Παγίδα για το δικό μας οξυγόνο
Του Χρίστου Κυθρεώτη*
Παρότι αντικειμενικά καταλυτικό γεγονός στην πορεία απαλλαγής της χώρας από την πιο βάρβαρη εκδοχή της ελληνικής Δεξιάς, για τους μεταγενέστερους το Πολυτεχνείο, με την αίσθηση ιστορικού ετεροχρονισμού και κατωτερότητας που προκάλεσε, μετατράπηκε συχνά σε παγίδα. Συνέβαλε, για παράδειγμα, όσο λίγοι άλλοι παράγοντες στην αδυναμία που έδειξε η δική μου γενιά –ένα είδος αιδήμονος ντροπαλοσύνης με απεριόριστες δυνατότητες για τον κωμωδιογράφο– να συγκρουστεί με τους παλιότερους, να προχωρήσει σε ρήξεις και να δημιουργήσει το δικό της πολιτικό οξυγόνο. Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, το αίσθημα μειονεξίας που παρήγε το Πολυτεχνείο έγινε φανερό τόσο στις σαχλαμάρες των πολεμίων του όσο και στη μεμψίμοιρη μελαγχολία, την αίσθηση χαραμοφάη κληρονόμου που αποτυπώθηκε εμβληματικά σε συνθήματα όπως το «Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία» – προτροπή που σε κάνει να θέλεις να χτυπήσεις παρηγορητικά στην πλάτη αυτόν που την εκφωνεί και να του δώσεις ένα γλειφιτζούρι.
Το αποτέλεσμα ήταν ολόκληρες γενιές να επιλέξουν είτε την απόσυρση σε μια σφαίρα αεροστεγώς προστατευμένη από την πολιτική, όπου έθρεψαν φαντασιώσεις ανωτερότητας στηριγμένες στο γεγονός ότι είχαν πάρει το Lower, είτε την επί ματαίω αναμονή σε κομματικές και επαγγελματικές επετηρίδες, είτε τέλος την καθήλωση σε ένα πολιτικό λεξιλόγιο που δεν ήταν δικό τους και το μιλούσαν κι αυτό σαν ξένη γλώσσα. Oταν μέρος τής εν λόγω γενιάς κλήθηκε να κυβερνήσει, το συγκεκριμένο έλλειμμα έγινε φανερό, ενώ η όποια προσπάθεια να καλυφθεί θάφτηκε κάτω από την ίδια της την ανεπάρκεια, αλλά και κάτω από την κάθε είδους οχλαγωγία που προκάλεσαν άνθρωποι οι οποίοι είχαν μάθει να ανθούν μέσα στην οχλαγωγία – και ξεκαθάριζαν ακόμη πολιτικούς και προσωπικούς λογαριασμούς ανοιγμένους πριν από την πεζοδρόμηση της Φωκίωνος.
Iσως όμως υπερβάλλω. Στο κάτω κάτω, για όλα αυτά δεν ευθύνεται το Πολυτεχνείο αλλά το «Πολυτεχνείο», ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε στον δημόσιο λόγο κατά τη Μεταπολίτευση. Το ίδιο το γεγονός έχει φυσικά αναμφισβήτητα θετική ιστορική αξία, όπως εξάλλου θετικά αποτιμάται και η περίοδος της Μεταπολίτευσης – από πολλές απόψεις η καλύτερη που έχει γνωρίσει η χώρα. Κι όμως, για πολλούς από τους μεταγενέστερους, καθώς προχωρούν κι αυτοί τώρα για τα καλά στη μέση ηλικία, όλα αυτά αφήνουν μια στυφή γεύση – μια αίσθηση ότι, πολιτικά μιλώντας, δεν μπόρεσαν να έχουν ποτέ ούτε δίκιο ούτε άδικο, ακριβώς γιατί δεν κατάφεραν ποτέ να ανοίξουν τον δικό τους χώρο. Αντιθέτως, αναλώθηκαν σε μάχες άλλων – ή στην αποχή από αυτές τις μάχες. Αλήθεια, θα σκέφτονται τώρα, δεν χρειαζόταν να σταθεί κανείς «αντάξιος» του Πολυτεχνείου. Στο κάτω κάτω δεν ήταν αυτό το ζητούμενο, ούτε επρόκειτο για εύκολο πράγμα, καλά καλά δεν το κατάφεραν ούτε όσοι συμμετείχαν σε αυτό. Αλλά εδώ ανοίγει μια άλλη συζήτηση.
*Ο κ. Χρίστος Κυθρεώτης είναι συγγραφέας.
Ψωμί – παιδεία – ελευθερία με τη σέσουλα
Της Βασιλικής Πέτσα*
Το Πολυτεχνείο εμείς το βρήκαμε έτοιμο, προσεκτικά πακεταρισμένο και τυλιγμένο με τις καθωσπρέπει κορδέλες μιας εθνικής επετείου. Eνα δέμα προς παράδοση, ένα δώρο από την προηγούμενη γενιά, μια παρακαταθήκη καλογυαλισμένης αγωνιστικότητας, μια –ακόμη– αφορμή σεβασμού και δέους. Eνα γεγονός, φωτογραφίες και λέξεις, συνθήματα και τραγούδια, που κλήθηκε να συνοψίσει βολικά την ταυτότητα και την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς. Το Πολυτεχνείο των φοιτητών, έτσι το μαθαίναμε, ένα φιλελεύθερο, αστικό Πολυτεχνείο. Που μεγάλωνε μαζί με τους γονείς μας, που κέρδιζε κύρος μαζί με αυτούς, και που όμως μοιάζει, όπως και οι γονείς μας στις νεανικές φωτογραφίες τους, πάντα ωριμότερο από εμάς. Eνα σχολαστικά διατυπωμένο αίτημα εξιδανίκευσης, ένα ερωτηματικό στην εποχή του, που έγινε, πια, ακλόνητο θαυμαστικό.
Κι αν, σκέφτομαι, μονάχα έτσι, ως «εξέγερση που μπήκε σε μουσείο», μπορούσε να παραμένει ενεργός ο πυρήνας του; Αν δεν πειράζει που αποθηκεύτηκε, ζωντανό ακόμη, στο ψυγείο; Oχι διότι μπορεί να ελπίζει κανείς σε κάποια νεκρανάσταση, ούτε διότι έχει κάποια παροντική βαρύτητα, έτσι διαμορφωμένη, η μνήμη. Αλλά ως επιτηδευμένη ηρωοποίηση, που προσκαλεί μοιραία την αμφισβήτησή της, που κατασκευάζεται με αυτούς τους όρους ακριβώς διότι, κατά βάθος, επιδιώκεται ή διευκολύνεται η, από τους επιγόνους, αποκαθήλωση. Το αψεγάδιαστο, κοινώς αποδεκτό, Πολυτεχνείο, όχι ως ναρκισσιστική απεικόνιση, αλλά ως ανιδιοτελής, σπλαχνική, γονική μέριμνα αυτοθυσίας. Oσο εκείνοι συνεχίζουν να καταθέτουν στεφάνια στην Πατησίων, τόσο η δική μας γενιά θα συνεχίζει να τα ποδοπατά ανηλεώς ή, τρυφερά, να τα ποτίζει: μια ευγενής, ψυχωφελής ενασχόληση, μια πολιτική κηπουρική, με συχνότητα επιμελώς περιποιητική. Και, αν μη τι άλλο, καθησυχαστική ως προς την επικαιροποίηση: εμπρός, λοιπόν, για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία.
Μόνο που αυτά δεν θα είναι, δεν μπορεί να είναι, ακριβώς δικά μας· θα είναι, λέω, για εμάς, για μια μελλοντική αξιοπρέπεια, αλλά όχι από εμάς. Ψωμί – παιδεία – ελευθερία εμείς φάγαμε, ή μας ταΐσανε, με τη σέσουλα, έτσι που πια το δικό μας αυθόρμητο μοιάζει ήδη ενορχηστρωμένο. «Τη φωνή μου ρε/ κι ας μην έχω να φάω», γράψαμε, κι ας μην είχαμε δει ποτέ μας φίμωτρο, ούτε είχαμε, στ’ αλήθεια, πεινάσει. Iσως, σκέφτομαι, να μην είναι στα πανεπιστήμια η έκπληξη, να μην πρέπει να την αναζητήσουμε στους δρόμους. Αλλού η παρανομία και η γνήσια απαίτηση, αλλού αυτό που, συλλογικά, αναδρομικά, θα μας δικαιώσει: στα κοινωνικά και χωροταξικά γκέτο των μεταναστών, των νέων αποκλεισμένων.
Το ομοίωμα του Πολυτεχνείου, επομένως, ως παρηγοριά, ένα ακόμη από τα άπειρα παιχνίδια που μας χάρισαν οι γονείς μας ως παιδιά, για να το καταστρέψουμε ή να κοιμόμαστε μαζί τους αγκαλιά. Κι ένας περισπασμός, όσο κάποιοι άλλοι, κάπου δίπλα μας, αλλά από πολύ μακριά, θα υψώσουν ξανά τον καθρέφτη για να φανεί το νέο πρόσωπο του φασισμού.
*Η κ. Βασιλική Πέτσα είναι συγγραφέας.
Μνήμη και στρέβλωση
Του Άρη Αλεξανδρή
Για εμάς που δεν ζήσαμε το Πολυτεχνείο από πρώτο χέρι, υπάρχει μόνο το δεύτερο. Ως μιλένιαλ, λοιπόν, προσλαμβάνουμε τη 17η Νοεμβρίου 1973 ως έναν υποβλητικό θρύλο· ως προϊόν ιστορικής αφήγησης και συναισθηματικά φορτισμένων αναμνήσεων άλλων. Υπό αυτή την έννοια, το Πολυτεχνείο αποτελεί τον θεμελιώδη διαμορφωτή της δημοκρατικής μας συνείδησης: τα πρώτα ιδεολογικά και πολιτικά μας κύτταρα σχηματίστηκαν υπό τη δηλητηριώδη επίδραση του διαγενεακού χουντικού τραύματος, συνεπώς ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο ενέχει ένα κληρονομημένο στίγμα· μια καχυποψία περί τα πάντα: οι έννοιες της εξουσίας, της σχέσης κράτους – κοινωνίας, της ελευθερίας, των ατομικών δικαιωμάτων και των θεσμών ως εγγυήσεων ειρήνης δεν μπόρεσαν παρά να φιλτραριστούν μέσα από το κακό παράδειγμα της δικτατορίας. Το Πολυτεχνείο, επομένως, επιβεβαιώνει με αυτόν τον τρόπο τα κλισέ του: είναι πράγματι κάθε χρόνο «πιο επίκαιρο από ποτέ» γιατί συνιστά συμβολισμό για όσα μπορεί να πάνε στραβά. Πριν μάθουμε τα καλά της δημοκρατίας, πληροφορηθήκαμε τον κίνδυνο της εκτροπής της και εκπαιδευτήκαμε να την αναμένουμε.
Πέρα από την προφανή διάσταση της αντίστασης σε μια παράνομη διακυβέρνηση βίαιου αυταρχισμού, η κληρονομιά του Πολυτεχνείου περιέχει και αρκετές στρεβλώσεις· τις στρεβλώσεις που προκάλεσε ο μετασχηματισμός της εμπειρίας σε μύθο. Η αντίσταση ως ιστορική αναγκαιότητα με την πάροδο των ετών έδωσε τη θέση της στην αντίσταση ως αντανακλαστικό· η αντίθεση προς την εγκληματική εξουσία έδωσε τη θέση της στην αντίθεση προς την εξουσία γενικώς· το φοιτητικό κίνημα ως ζωντανός οργανισμός που αυτοθυσιάζεται για τη δημοκρατία έδωσε τη θέση του στο υπνωτισμένο φοιτητικό κίνημα των τελετουργικών προσομοιώσεων δίχως κόστος. Οι γενιές που δεν έζησαν το Πολυτεχνείο και όμως γαλουχήθηκαν με την πληθωρική εποποιία του προσβλήθηκαν από αισθήματα μειονεξίας και ζηλοφθονίας, με αποτέλεσμα να αγνοήσουν τις διδαχές της 17ης Νοεμβρίου και να υιοθετήσουν τη μαχητικότητά της, χωρίς να είναι σε θέση να της δώσουν σύγχρονο πολιτικό περιεχόμενο και σκοπό.
Το χαμηλό ακαδημαϊκό επίπεδο των πανεπιστημίων μας, η κανονικοποιημένη αυθαιρεσία στους χώρους εκπαίδευσης, η βία και η παρεμπόδιση της ελεύθερης διακίνησης ιδεών όταν αυτές δεν συμφωνούν με το ορθόδοξο αριστερό αφήγημα είναι μερικές από τις επιπτώσεις της παρερμηνείας και της δογματικής εργαλειοποίησης του Πολυτεχνείου. Είναι αυτό που συνέβη όταν ξεχάσαμε το πλαίσιο του αγώνα και μας έμεινε μόνο η αδρεναλίνη του. Από την άλλη, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η περιρρέουσα παρακμή είναι μια νίκη της δημοκρατίας: η απόδειξη ότι οι πολίτες διεκδίκησαν και κέρδισαν την αυτοδιάθεσή τους, μαζί με τη δυνατότητα να βγάλουν τα μάτια τους με τα ίδια τους τα χέρια.
Νοσταλγώ αυτό που δεν έζησα
Της Βίβιαν Στεργίου*
Εμαθα για το Πολυτεχνείο με ήσυχο τρόπο. Από βιβλία και δυο-τρεις αξιόλογους ανθρώπους που ήξεραν από πρώτο χέρι. Διάβασα ποιήματα, άκουσα τραγούδια, συγκινήθηκα σε εκδηλώσεις. Οποτε περνώ από τη Στουρνάρη πάντα θα φέρω στον νου μου κάτι σχετικό, ένα μικρό κεράκι σκέψης κόντρα στην καταπίεση και στην ανωμαλία.
Οπως και σε άλλες πόλεις του ευρωπαϊκού Νότου, η χούντα δεν είναι κάτι μακρινό. Δεν τη νιώθω έτσι. Τα δικαιώματα κινδυνεύουν κάθε στιγμή. Τα βασανιστήρια έχουν απαγορευτεί, αλλά δεν έχουν εκλείψει. Η ελευθερία του λόγου και του Τύπου, το απόρρητο των επικοινωνιών είναι από τα πρώτα που «κόβονται» όταν βρεθεί η χαραμάδα. Ο φασισμός τρυπώνει στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, παρενοχλεί σκληρά εργαζόμενους μετανάστες, βγάζει φταίχτες αυτούς που ζουν με το τίποτα. Φθηνός πατριωτισμός πουλιέται με τη μορφή φόβου. Οράματα μιας κλειστής, τρομαγμένης Ελλάδας έχουν πέραση. Η παιδεία, σε όλη την Ευρώπη, γίνεται ένας στίβος πολλών ταχυτήτων, μια πασαρέλα προνομίων. Η αστυνομική βία θερίζει τους παγκοσμίως περιθωριοποιημένους. Κάμποσοι πολίτες στην πιο μορφωμένη γωνία του κόσμου δείχνουν ξενερωμένοι με τη δημοκρατία.
Μακάρι τα συνθήματα του Πολυτεχνείου να ήταν απομεινάρια του παρελθόντος.
Η ελευθερία μέσα μας έχει υποστεί συντριπτικό κάταγμα. Τόσοι άνθρωποι περιφέρονται λες και δεν είναι καν δική τους η ζωή τους. Ο αέρας μιας εποχής που έμοιαζε πιθανό το να πάρεις τη μοίρα σου στα χέρια σου, ν’ αγωνιστείς, να ρίξεις ό,τι σου κόβει ελευθερία, μας χρειάζεται. Είναι σαν να έχουμε μουδιάσει και να ‘χουμε κουρνιάσει κάπου στην άκρη του χρόνου, για να περάσει από πάνω μας η ιστορία μας και να μας συντρίψει.
Ζηλεύω τους ανθρώπους που πίστευαν πως μπορούσαν να πετύχουν μέσα από τη συλλογική τους δράση. Που ήθελαν να συντονιστούν και όχι να σκορπίσουν. Νοσταλγώ αυτό που δεν γνώρισα: να είσαι ονειροπόλος χωρίς μικροπρεπή στρατηγική. Η γενιά μας κάπου ησύχασε αναλαμβάνοντας ματαιώσεις, μελαγχολίες και ψυχολογικά που δεν ήταν δικά της. Μίλησε μια γλώσσα που δεν ήταν δική της, πρόταξε ένα κληρονομημένο στυλ πολυφορεμένο (αυτό τώρα αλλάζει) και κάπως άργησε να ξεσηκωθεί κόντρα σε όσα μας καταπιέζουν εδώ και τώρα, να βρει τις μάχες της. Αυτογκόλ από τ’ αποδυτήρια. Δεν είναι, όμως, καθόλου αργά.
*Η κ. Βίβιαν Στεργίου είναι συγγραφέας.