3
Αρούς και Στέφανος Νικοτιάν, δεύτερη γενιά εμπόρων πιάνων. (©Καθημερινή)

Ο Κάρολος Νικοτιάν κατέφτασε στην Αθήνα μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Επιασε δουλειά στο κατάστημα πιάνων του επίσης αρμενικής καταγωγής Νικολαΐδη (εξελληνισμένο επώνυμο του Νικολοσιάν), μαζί μάλιστα με τον έτερο Καππαδόκη, Φίλιππο Νάκα. Ο Νικολαΐδης, λόγω συνταξιοδότησής του, άφησε τα πιάνα στον Κάρολο Νικοτιάν με μεγάλες ευκολίες αποπληρωμής. Το πρώτο κατάστημα της οικογένειας Νικοτιάν είχε δημιουργηθεί το 1929 στη γωνία Ακαδημίας και Χαρ. Τρικούπη. Ο Κάρολος Νικοτιάν, με σπάνιο μουσικό «αυτί», ανέλαβε το τεχνικό κομμάτι: έγινε ο χορδιστής και ο συντηρητής των πιάνων όλων των μεγάλων σκηνών, όπως η Λυρική. 

Η Αστυνομία, το 1976, εσπευσμένα μετέφερε τον Κάρολο Νικοτιάν στο Ηρώδειο για να κουρδίσει το πιάνο του Σιάτοσλαβ Ρίχτερ, αφού ο σολίστ-θρύλος αρνήθηκε να παίξει στο πιάνο που είχε κουρδιστεί με μηχανή – είχε ζητήσει το «αυτί» του Καρόλου Νικοτιάν.

Η κόρη του, Αρούς Νικοτιάν, που ανέλαβε καθήκοντα στην επιχείρηση το 1972, θυμάται να παραλαμβάνει τον πατέρα της η Αστυνομία, το 1976, και εσπευσμένα να τον μεταφέρει στο Ηρώδειο για να κουρδίσει το πιάνο του Σιάτοσλαβ Ρίχτερ, αφού ο σολίστ-θρύλος αρνήθηκε να παίξει στο πιάνο που είχε κουρδιστεί με μηχανή – είχε ζητήσει το «αυτί» του Καρόλου Νικοτιάν. Το ίδιο είχε κάνει ο Αρθουρ Ρούμπινσταϊν, αλλά και η Μαρία Κάλλας.  Αδιάψευστους μάρτυρες αποτελούν οι καδραρισμένες επιστολές ευχαριστιών των τεράτων της παγκόσμιας κλασικής μουσικής δίπλα στο πορτρέτο του Καρόλου Νικοτιάν στην είσοδο του καταστήματος της οδού Σόλωνος, όπου εδρεύει η επιχείρηση. Ο ιδρυτής της επιχείρησης πεθαίνει το 1981, η εποχή κατά την οποία ο γιος του, Στέφανος, ιατρός ακτινολόγος, παρατάει την Ιατρική και στρέφεται κι εκείνος στα πιάνα.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-4
Ο Ρομπέρ Νικοτιάν, τρίτη γενιά εμπόρων πιάνων. (©Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος/Καθημερινή)

Υπάρχει, όμως, και η τρίτη γενιά. Ο Ρομπέρ Νικοτιάν μοιάζει αποφασισμένος να συνεχίσει το όνομα και ελπίζει στην τέταρτη γενιά που ακολουθεί. Ωστόσο, «δεν ασχολούνται πλέον ιδιαίτερα οι νέοι με την κλασική μουσική. Ακόμα και όσοι έχουν οικονομική δυνατότητα για κάτι παραπάνω, δύσκολα πλέον επενδύουν. Οι γονείς διοχετεύουν τα παιδιά προς τις γλώσσες. Θέλω να πιστεύω ότι είναι κύκλος – ότι θα ιδωθεί ξανά το πιάνο ως όργανο άξιο να το μάθεις και επένδυση», περιγράφει ο ίδιος.

Βιβλιοδετείο Μαντζάκου – Από το ορφανοτροφείο του Καποδίστρια στη Σόλωνος

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-5
Ο Γιάννης Μαντζάκος, τρίτη γενιά καλλιτεχνικών βιβλιοδετών. (©Καθημερινή)

Την ίδια επιμονή δείχνει να διαθέτει και ο Γιάννης Μαντζάκος, καλλιτεχνικός βιβλιοδέτης, τρίτης γενιάς, με την τέταρτη παρούσα στο μικρό –και τόσο μαγικό– εργαστήριο στο 99 της οδού Σόλωνος. Τον παρακολουθώ να κάνει «χειρουργικές» επεμβάσεις σε ένα βιβλίο του 18ου αιώνα. Μου περιγράφει τον προπάππο του, ζωγράφο Σπυρίδωνα Μαντζάκο, που έμαθε την τέχνη της τυπογραφίας στο ορφανοτροφείο του Καποδίστρια στην Κέρκυρα – απ’ όπου βγήκαν σπουδαίοι τεχνίτες, «το μέλλον της Ελλάδας», κατά τα λόγια του πρώτου κυβερνήτη. Αργότερα, έπιασε δουλειά στο μεγάλο τυπογραφείο του Αθανασιάδη πέριξ της Σταδίου, που εξυπηρετούσε εκδόσεις για την Ελλάδα, τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία, όπως αφηγείται ο Γιάννης Μαντζάκος, 65 ετών σήμερα.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-6
Ο Γιάννης Μαντζάκος, τέταρτη γενιά καλλιτεχνικών βιβλιοδετών. (©Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος/Καθημερινή)

Ο παππούς και ο πατέρας του, στο εργαστήριο που λειτουργεί στη Σόλωνος από το 1909 (από το 1966 στον αριθμό 99), του έλεγαν να μάθει τη δουλειά κι ας μην την έκανε ποτέ. Την έκανε, όμως, συνεχίζοντας την παράδοση αιώνων και έχει κατορθώσει να διασώσει και να ομορφύνει εκδόσεις που ουδείς μπορεί να φανταστεί – από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα, θησαυρούς εκατομμυρίων που ανήκουν σε μεγάλους συλλέκτες, «στις 20 τέτοιες ιδιωτικές βιβλιοθήκες που γνωρίζω ότι υπάρχουν στην Αθήνα και μας εμπιστεύονται χρόνια τώρα».

Το καλλιτεχνικό βιβλιοδετείο Μαντζάκου, από το 1909, έχει κατορθώσει να διασώσει και να ομορφύνει εκδόσεις που ουδείς μπορεί να φανταστεί.

Αυτό που ανακαλεί στη μνήμη του είναι το δέσιμο των αρχείων, ντοκουμέντων, σημειώσεων και ημερολογίων του Δημητρίου Λεβίδη, του αυλάρχη και εξ απορρήτων του βασιλέα Παύλου. «Δούλευα με τον πατέρα μου, πρέπει να ήταν το 1977-78, όταν κατέφτασαν επτά μεγάλες κούτες με έγγραφα του Λεβίδη από τους κληρονόμους του. Τους είπα να μου τα αφήσουν, αλλά μου απάντησαν ότι αυτό αποκλείεται. Εβαλαν, μάλιστα, δύο άτομα φύλαξη απ’ έξω, ώστε να μη διαρρεύσει τίποτα. Δούλευα εντατικά μία εβδομάδα. Το τι διάβασα εκεί μέσα… Ηταν σημειώσεις από την καθημερινή ζωή στο παλάτι, φαντάζεστε… Εγγραφα, επιστολές, χειρόγραφα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τα διαβάζω αλλά δεν μπορώ να πω άλλα», περιγράφει ο ίδιος στην «Κ».

Στο πατάρι του καταστήματος εργάζεται ο γιος του, επίσης Γιάννης, 32 ετών σήμερα. Ο ίδιος δεν ήθελε να δουλέψει ποτέ ως υπάλληλος. «Εδώ έχω ελευθερία, δεν υπάρχει επανάληψη, η δημιουργικότητα σου δίνει κάτι διαφορετικό. Ηταν και μια επιχείρηση που δεν έπρεπε να χτίσω από την αρχή. Είναι ωραίο που είμαστε δύο γενιές ταυτόχρονα εδώ. Ο κόσμος θέλει την προσωπική επαφή και η διαφορά ηλικίας βοηθάει στο εύρος των πελατών», λέει η τέταρτη γενιά βιβλιοδετών της οικογένειας, που εξακολουθεί να εξυπηρετεί συλλέκτες και… σκληροπυρηνικούς βιβλιόφιλους. Εχει, όμως, στην άκρη του μυαλού του ότι η κλασική, καλλιτεχνική βιβλιοδεσία πρέπει να βρίσκει νέους τρόπους έκφρασης, να εκμοντερνίζεται αισθητικά. Και μοιάζει αποφασισμένος να συνεχίσει. Οπως ο πατέρας του, που δεν το έβαλε ποτέ κάτω, όσο κι αν η Σόλωνος αφέθηκε στο έλεος της κρίσης.

Ζαχαροπλαστείο Μητροπολιτικόν – Ο Καραμανλής, ο Τσάτσος και ο νυφιάτικος μπακλαβάς

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-7
Ο Γιώργος Γεροντόπουλος, τρίτη γενιά ζαχαροπλαστών του «Μητροπολιτικού». (©Νίκος Κοκκαλιάς/Καθημερινή)

Στο 39 της οδού Βουλής, οι τουρίστες μπαίνουν στο «Μητροπολιτικόν» σαν… συστημένοι. Εχουν έρθει εδώ για τον μπακλαβά. Ο Γιώργος Γεροντόπουλος, τρίτη γενιά ζαχαροπλαστών, τους υποδέχεται με ένα μεγάλο χαμόγελο στο κατάστημα και τους εξηγεί τα διαφορετικά είδη μπακλαβά που προσφέρει το ζαχαροπλαστείο του από τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Μου δείχνει, μάλιστα, δημοσίευμα της εφημερίδας «Σίφνος» του φθινοπώρου του 1933, με διαφημιστική καταχώρηση του ζαχαροπλαστείου. Μου εξιστορεί και τον μύθο γύρω από τον μπακλαβά Μυτιλήνης: η υποψήφια νύφη πήγαινε ένα ταψί στην πεθερά ως διαπιστευτήριο για το πόσο καλή νοικοκυρά ήταν. Αν το ενέκρινε, η πεθερά επέστρεφε το ταψί με το κομμάτι στο κέντρο του ταψιού. «Είναι νυφιάτικος μπακλαβάς, γι’ αυτό έχει λευκό αμύγδαλο», διηγείται ο ίδιος.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-8
©Νίκος Κοκκαλιάς/Καθημερινή

Ο πατέρας του, Δημήτρης Γεροντόπουλος, με σπουδές Χημείας στη Λωζάννη, επιστρέφοντας στην Αθήνα δεν έβρισκε δουλειά και στράφηκε στην οικογενειακή επιχείρηση. Ο ίδιος έχει κάνει σπουδές Διοίκησης Επιχειρήσεων αλλά και ζαχαροπλαστικής. «Τα οικονομικά από μόνα τους δεν φτάνουν γι’ αυτή τη δουλειά», λέει ο Γιώργος Γεροντόπουλος. Η μητέρα του, μικρανιψιά του Τσελεμεντέ, Μαρία Γεροντοπούλου-Τσιλιμπουνίδου, είναι οδοντίατρος. «Το αστείο που κάνω με τους πελάτες είναι ότι εγώ τους χαλάω τα δόντια και η μητέρα μου τους τα φτιάχνει», λέει γελώντας.

Καραμανλής και Τσάτσος αγόραζαν μπαμπάδες, «σαβαρέλ όχι με ρούμι, αλλά με μαρμελάδα βερίκοκο, με αμύγδαλα και κονιάκ». Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επέλεγε υδραίικα αμυγδαλωτά. Παναγιώτης Πικραμμένος και Μιχάλης Σάλλας προτιμούν τα ναπολεόν και τα δαμάσκηνα Σκοπέλου με σοκολάτα.

Θυμάται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να αγοράζουν μπαμπάδες, «σαβαρέλ όχι με ρούμι, αλλά με μαρμελάδα βερίκοκο, με αμύγδαλα και κονιάκ». Θυμάται επίσης να πηγαίνει άπαξ του μηνός στην οικία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη υδραίικα αμυγδαλωτά. Οπως θυμάται και τον πρίγκιπα διάδοχο του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, να παραγγέλνει 700 κομμάτια μπακλαβά. Μιλάει για τον Παναγιώτη Πικραμμένο που προτιμά τα ναπολεόν και τα δαμάσκηνα Σκοπέλου με σοκολάτα, όπως και ο Μιχάλης Σάλλας.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-9
©Αρχείο οικογένειας Γεροντόπουλου

«Αλλάζει η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Είναι πολλά τα Airbnb και τα μπουτίκ ξενοδοχεία. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά έχουν αρχίσει να φεύγουν οι οικογένειες με τα μικρά παιδιά. Τώρα, πλέον, οι πελάτες είναι κυρίως οι τουρίστες και οι εργαζόμενοι των γύρω επιχειρήσεων», περιγράφει ο Γιώργος Γεροντόπουλος, που λέει ότι η τέταρτη γενιά δεν ξέρει εάν θα ασχοληθεί με την ιστορική επιχείρηση. «Ο μικρός έρχεται πού και πού, ο μεγάλος όχι. Θα δούμε».

Ωρολογοποιείο Σιδερή – Η πρώτη ώρα Ελλάδος

Στην άλλη άκρη της οδού Βουλής, στον αριθμό 17, βρίσκεται το ωρολογοποιείο του Νίκου Σιδερή – τρίτη γενιά των λεγόμενων ρολογάδων του Συντάγματος. Ο παππούς, Νίκος Σιδερής, ήταν εκείνος που είχε κατασκευάσει το ρολόι του Αστεροσκοπείου Αθηνών, που είχε δώσει την πρώτη ώρα Ελλάδος, το 1927. Στο κατάστημα, στην είσοδο της Στοάς Εμπόρων, τα ρολόγια και τα έπιπλα του καταστήματος μοιάζουν βγαλμένα από την προπολεμική Αθήνα, μια κάψουλα του χρόνου. Ο Νίκος Σιδερής, λίγα χρόνια νωρίτερα, είχε βρεθεί προ εκπλήξεως όταν υπήρξε πιθανότητα να εκδιωχθεί από το κατάστημά του. Με τη βοήθεια της Monumenta, αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας για την προστασία της φυσικής και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελλάδας και Κύπρου, κατάφερε να κριθεί διατηρητέα η χρήση του καταστήματος, που αποτελεί πλέον τοπόσημο του κέντρου της ελληνικής πρωτεύουσας.

Οι Νίκος Σιδερής ήταν εκείνος που είχε κατασκευάσει το ρολόι του Αστεροσκοπείου Αθηνών, που είχε δώσει την πρώτη ώρα Ελλάδος, το 1927.

«Η Αθήνα, όταν δουλεύεις τόσα χρόνια στο κέντρο, είναι γειτονιά. Δεν είναι το απρόσωπο που λένε όσοι κατεβαίνουν για ένα ποτό», μας λέει ο Νίκος Σιδερής, που ελπίζει η τέταρτη γενιά –που σήμερα είναι τριών ετών– να ενδιαφερθεί για τη συνέχιση του επαγγέλματος. «Τα ρολόγια έχουν χαρακτήρα, έχουν ψυχή. Κάποια είναι στριμμένα, κάποια καλόβολα. Υπάρχουν εκείνα που τελευταία στιγμή σου χαλάνε πάλι. Είναι δουλειά των άκρων: ή θα την αγαπήσεις και θα πας καλά είτε δεν θα πας πουθενά», ισχυρίζεται ο ίδιος, που θυμάται από αφηγήσεις ότι ο παππούς του και ο πατέρας του, 93 ετών σήμερα, κατέβαιναν Κυριακές να κουρδίσουν τα ρολόγια, αφού είχαν πάρει ώρα Ελλάδος από την έπαρση της σημαίας στον Λυκαβηττό στις 8 το πρωί. «Κούρδιζαν τότε τα ρολόγια τους, έρχονταν στο Σύνταγμα, κούρδιζαν τα ρολόγια του καταστήματος, αγόραζαν ένα σακουλάκι μπισκότα από το “Αριστον” και συνέχιζαν τη μέρα τους, έως την επόμενη Κυριακή, οπότε και γινόταν πάλι το ίδιο».

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-10
Ο Νίκος Σιδερής, τρίτη γενιά «ρολογάδων του Συντάγματος». (©Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος/Καθημερινή)

Ο Νίκος Σιδερής παρατηρεί ότι αλλάζει το ύφος του ιστορικού τριγώνου της Αθήνας. «Ο,τι μαγαζί κλείνει γίνεται κατάστημα εστίασης. Ο,τι ωραίο κτίριο υπάρχει γίνεται ξενοδοχείο, διώχνουν μαγαζιά γιατί πουλιούνται τα κτίρια. Βγάζουν τεχνίτες παλιούς για να κάνουν ξενοδοχεία. Δεν είναι μόνον ο τουρισμός το ζήτημά μας. Πρέπει να μπει ένα φρένο. Δεν γίνεται να ασχολούμαστε αποκλειστικά με το φαγητό και το κρασί, επειδή αυτή είναι η μόδα. Πρέπει να διατηρήσουμε και να αναδείξουμε την Ιστορία μας, που δεν είναι μόνον η Ακρόπολη. Ερχονται ξένοι ξεναγοί και δείχνουν τα μαγαζιά μας, και δεν το κάνουμε εμείς. Πρέπει να μάθουμε και τη νεότερη ιστορία της πόλης», αφηγείται ο ίδιος.

Μαλλιά Σακαλάκ – Πείσμα, αγάπη και νήματα

Στην Κολοκοτρώνη, τα μαλλιά Σακαλάκ στέκουν αγέρωχα από το 1935, παρότι η επιχείρηση ιδρύθηκε στο Μιλάνο το 1928, όπου ο Ιωσήφ Σακαλακτσόγλου, από την Καισάρεια, είχε πάει γαμήλιο ταξίδι, το 1922, από την Κωνσταντινούπολη, όπου ζούσε. Τον πρόλαβαν όμως τα δραματικά γεγονότα της Καταστροφής και αναγκάστηκε να μείνει στο Μιλάνο, όπου άνοιξε κατάστημα με νήματα. Τον Μάιο του 1935 αποφάσισε να έρθει στην Αθήνα, έχοντας ήδη αλλάξει το επώνυμο σε Σακαλάκ, επειδή στην Ιταλία η προφορά του ονόματός του ήταν δύσκολη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί του άδειασαν όλες τις αποθήκες, αλλά ο Ιωσήφ Σακαλάκ δεν υπήρχε περίπτωση να το βάλει κάτω. Την ίδια επιμονή μεταλαμπάδευσε στον γιο του Δημήτρη, αλλά και στον εγγονό του, επίσης Ιωσήφ, που μας υποδέχθηκε στο κατάστημα, στο 30 της οδού Κολοκοτρώνη. «“Με υπομονή πας μακριά”, έλεγε ο παππούς μου. Η ζωή είναι ένα χαμόγελο και συνεχίζουμε», λέει σήμερα ο Σήφης Σακαλάκ.

Είμαι ερωτευμένος με το προϊόν, δεν θέλησα ποτέ να κάνω κάτι άλλο. Θέλει μεράκι, αγάπη, σοφία, να ξέρεις να οδηγείς τα πράγματα, να μην τα ακολουθείς. Κρατάμε την καλημέρα της γειτονιάς, αλλά τα πράγματα αλλάζουν και δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Η πόλη αλλάζει, θα συνεχίσει να αλλάζει. Αυτό είναι το κέντρο.

Η τρίτη γενιά εμπόρων νήματος μιλάει ακόμη για τον έρωτα που απαιτείται να έχεις με τη δουλειά σου για να επιβιώσεις και να προχωρήσεις μέσα στο χάος του φαστ φουντ που έχει κατακλύσει τα πάντα. Επιμένει να φέρνει μαλλιά υψηλής ποιότητας από Ελβετία, Ιταλία και Γερμανία, και να μην κάνει ουδεμία έκπτωση στα προϊόντα που προσφέρει. Εξάλλου, με τα μαλλιά Σακαλάκ έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές, καθώς ο ίδιος θυμάται ιστορίες με πελάτες που συγκινούνται όταν βρίσκουν το κατάστημά του ακόμη ανοιχτό. Η πελατεία έχει αλλάξει άρδην. «Σήμερα 8 στους 10 είναι τουρίστες», είναι η αποστροφή του.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-11
Ο Σήφης Σακαλάκ, τρίτη γενιά εμπόρων νημάτων. (©Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος/Καθημερινή)

«Θα έρθουν οι ισορροπίες, όπως πάντα. Εμείς θα κωπηλατήσουμε στον δρόμο που ξέρουμε, σε αυτό που ταχθήκαμε», προσθέτει ο Σήφης Σακαλάκ, που εργάζεται στην επιχείρηση από το 1983, έπειτα από ένα μάστερ στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. «Είμαι ερωτευμένος με το προϊόν, δεν θέλησα ποτέ να κάνω κάτι άλλο. Θέλει μεράκι, αγάπη, σοφία, να ξέρεις να οδηγείς τα πράγματα, να μην τα ακολουθείς. Κρατάμε την καλημέρα της γειτονιάς, αλλά τα πράγματα αλλάζουν και δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Η πόλη αλλάζει, θα συνεχίζει να αλλάζει. Αυτό είναι το κέντρο», λέει με τη στωικότητα του εμπόρου που έχουν δει πολλά τα μάτια του.

Με τη σύζυγό του, πάντως, έχουν αποφασίσει ότι δεν θα επιβάλουν οτιδήποτε στην επόμενη γενιά. Το μόνο που μοιάζει να τους απασχολεί είναι, όπως λένε, αν κάποτε κλείσει η επιχείρηση, αυτό να συμβεί με την αξιοπρέπεια με την οποία πορεύτηκε τόσα χρόνια.

Παιχνίδια «Δαμίγος» – Ο γυρολόγος από τη Σαντορίνη που έκανε την Αθήνα να παίζει

Σε έναν κάθετο πεζόδρομο της Κολοκοτρώνη, μία μικρή στοά φιλοξενεί δύο κιβωτούς της εμπορικής Αθήνας. Στον αριθμό 6 της οδού Νικίου, τα παιχνίδια «Δαμίγος» και οι γραβάτες «Ερρικα» είναι ζωντανοί, διαχρονικοί οργανισμοί της ελληνικής πρωτεύουσας. Τα παιχνίδια «Δαμίγος» μεταφέρθηκαν στην οδό Νικίου τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν ενημερώθηκαν ότι το ιστορικό κτίριο της οδού Λυκούργου, στην Ομόνοια, πωλήθηκε και θα άλλαζε χρήση. Είχαν περάσει μια μεγάλη δοκιμασία ώσπου να βρουν νέο χώρο, αλλά τα κατάφεραν – και πάλι λόγω πείσματος.

Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1925 από τον Αντώνη Δαμίγο, που είχε έρθει από τη Σαντορίνη στην Αθήνα, όπου αρχικά είχε δουλέψει ως γυρολόγος, ώσπου κατέληξε με αποθήκη με παιχνίδια, αλλά και εργοστάσιο που κατασκεύαζε τσατσάρες και σκελετούς γυαλιών. Επιπρόσθετα είχε κάνει τόσο μεγάλη περιουσία, που μέχρι και η Nelly’s επιστρατεύτηκε για να κάνει το πορτρέτο του και να φωτογραφίσει το μαγαζί. Από την Κατοχή κι εντεύθεν, όπως ήταν βεβαίως αναμενόμενο, τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα. Ο γιος του, Νίκος Δαμίγος, όταν μεταπολεμικά ήρθε η στιγμή να αναλάβει την επιχείρηση, δεν ήταν πολύ πρόθυμος. «Εγώ ήρθα με το ζόρι, δεν μου άρεσε η ιδέα να γίνω έμπορος και ούτε τα επόμενα 40 χρόνια ήθελα να την κάνω ιδιαιτέρως αυτή τη δουλειά. Είχαμε κάνει, όμως, ανακαίνιση και πήρε τα πάνω του το μαγαζί», αφηγείται ο Νίκος Δαμίγος. «Στην αρχή ήθελα να γίνω μαθηματικός, ήμουν καλός. Και ήθελα να γίνω και λογοτέχνης. Αλλά τότε υπήρχε μόνο το Πολυτεχνείο για τους γονείς. Μετά πέρασα στην Ανωτάτη Εμπορική, για έναν χρόνο, αλλά είχα περάσει όλο μου τον χρόνο στα μπιλιάρδα και στα φλιπεράκια. Μετά ήθελαν να με στείλουν στη Γερμανία – ούτε γι’ αστείο. Τελικά βρέθηκα στο μαγαζί».

Αναγκαζόμασταν στο παρελθόν, κατά τα Χριστούγεννα, να βάλουμε ταμπέλες έξω από το κατάστημα για να αφήνει ο κόσμος τα καρότσια έξω, διότι δεν χωρούσαν όλοι.

Η επιχείρηση των παιχνιδιών έχει ζήσει μεγάλες στιγμές, ιδίως τα Χριστούγεννα, όπου η κοσμοσυρροή ήταν παροιμιώδης. «Αναγκαζόμασταν να βάλουμε ταμπέλες έξω από το κατάστημα για να αφήνει ο κόσμος τα καρότσια έξω, διότι δεν χωρούσαν όλοι», θυμάται η Μαρίνα Δαμίγου, η οποία με την αδελφή της, Μυρτώ, αποτελούν την τρίτη γενιά παιχνιδάδων. «Αυτά θα είναι τώρα τα πρώτα μας Χριστούγεννα εδώ. Τα περιμένουμε πώς και πώς», λέει η ίδια. Σήμερα, στο κατάστημα δραστηριοποιούνται η ίδια, η αδελφή της, αλλά και ο Βασίλης Καλογερόπουλος, υπάλληλος, σχεδόν οικογένεια, του καταστήματος. Ο Βασίλης Καλογερόπουλος θυμάται Χριστούγεννα που ο κόσμος πλήρωνε ενώ ακόμη ήταν στην ουρά, διότι ήταν πολύωρη η αναμονή.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-12
Μαρίνα Δαμίγου και Βασίλης Καλογερόπουλος (©Καθημερινή)

Ο Νίκος και η Μαρίνα Δαμίγου αλλά και ο Βασίλης Καλογερόπουλος μιλούν για το πώς άλλαξε άρδην η πελατεία και πλέον 8 ή 9 στους 10 πελάτες είναι τουρίστες, που αναζητούν ελληνικό παιχνίδι αλλά δεν βρίσκουν. Οπως μας λένε, μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ τη δεκαετία του ’80, τα ελληνικά εργοστάσια έκλεισαν, καθώς άρχισαν οι εισαγωγές από την Ευρώπη, που έως τότε ήταν πολύ ακριβές λόγω δασμών, ενώ οι ελληνικές εταιρείες αντέγραφαν τα παιχνίδια του εξωτερικού. «Σήμερα, μέχρι και τα τσολιαδάκια στα τουριστικά καταστήματα κατασκευάζονται εκτός Ελλάδας», όπως σημειώνει η Μαρίνα Δαμίγου, η οποία μοιάζει αποφασισμένη να επιμείνει με πείσμα στο καλό παιχνίδι, αυτό με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές και αργότερα μένει ως αντικείμενο στον χώρο, ως συλλεκτικό κομμάτι. Της ήρθε, μάλιστα, ως ανάμνηση ένας πελάτης που ήρθε για να αγοράσει ένα ηλεκτρικό αυτοκινητάκι, το πήρε κι έφυγε… οδηγώντας. «Μας έμεινε κειμήλιο… η κούτα», λέει γελώντας η Μαρίνα Δαμίγου. Ο Βασίλης Καλογερόπουλος, από την πλευρά του, θυμήθηκε περιστατικό με πελάτισσα που έμενε στου Μακρυγιάννη και μία κούκλα χελώνα που είχε αγοράσει από το παιχνιδάδικο είχε βρεθεί τρυπημένη από σφαίρες στα Δεκεμβριανά του ’44.

Πελάτισσα που έμενε στου Μακρυγιάννη είχε αγοράσει μία κούκλα χελώνα από το παιχνιδάδικο, η οποία είχε βρεθεί τρυπημένη από σφαίρες στα Δεκεμβριανά του ’44.

Τα σκαμπανεβάσματα, έτσι κι αλλιώς, δεν έλειψαν ποτέ. «Οταν μπήκε η Κίνα στο παιχνίδι, ήταν το πρώτο σοκ. Μετά, με την κρίση, τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα, από την οποία δύσκολα θα ανακάμψουμε», λέει ο Νίκος Δαμίγος. Σήμερα, παλεύουν με τις αλλαγές στην αγορά της Αθήνας, με τις αλλαγές της ίδιας της πόλης και την τουριστικοποίησή της. Και η τέταρτη γενιά; «Δεν είμαι συναισθηματικός με τόπους και με μαγαζιά, δεν με απασχολεί ιδιαιτέρως που φύγαμε από την Ομόνοια. Ετσι κι αλλιώς, η Λυκούργου είχε πεθάνει. Δεν με πειράζει, επίσης, αν σταματήσει η επιχείρηση στην τέταρτη γενιά. Το θεωρώ αναπόφευκτο στο εμπόριο ότι θα τελειώσουν τα παιχνίδια “Δαμίγος”. Η Αθήνα, έτσι κι αλλιώς, είναι πλέον πιο απρόσωπη, λιγότερο γειτονιά, λιγότερο γραφική, αλλά δεν με πειράζει. Εγώ θέλω να είμαι πάντα στο κέντρο», εξομολογείται ο Νίκος Δαμίγος, επίμονος κάτοικος του Μακρυγιάννη.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-13
Μαρίνα και Νίκος Δαμίγος. (©Νίκος Κοκκαλιάς/Καθημερινή)

«Ο,τι γίνεται γίνεται σιγά σιγά, γιατί είμαστε οικογενειακή επιχείρηση. Ταυτότητά μας είναι τα παιχνίδια και οι άνθρωποι. Κουβεντιάζουμε με τους πελάτες, είναι σημαντική η επαφή. Δεν φοβάμαι την αλλαγή ταυτότητας του μαγαζιού. Απλώς το παλιό κατάστημα ήταν αλλιώς, είχε τις γωνιές του, τώρα πρέπει να βρούμε νέα ταυτότητα. Σκεφτόμαστε να κάνουμε πολλά, αλλά πρέπει να δούμε πόσο αντέχει η τσέπη μας», συμπληρώνει η Μαρίνα Δαμίγου. «Δεν ξέρω αν η Αθήνα μπορεί να αντέξει όλο αυτό που γίνεται για χάρη του τουρισμού, με τους κατοίκους που θα αναγκαστούν να φύγουν από το κέντρο. Πόσα Airbnb και ξενοδοχεία μπορεί να αντέξει η πόλη;» αναρωτιέται η ίδια.

Γραβάτες «Ερρικα» – Ο άνθρωπος που έπεισε τον Ερντογάν να φορέσει πράσινη γραβάτα

Στην άλλη πλευρά της εισόδου της στοάς, στην οδό Νικίου 6, βρίσκονται οι περίφημες γραβάτες «Ερρικα», που είχαν ιδρυθεί το 1942 στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης από τον Ερρίκο Μιρμίρογλου. Το 1969 αναγκάστηκαν οικογενειακώς, όπως και πολλοί Ρωμιοί, να εγκαταλείψουν σταδιακά την Κωνσταντινούπολη. Αρχικά για τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια για την Αθήνα. Το κατάστημα της Αθήνας άνοιξε το 1972, στην οδό Βασιλικής 2, αλλά το 2004, με την πώληση του κτιρίου, μεταφέρθηκε στη Νικίου. Οι πελάτες της «Ερρικας», που από τον Ερρίκο Μιρμίρογλου πέρασε στον γιο του, Θεόδωρο, ήταν πάντα τα μεγαλύτερα εμπορικά ονόματα της Αθήνας: Στρογγυλός, Γιαννέτος, Κ. Μαρούσης, Elegance, Athenée, Γουτάκης.

Οταν άρχισε να δραστηριοποιείται στην εταιρική γραβάτα, το πελατολόγιο διευρύνθηκε: Goody’s, ΟΣΕ, ΕΘΕΛ, Eurobank, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ζωγράφειον Λύκειον, τουρκικά πανεπιστήμια, «Ελ. Βενιζέλος», Aegean, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Ροδίων Παιδεία, μεταξύ πολλών άλλων. Ο Θεόδωρος Μιρμίρογλου θυμάται να μπαινοβγαίνουν στο κατάστημά του πολιτικοί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, τραπεζίτες. Αυτό που κρατά γερά στη μνήμη του ήταν τα μαύρα τζιπ που απέκλεισαν την οδό Νικίου για να επισκεφθούν το κατάστημά του ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Μάλιστα, ο ίδιος λέει ότι πρότεινε στον Τούρκο πρόεδρο πράσινες γραβάτες, το χρώμα του Ισλάμ, ως «εργαλείο δουλειάς» και όχι μόνον αισθητικής.

Αυτό που κρατά γερά στη μνήμη του ο Θεόδωρος Μιρμίρογλου ήταν τα μαύρα τζιπ που απέκλεισαν την οδό Νικίου για να επισκεφθούν το κατάστημά του ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου.

Ο ίδιος παρατηρεί επίσης τους κινδύνους της αλλαγής στην πόλη, ιδίως για όσους δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στο εμπορικό τρίγωνο της πρωτεύουσας. Προσωπικά δεν ανησυχεί, διότι το κατάστημά του είναι… ακατάλληλο για εστίαση.

Η τρίτη γενιά, πάντως, είναι παρούσα και δραστήρια. Τα παιδιά του, Ερρίκος και Κατερίνα Μιρμίρογλου, έχουν αναλάβει τα ηνία της επιχείρησης με τον ίδιο ζήλο με τον πατέρα και τον παππού τους. «Οταν ήμουν παιδί, θυμάμαι εμπορική τρέλα στο μαγαζί. Μια παλαβομάρα!» λέει ο Ερρίκος Μιρμίρογλου, 32 ετών σήμερα. «Σήμερα γίνεται όλο και πιο δύσκολη η εμπορική δραστηριότητα στο κέντρο, είτε με τον τουρισμό και τη μαζική εστίαση και φιλοξενία είτε με τους πεζοδρόμους που μας έχουν κόψει τη χονδρική. Είναι και οι συνεχόμενες πορείες που έχουν καταστήσει το κέντρο αφόρητο», συμπληρώνει.

Οι Ελληνες πουλάνε χωράφια και έρχονται να ζήσουν το… ελληνικό όνειρο με την εστίαση. Καλή η εστίαση αλλά θέλει όριο. Χάνεται η γειτονιά, φεύγουν οι μόνιμοι κάτοικοι.

Ο ίδιος θεωρεί ότι με την κρίση που διήλθε η χώρα έγινε ένα «ξεσκαρτάρισμα», όπως λέει ο ίδιος, των εμπόρων. «Οσοι ήταν να κλείσουν έκλεισαν. Επιβίωσαν όσοι αγαπούσαν πραγματικά τη δουλειά τους, όχι απαραίτητα συνεχιστές παλαιότερων γενεών. Είναι καθαρά θέμα θέλησης», ισχυρίζεται. Είναι και η επόμενη γενιά, εξ όσων συνάγεται, επίμονη και πεισματάρα, έτοιμη να μπει από το παράθυρο όταν βρίσκει κλειστές πόρτες.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-14
Θεόδωρος, Ερρίκος και Κατερίνα Μιρμίρογλου. (©Νίκος Κοκκαλιάς/Καθημερινή)

«Για να παραμείνει ο εμπορικός χαρακτήρας της πόλης πρέπει να σταματήσουν να δίνονται άδειες εστίασης. Δημιουργείται υπεραγορά, είναι κακό και για τους ίδιους τους επιχειρηματίες. Οι Ελληνες δεν το καταλαβαίνουν αυτό, πουλάνε χωράφια και έρχονται να ζήσουν το… ελληνικό όνειρο με την εστίαση. Καλή η εστίαση αλλά θέλει όριο. Χάνεται η γειτονιά, φεύγουν οι μόνιμοι κάτοικοι. Μπουκώνουν οι αποχετεύσεις. Το κέντρο ήταν φτιαγμένο για κατοίκους, γραφεία και εμπορικά καταστήματα», δηλώνει ο Ερρίκος Μιρμίρογλου. Παρά τις σπουδές του στα Οικονομικά, ο κ. Μιρμίρογλου έμαθε τη δουλειά στον δρόμο, από τους παλαιούς εμπόρους-συναδέλφους του πατέρα του, «το μεγαλύτερο σχολείο για την επιχειρηματικότητα».

«Χάνουμε την πόλη μας»

«Ο τρόπος άμεσης αντίδρασης στην τουριστικοποίηση της Αθήνας είναι οι διατηρητέες χρήσεις», λέει στην «Κ» η αρχαιολόγος Ειρήνη Γρατσία, επικεφαλής της Monumenta. Βασικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο είναι η ιστορικότητα του κτιρίου, η αδιάλειπτη χρήση του ως εκάστοτε επιχειρηματικής δραστηριότητας και η οικονομική του επιβίωση μέσα στον χρόνο. Η Ειρήνη Γρατσία ζητεί παρεμβάσεις πολιτείας και δήμων ώστε να προστατεύσουν τον παραδοσιακό, εμπορικό χαρακτήρα μιας πόλης που αλλάζει καταιγιστικά. «Γίνεται ένα απέραντο εστιατόριο και ξενοδοχείο», όπως λέει η ίδια. 

Προϋποθέσεις διατηρητέας χρήσης

1) Ιστορικότητα του κτιρίου
2)
Η αδιάλειπτη χρήση του
3) Η οικονομική του επιβίωση μέσα στον χρόνο

Ταυτόχρονα, υποστηρίζει ότι είναι θέμα παιδείας η οικονομική στήριξη της παραδοσιακής επιχειρηματικότητας από εμάς τους πολίτες, αλλά και η εξυγίανση περιοχών του κέντρου της Αθήνας. «Χάνουμε την πόλη μας. Η τουριστικοποίηση του κέντρου μας αποξενώνει. Ταυτόχρονα ο αρχιτεκτονικός μεσοπόλεμος της Αθήνας κατεδαφίζεται», ισχυρίζεται. «Οι εμπορικές χρήσεις μπορούν να σώσουν τα κτίρια», καταλήγει.

Οι εμπορικές χρήσεις μπορούν να σώσουν τα κτίρια, λέει η αρχαιολόγος Ειρήνη Γρατσία, επικεφαλής της Monumenta.

Η πολεοδόμος Βίβιαν Δούμπα, που δραστηριοποιείται στη STIPO Greece, μία διεθνή οργάνωση βιώσιμης αστικής ανάπτυξης, συνηγορεί σε όλα τα παραπάνω ζητήματα. Επιπολέον αναφέρει και διεθνείς καλές πρακτικές για τη διάσωση της ταυτότητας των πόλεων, όπως είναι η οργάνωση των εμπόρων και των κατοίκων σε επίπεδο γειτονιάς, κάτι που είχαμε δει στην Αθήνα να συμβαίνει με το πρόγραμμα πιλοτικής αναβάθμισης του εμπορικού τριγώνου.

Εμπορικές «πυξίδες» στη Βαβέλ της Αθήνας: Οι ιστορίες τους, η πόλη μας-15
©Shutterstock

«Πρέπει να αναλάβουν δράση κάτοικοι και έμποροι για να σταματήσει η τουριστικοποίηση των πάντων. Να οργανωθούν σε επίπεδο δρόμου ακόμα, να αναπτύξουν πολιτιστικές δράσεις, να συγκεντρώνουν χρήματα για την αναβάθμιση του δρόμου τους και να τον φροντίζουν, το placemaking, όπως λέγεται στο εξωτερικό. Να ενεργοποιηθούν οι κενοί χώροι προς όφελος των μικρών επιχειρήσεων. Τα επιμελητήρια να διαφυλάξουν τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Να δοθούν κίνητρα και αντικίνητρα για να αποφευχθεί αυτό που σήμερα συμβαίνει στο κέντρο της Αθήνας», λέει η Βίβιαν Δούμπα. Ταυτόχρονα, θεωρεί απαραίτητη τη σύμπραξη πολιτών και Αρχών στα ρυθμιστικά πολεοδομικά σχέδια.

Η πολεοδόμος Βίβιαν Δούμπα λέει ότι πρωτοβουλίες μπορούν να πάρουν κάτοικοι και επιχειρηματίες σε επίπεδο γειτονιάς ή πολυκατοικίας για την αποφυγή της πλήρους τουριστικοποίησης, ενώ προτείνει συνεργασία των πολιτών με το κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση.

Βέβαια, η ίδια λέει ότι είμαστε «ένας λαός κουρασμένος από τον συνεχή αγώνα επιβίωσης. Δεν είναι τόσο εύκολο να επικρίνεις εκείνον που βρίσκει διέξοδο στο άμεσο χρήμα. Μόνον οι προνομιούχοι, θεωρώ, μπορούν να βάλουν φρένο. Οι ιδιοκτήτες κατοικιών και καταστημάτων έχουν μια οικονομική ευχέρεια. Μπορούν να μη νοικιάζουν τα ακίνητά τους για να γίνουν κατοικίες βραχυχρόνιας μίσθωσης ή εστίασης. Ακόμα και σε κλίμακα πολυκατοικίας μπορεί να γίνει αυτό: να αποφασίσουν οι ένοικοι ότι δεν θέλουν Airbnb στους ορόφους τους. Χρειάζεται, όμως, και η Πολεοδομία να πάψει να δίνει άδειες σε πρώην βιοτεχνικά κτίρια που προορίζονται για τουριστικοποίηση. Μπορούν γίνουν, όμως, όλα αυτά;»

Προτάσεις δράσεων

1) Οργάνωση πολιτών/εμπόρων σε επίπεδο γειτονιάς
2) Οργάνωση ενοίκων σε επίπεδο πολυκατοικίας
3) Συνεργασία Πολεοδομίας και Τοπικής Αυτοδιοίκησης
4) Αρνηση ιδιοκτητών να παραχωρήσουν ακίνητα στον τουριστικό τομέα
5) Στήριξη της παραδοσιακής επιχειρηματικότητας από τους πολίτες

Αυτό είναι πάντα ένα ερώτημα: Θα γίνουν; Κι, αν ναι, από ποιον πρέπει να γίνουν; Θα αναλάβουν δράση οι κάτοικοι του κέντρου, θα τους βοηθήσουν οι δημοτικές και κρατικές Αρχές; Υπάρχει σχέδιο ή για άλλη μια φορά θα πάμε με τη ροή του ποταμού – αν δεν τον έχουμε μπαζώσει και αυτόν στο μεταξύ;


Γραφήματα: Παύλος Μεθόδιος/Καθημερινή
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT