«Ο,τι πέρασε πέρασε σωστά»
Του Σταύρου Ζουμπουλάκη
Η φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου έσωσε ασφαλώς την τιμή της πατρίδας και μετέδωσε εκείνο το αναγκαίο αίσθημα αξιοπρέπειας και περηφάνιας στον λαό, που ναι μεν δεν είχε, στη μεγάλη πλειονότητά του, αποδεχτεί και επιδοκιμάσει την τυραννία, είχε όμως σκύψει από φόβο το κεφάλι. Τα γεγονότα εκείνων των ημερών, για όσους πήραμε μέρος, ήταν το δώρο με το οποίο μας αντάμειψε η Ιστορία για όλη την ευτέλεια, τη χυδαιότητα, τη γελοιότητα και τη βία που δοκιμάσαμε στην εφηβεία και στην πρώτη νεότητά μας στα χρόνια της δικτατορίας. Προσωπικά, πενήντα χρόνια μετά, έτσι τις αναλογίζομαι εκείνες τις τρεις ημέρες. Από μια άποψη δηλαδή υπήρξαμε τυχεροί, δεν επιφυλάσσει πάντα η Ιστορία ένα τέτοιο πλούσιο δώρο. Ο κεντρικός πυρήνας αυτής της μοναδικής εμπειρίας είναι πως καταλάβαμε, με την ψυχή και με το σώμα, αυτό που διαβάζαμε σε κάποια βιβλία, πως είναι δηλαδή δυνατό να έρθει μια στιγμή στη ζωή που, απροσδόκητα, χωρίς καν να το αποφασίσουν με το μυαλό τους, πολλοί άνθρωποι μπορούν να βάλουν κάτι πάνω και από την ίδια τη ζωή τους και να νικήσουν ακόμη και τον φόβο του θανάτου.
Και μετά; Τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι του Πολυτεχνείου μετά; Τι έπραξαν στον δημόσιο βίο τους, πώς έζησαν τη ζωή τους; Η γενιά του Πολυτεχνείου κινήθηκε κατά τη Μεταπολίτευση στον ευρύ χώρο της Αριστεράς (από το ΠΑΣΟΚ έως τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις), με ηθική αφετηρία, χωρίς καμία αμφιβολία, το αίτημα για μια κοινωνία ελευθερίας και δικαιοσύνης. Πάρα πολλοί άνθρωποι της γενιάς αυτής αδιαφόρησαν για την ατομική ευζωία και την επαγγελματική καριέρα, δεν είχαν το μυαλό τους στον πλουτισμό, αλλά πάσχισαν ειλικρινά για τα κοινά. Το πολυτιμότερο ηθικό χνάρι που αφήνουν είναι η προσωπική ανιδιοτέλεια. Ταυτόχρονα, όμως, οι ίδιοι πολύ συχνά άνθρωποι προσχώρησαν σε έναν παρωπιδοφόρο δογματισμό, σε ιδεολογικό φανατισμό και σε θλιβερή μονομέρεια. Ανθρωποι που βασανίστηκαν από τη δικτατορία υπερασπίζονταν με πάθος τις κομμουνιστικές δικτατορίες παντού στον κόσμο! Επιπλέον, πολλούς από αυτούς, ιδίως όσους είχαν ενταχθεί σε αριστερίστικες οργανώσεις, η ασκητική προσήλωση στον επαναστατικό στόχο τούς οδήγησε σε ψυχική στέγνια. (Από τα παραπάνω αρνητικά θα εξαιρέσω τους περισσότερους από όσους ανατράφηκαν πολιτικά μέσα στον Ρήγα Φεραίο και στην αντισταλινική ανανεωτική Αριστερά.)
Κάθε γενιά –όπως γνωρίζουμε καλά από τις λογοτεχνικές γενιές– εκδηλώνει τα όποια κοινά χαρακτηριστικά της κατά τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής της. Μετά ο καθένας τραβάει τον δρόμο του. Το ίδιο έγινε και με την πολιτική γενιά του Πολυτεχνείου: ο καθένας μας πήρε, μετά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, τον δικό του δρόμο, κατά την τιμή και τη συνείδησή του. Σέβομαι απολύτως αυτές τις ποικίλες πολιτικές και πνευματικές διαδρομές, όταν κινούνται μέσα στα όρια της δημοκρατίας, με καταθλίβει όμως η κατηγορία όσων, με τα λόγια και τις πράξεις τους, δείχνουν σαν να έχουν μετανιώσει που πήραν μέρος σε εκείνη τη μεγάλη στιγμή. Από την άλλη, δεν μου είναι διόλου αρεστές οι κούφιες ρητορείες και οι συλλογικοί αυτοέπαινοι («εμείς που…»). Προτιμώ σε αυτήν εδώ την περίπτωση –όχι σε όλες, θέλω να πω– την ήρεμη αποδοχή του σεφερικού στίχου: «O,τι πέρασε πέρασε σωστά» («Θερινό ηλιοστάσι», ΙΔ΄).
Αποτύπωμα ελευθερίας
Της Πέπης Ρηγοπούλου*
Ως αποτύπωμα καταλαβαίνω την εύθραυστη ή σταθερή επιρροή του έργου και της δράσης προσώπων, ακόμη και μετά την έκλειψή τους. Και ως γενιά, ένα σύνολο ανθρώπων που όχι μόνο ζει περίπου την ίδια εποχή, αλλά συμπυκνώνει και κάποια άυλα κοινά γνωρίσματα, αισθητικά, ιδεολογικά κ.ά. Για να δώσω ένα παράδειγμα από το πεδίο της ιστορίας του πολιτισμού, το πιο σημαντικό ίσως αποτύπωμα καλλιτεχνών όπως ο Λόρκα και ο Νταλί, που ονομάστηκαν και γενιά του 1898, ήταν η απελευθέρωση της γραφής, λογοτεχνικής και εικαστικής, από τον έλεγχο της τυπικής λογικής σε αναζήτηση μιας άλλης αλήθειας.
Στην πολιτική ρητορική και στα ΜΜΕ της χώρας μας, η έκφραση «γενιά του Πολυτεχνείου» χρησιμοποιείται με θετική είτε αρνητική σημασία. Παράλληλα, θεωρείται άλλη από τη συνομήλική της (αν προσέξουμε τις ηλικίες των καταδικασμένων) γενιά της υπόλοιπης αντιδικτατορικής αντίστασης. Αναφέρεται σε αυτούς που βίωσαν ως φοιτητές ή απόφοιτοι το ιστορικό συμβάν του 1973, αγνοώντας τους εκτός του χώρου του Πολυτεχνείου συνομηλίκους τους που μετείχαν στην εξέγερση. Εξεγερθέντες και μετέπειτα διαχειριστές ταυτίστηκαν συχνά από όσους υπερφώτισαν, κατήγγειλαν ή έβαλαν στο μικροσκόπιο της αναθεώρησης το Πολυτεχνείο.
Η εξέγερση του Νοεμβρίου ’73 αποκόπηκε έτσι σε ένα βαθμό από το πολιτικό και γεωπολιτικό της πλαίσιο. Είτε ως εργαλείο προπαγάνδας και προβολής είτε ως άψυχο, υποτίθεται, σώμα στο τραπέζι επιστημονικών ανατόμων, το αποτύπωμα του Πολυτεχνείου θεωρήθηκε από κάποιους ένα γεγονός εκτός της αντιστασιακής αλυσίδας, που ξεκινά την 21η Απριλίου ’67 με το Πατριωτικό Μέτωπο και συνεχίζεται με τον Παναγούλη, μέχρι την ανταρσία του Ναυτικού και την άλωση της Βόρειας Κύπρου. Eτσι που να συσκοτίζεται η σημασία του, να κινδυνεύει όπως κάθε ιστορικό γεγονός, από απόπειρες ευτελισμού.
Πού, λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε το ζωντανό αποτύπωμα της γενιάς που όντως βίωσε το θαύμα και το τραύμα του Πολυτεχνείου, αυτής της αυθόρμητης, αντιχουντικής, πατριωτικής και αντιαμερικανικής εξέγερσης; Οπωσδήποτε στα αποτυπώματα των τεκμηρίων, γραπτών, προφορικών, οπτικών, που πρέπει να ασκηθούμε στο τι να τα ρωτάμε και να σεβόμαστε αυτό που μας απαντούν. Και πιο πολύ ακόμη, σε κάθε άλλη, σημερινή ή αυριανή πράξη που ζωντανεύει τον έρωτα της ελευθερίας. Με την έννοια αυτή, το ζωντανό –αν και σκιάζεται από τη δανειακή σύμβαση– αίτημα για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη είναι για μένα το αυθεντικότερο μέχρι σήμερα αποτύπωμα του Πολυτεχνείου. Πλοηγός για να ανακαλύψουμε μέσα μας πρώτα το ζωντανό σώμα του. Το Πολυτεχνείο συμπυκνώνει τη μνήμη και την προσδοκία αγώνων για την ελευθερία. Oσο και αν κάποιοι το δολοφονούν από πολλές πλευρές, δεν θα μπορέσουν να το βρουν.
Το κατάλαβα πως με είχαν δολοφονήσει.
Ερεύνησαν τα καφενεία, τα νεκροταφεία, τις εκκλησίες.
Eψαξαν στα βαρέλια και στα ντουλάπια.
Εσύλησαν τρεις σκελετούς για να τραβήξουν τα χρυσά τους δόντια.
Μα δε με βρήκαν.
Ποτέ δεν με βρήκαν;
Oχι, ποτέ δε με βρήκαν.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Μτφρ. Τάσος Λιγνάδης
*Η κ. Πέπη Ρηγοπούλου είναι ομότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ.
Το πολιτισμικό υπόβαθρο
Του Αντώνη Λιάκου*
Συνήθως η γενιά του Πολυτεχνείου ταυτίζεται με γνωστά ονόματα που έκαναν κυρίως πολιτική ή δημοσιογραφική καριέρα στα επόμενα χρόνια. Υπήρξαν όμως χιλιάδες νέοι και νέες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων, και οι οποίοι επέστρεψαν στις σπουδές και στις δουλειές τους, διατηρώντας την ανάμνηση αυτών των ημερών. Τα βιώματά τους εκείνης της εποχής ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση και τις αξίες τους, αλλά, όπως συμβαίνει με όλες τις γενιές που προσδιορίζονται από ένα σημαντικό γεγονός, με το πέρασμα του χρόνου διαφοροποιούνται και διασπείρονται σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα. Επομένως, η χρήση του όρου «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι αμφίσημη. Αφενός, χαρακτηρίζει ένα νέο πολιτικό (με την ευρεία έννοια) προσωπικό, αφετέρου, μια ηλικιακή βαθμίδα. Εντούτοις, και με τη δεύτερη σημασία, ο όρος «γενιά του Πολυτεχνείου» προσδιορίζει το ίδιο το γεγονός.
Στην αντιδικτατορική αντίσταση συμμετείχαν κυρίως δύο γενιές. Η πρώτη ήταν εκείνη των παράνομων οργανώσεων, τα πρώτα χρόνια. Είχε πολιτικοποιηθεί πριν από το 1967, στη σύντομη «Aνοιξη του ’60». Hταν η «γενιά των Λαμπράκηδων», εκείνη των Μαραθωνίων Ειρήνης, των διαδηλώσεων για τη δολοφονία του Λαμπράκη και των Ιουλιανών του ’65. Η δεύτερη γενιά είναι εκείνη που πολιτικοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ιδιαίτερα μετά το 1971, όταν καταργήθηκε η λογοκρισία και εμφανίστηκαν πλήθος εντύπων (αλλά και κινηματογραφικές ταινίες και δίσκοι/κασέτες), που καλλιέργησαν ένα νέο πνεύμα εξεγερσιακό όχι μόνον ως προς τη δικτατορία αλλά γενικότερα ως προς τον κοινωνικό αυταρχισμό. Πολλές φορές, όταν αναφερόμαστε στην πολιτισμική ζωή επί δικτατορίας, μας απασχολούν οι απαγορεύσεις και η λογοκρισία. Ωστόσο, μετά τα πρώτα μουδιασμένα χρόνια, κάτω από την επίσημη επιφάνεια, στα φοιτητικά διαμερίσματα και στις φιλικές συναθροίσεις, στα μικρά θέατρα και στις μπουάτ, αναπτυσσόταν ένας παλμός που έγινε δυνατός κτύπος κατά τη διετία πριν από το Πολυτεχνείο. Ιδέες που έρχονταν από τον ευρωπαϊκό ριζοσπαστισμό της εποχής (τα sixties), αλλά και μνήμες από την ΕΑΜική αντίσταση, σχημάτισαν ένα γαλαξία ιδεών και αξιών, έναν καινούργιο αισθητικό κανόνα, καινούργια στυλ και συμπεριφορές που βγήκαν στην επιφάνεια και χαρακτήρισαν τα γεγονότα που κορυφώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Η εξέγερση και η τραγική της κατάληξη προσέδωσαν σε αυτό το πνεύμα μια πολύ μεγάλη, εθνική εμβέλεια, το ηρωοποίησαν και το ιεροποίησαν με τη θυσία.
Μπορεί το Πολυτεχνείο να μην ανέτρεψε τη δικτατορία, δημιούργησε όμως για τους μεν έναν εφιάλτη που δεν έπρεπε να επαναληφθεί και για τους δε έναν ορίζοντα προσδοκιών για τη δημοκρατία, χωρίς τον οποίο η μεταβολή της 24ης Ιουλίου 1974 ενδεχομένως θα ήταν πολύ περισσότερο περιορισμένη. Η ίδια γενιά συνέχιζε να κινητοποιείται και τα επόμενα χρόνια, αποδίδοντας στην έννοια της Μεταπολίτευσης την ευρύτητα που γνωρίζουμε.
*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αμφισβήτηση και κεκτημένα
Της Χριστίνας Κουλούρη
Επί 50 χρόνια, η μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι ένα πεδίο μάχης όπου αναμετρούνται οι ποικίλες πολιτικές ομάδες της Μεταπολίτευσης, οι οποίες έχουν διαμορφώσει την ταυτότητά τους ανακαλώντας το γεγονός είτε ως «προγονική» αναφορά είτε ως αντι-πρότυπο. Εκείνοι που μετείχαν στα γεγονότα συγκρότησαν μια γενιά, τη λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου», όπως προκύπτει μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων, αλλά και μέσα από τον διάχυτο δημόσιο λόγο που τέμνει όλες τις κομματικές ταυτότητες. Συναντάμε σήμερα, σε αρκετές συνοικίες της Αθήνας, ονομασίες δρόμων ως «Ηρώων Πολυτεχνείου», οι οποίες επιβεβαιώνουν με συμβολική γλώσσα την αναγνώριση της εξέγερσης του Νοεμβρίου 1973 ως ιστορικού ορόσημου της σύγχρονης Ελλάδας. Η αντίληψη αυτή εμπεδώνεται, εξάλλου, με την ετήσια σχολική γιορτή που έχει καθιερωθεί από το 1981. Υπάρχει όμως «γενιά του Πολυτεχνείου»; Είναι δυνατόν μια γενιά να αποτελείται από λίγες εκατοντάδες ή έστω χιλιάδες, σχεδόν αποκλειστικά φοιτητές, και να μην περιλαμβάνει τους υπόλοιπους συνομηλίκους;
Η αλήθεια είναι ότι η αίσθηση της «γενιάς» αναδύεται από τη δεκαετία του 1990, μέσα από την αμφισβήτηση της μετέπειτα πορείας των πρωταγωνιστών του Νοεμβρίου 1973, οι οποίοι εγκαλούνται ότι «πρόδωσαν» τα ιδανικά της εξέγερσης, κεφαλαιοποίησαν την επαναστατικότητα και προσχώρησαν στον νεοπλουτισμό. «Στα κόμματα γαντζώθηκαν / Κι εγώ δεν ξέρω τι να πω / Και άλλοι στο σπιτάκι τους για πάντα», τραγουδούσε ο Διονύσης Τσακνής στον «Νοέμβρη του ’90».
Αναμφίβολα, η δραματική διεθνής συγκυρία με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Eνωσης επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αυτοπροσδιοριζόταν η ελληνική Αριστερά, αλλά και άνοιξε τους ασκούς της κριτικής και από τα αριστερά και από τα δεξιά. «Τα παιδιά που άφησαν τα αμπέχονα και φόρεσαν γραβάτες» κλήθηκαν να υπερασπιστούν τη δική τους ιδεολογικοπολιτική μάχη εναντίον της χούντας. Επειδή είναι αυτή η γενιά που κυβέρνησε τη χώρα μέχρι την οικονομική κρίση και τα μνημόνια, κατηγορήθηκε και τη δεκαετία του 2010 ότι ήταν υπεύθυνη για την οικονομική κατάρρευση και τη βαθιά πολιτική κρίση.
Στην κριτική αυτή λανθάνει η απαξίωση της αριστερής κουλτούρας της Μεταπολίτευσης, που είχε εκφραστεί από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Εντούτοις, πόσοι από τους υπουργούς των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων ανάμεσα στο 1974-2012 μπορούν να χαρακτηριστούν «γενιά του Πολυτεχνείου»; Αν λοιπόν βγούμε έξω από τα στερεότυπα και τους αφορισμούς, αντιλαμβανόμαστε ότι οι εικοσάρηδες της Νομικής και του Πολυτεχνείου το 1973, που αντιπροσώπευαν ένα μικρό μόνο μέρος της ηλικιακής τους γενιάς, συνέβαλαν στην υπεράσπιση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και στην καλλιέργεια ενός δημοκρατικού ήθους μετά το 1974, που αποτυπώθηκε στις μεγάλες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980 και σε επακόλουθες δυναμικές διεκδικήσεις. Εμείς είμαστε κληρονόμοι αυτών των κεκτημένων.
*Η κ. Χριστίνα Κουλούρη είναι πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.
Μετά μας πήγε Αριστερά
Του Νίκου Μπίστη*
Το πρώτο που πέτυχε η γενιά του Πολυτεχνείου είναι να ονοματοδοτήσει μια γενιά. Δεν είναι εύκολο ούτε σύνηθες. Το ότι, 50 χρόνια μετά, αναφέρονται σε αυτήν είναι χαρακτηριστικό. Το μένος με το οποίο ακόμη σήμερα την αντιμετωπίζουν οι ιδεολογικοί της αντίπαλοι, δηλαδή οι απόγονοι των υποστηρικτών της χούντας –με όποια δημοκρατική μεταμφίεση και αν παρουσιάζονται– αποδεικνύει το μέγεθος της επιρροής που άσκησε στην πολιτική και πολιτιστική πορεία της χώρας. Oπως η γενιά της Εθνικής Αντίστασης, από την οποία πήρε τη σκυτάλη, συνδέοντας το νήμα που έκοψε βίαια η δικτατορία, έβαλε τη δική της σφραγίδα. Σήκωσε στις πλάτες της την τιμή –που έσωσε– και τις ενοχές –που ανέδειξε με την αποκοτιά της– ενός ολόκληρου λαού. Σε μεγάλα γεγονότα το πολιτικό αποτύπωμα μπορεί να μην είναι απτό. Ο Μάης του ’68 με την τεράστια επιρροή που άσκησε και πέραν της Γαλλίας σε διάφορα επίπεδα, άμεσο πολιτικό αποτύπωμα δεν είχε. Αντιθέτως, σε αναντιστοιχία με τις προθέσεις των πρωταγωνιστών του, ο Σαρλ ντε Γκωλ σε πρώτη φάση ενισχύθηκε εκλογικά. Στην Ελλάδα, η γενιά του Πολυτεχνείου είδε άμεσα πολιτικά αποτελέσματα με χρονική μάλιστα διάρκεια πρωτοφανή για τη χώρα. Η δημοκρατία που οικοδομήθηκε αποδείχθηκε ισχυρή, στον αντίποδα εκείνης του μετεμφυλιακού κράτους. Σήμερα, βουτηγμένοι μέσα στα καινοφανή προβλήματα του παρόντος (π.χ. πανδημία) και στις προκλήσεις του μέλλοντος (π.χ. κλιματική κρίση), τείνουμε να υποτιμούμε αυτό που έχουμε κατακτήσει.
Η γενιά του Πολυτεχνείου είναι η γενιά της Αριστεράς. Ακριβέστερα, η γενιά της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς με την ευρύτατη έννοια, που άλλαζε ή παρέκαμπτε το κομματικό πρόσημο και έβαζε τη σφραγίδα της παντού στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή. Το αποτύπωσε έξοχα η Λίνα Νικολακοπούλου: «Μετά μας πήγε Αριστερά το περιβόλι κι η χαρά και πήραμε το Βήμα στο πρώτο υπόγειο του Κουν και στην Επίδαυρο που ακούν θεούς κι ανθρώπους να νικούν τα πάθη και το χρήμα». Αυτή ακριβώς ήταν, πέρα από εκλογικά αποτελέσματα και την ιδιαίτερη πολιτική τοποθέτηση των πρωταγωνιστών, η κυρίαρχη ατμόσφαιρα που πήγαζε από την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Είναι παράδοξο, αλλά ταυτοχρόνως εξηγεί και πολλά ότι η Αριστερά τη στιγμή του πολιτικού της θριάμβου με τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, δεν είχε πλέον μαζί της αυτή την ατμόσφαιρα. Η χαρά κράτησε λίγο, ενώ διεθνώς το χρήμα είχε επικρατήσει και έβαζε τους δικούς του κανόνες. Η προωθητική δύναμη του Πολυτεχνείου και της γενιάς που αναδύθηκε μέσα από αυτό είναι φυσιολογικό σταδιακά να εξαντλείται. Θα ανατροφοδοτηθεί από τα νέα αδιέξοδα που απειλητικά μας περιβάλλουν. Για την επόμενη γενιά αφήνουμε μια χειρολαβή. Για τη δική μας, ας θυμηθούμε τον ποιητή: «Είμαστε από καλή γενιά».
*Ο κ. Νίκος Μπίστης είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας και της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η απομόνωση της χούντας
Του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου*
Σύμφωνα με την καθιερωμένη ερμηνεία των γεγονότων του 1973-1974, δεν ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου αυτή που προκάλεσε την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, αλλά η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, οκτώ μήνες αργότερα. Την τελευταία είχε προκαλέσει το «άφρον» πραξικόπημα της χούντας Ιωαννίδη εναντίον του προέδρου Μακαρίου.
Oσο και αν εκφράζει την παραδοσιακή δυσπιστία των συντηρητικών κύκλων προς τις μάζες, η διαπίστωση ότι η χούντα δεν ανετράπη από μια λαϊκή εξέγερση ούτε από τις δυνάμεις της αντιδικτατορικής αντίστασης, είναι κατ’ αρχήν ορθή. Διασπασμένες, οι τελευταίες είχαν άλλωστε υποστεί καίριο πλήγμα μετά το Πολυτεχνείο. Την πτώση της δικτατορίας προκάλεσαν, τουναντίον, οι εσωτερικές αντιθέσεις της, οι οποίες είχαν κορυφωθεί μετά τον «Αττίλα». Το έδειξε με δραματικό τρόπο το ηχητικό ντοκουμέντο που περιέλαβε ο Αλέξης Παπαχελάς στο τελευταίο βιβλίο του, με τον ίδιο τον Ιωαννίδη, στο war room του καθεστώτος, να τα έχει κυριολεκτικά χαμένα και να κραυγάζει ασυναρτησίες τις πρώτες ώρες μετά την τουρκική απόβαση.
Δεν προτίθεμαι να αμφισβητήσω τον πυρήνα της ανωτέρω ερμηνείας. Θέλω απλώς να αναβαθμίσω μια παράμετρο που, κατά τη γνώμη μου, έχει αδίκως υποβαθμιστεί: την επίδραση του Πολυτεχνείου.
Η πρώτη και σημαντικότερη επίπτωση της εξέγερσης του Νοέμβρη είναι ότι ανέκοψε την πορεία «φιλελευθεροποίησης», που είχε επιχειρήσει ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, πρώτα διώχνοντας τη μοναρχία, στη συνέχεια παρέχοντας γενική αμνηστία και, τρίτον, διορίζοντας την κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Γκρεμίζοντας την πύλη του Πολυτεχνείου, το περίφημο τανκ έδειξε πως, σε αντίθεση προς ό,τι συνέβη δύο χρόνια αργότερα στην Ισπανία, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν περιθώρια για πολιτική μετεξέλιξη της δικτατορίας. Σ’ εμάς το δίλημμα ήταν δικτατορία ή δημοκρατία.
Από την άλλη, όπως φαίνεται, η ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη, στις 25 Νοεμβρίου 1973, είχε σχεδιαστεί πολύ παλαιότερα από τους «σκληρούς» της δικτατορίας. Το Πολυτεχνείο απλώς την επέσπευσε.
Παρά ταύτα, μεσοπρόθεσμα, η επίδραση του Πολυτεχνείου στη ροή των γεγονότων ήταν, όπως πιστεύω, καίρια, υπό την ακόλουθη έννοια: η εξέγερση, ως ουσία αλλά και ως θέαμα, ήταν τόσο μαζική και πάνδημη που απομόνωσε τη δικτατορία εσωτερικώς και διεθνώς, όσο ποτέ άλλοτε μετά το 1967.
Εσωτερικά, όπως έδειξε η περίπτωση του ανεκδιήγητου Ζουρνατζή και το περιστατικό Μαστοράκη, κυριολεκτικά εξαφανίστηκε κάθε περιθώριο συνεργασίας με το δικτατορικό καθεστώς από στοιχειωδώς σοβαρούς ανθρώπους. Η χούντα Ιωαννίδη κυβέρνησε μόνο διά της βίας.
Διεθνώς, εξάλλου, η απομόνωση της χούντας ήταν απόλυτη. Με αποκορύφωμα την περίφημη επιστολή Μακαρίου, στις αρχές Ιουλίου 1974, τα μηνύματα που έφθαναν από Ευρώπη και Αμερική ήταν ότι η δικτατορία πορευόταν μόνη, στο μέσο ενός κόσμου που δεν ήταν διατεθειμένος να την ανεχτεί.
Oμως, όπως διδάσκει η ιστορία των δικτατοριών από πολύ παλιά, κανένα καθεστώς, όσο στυγνό και αν είναι, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς στοιχειώδη ερείσματα, εσωτερικά και διεθνή.
Αυτή, λοιπόν, ήταν κατά τη γνώμη μου, η σπουδαιότερη συμβολή της γενιάς του Πολυτεχνείου στη νεότερη ιστορία μας: η πλήρης απομόνωση της δικτατορίας. Oλα τα άλλα έπονται.
*Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.