Στην πολυσυζητημένη σειρά του Βασίλη Κεκάτου «Milky Way» (Mega), οι δεκαεπτάχρονοι πρωταγωνιστές ονειρεύονται να ξεφύγουν από την επαρχιακή τους «κωλόπολη» και να ζήσουν επιτέλους στην Αθήνα. Αρκεί η αέναη επανάληψη αυτής της συλλογικής εφηβικής ονείρωξης (η ουτοπία της μητρόπολης που θα δώσει χώρο και φτερά σε επιθυμίες και νεανικά όνειρα) για να συμπυκνώσει την εμφανή αντίφαση: η ζήτηση για στέγη στα ύψη και την ίδια ακριβώς στιγμή η προσφορά απελπιστικά περιορισμένη, συχνά χαμηλού αρχιτεκτονικού προφίλ και αποκάλυπτα ακριβή. Το αποτέλεσμα της εξίσωσης το ξέρουμε, το βλέπουμε, το ζούμε. Το αθηναϊκό όνειρο χωράει όλο και λιγότερους.
Πλέον η μέση ζητούμενη τιμή στο λεκανοπέδιο αγγίζει τα 9 ευρώ/τ.μ. (8,95 ευρώ/τ.μ.), μια τιμή που πριν από την οικονομική κρίση συναντούσε κανείς μόνο στο Κολωνάκι και στον Λυκαβηττό. Ενας σημαντικός αριθμός διαμερισμάτων έχει αποσυρθεί από την αγορά λόγω της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Η άνοδος, πλέον, είναι διάχυτη και πιο ομοιόμορφη σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα, δηλαδή τόσο σε «καλές» αλλά και σε λιγότερο «καλές» γειτονιές. Σύμφωνα με τον τελευταίο «τιμοκατάλογο» που έδωσε πριν από λίγες ημέρες στη δημοσιότητα η RE/MAX Ελλάς, η μέση τιμή ενοικίου στον Νέο Κόσμο ξεπέρασε την… Εκάλη (9,30 έναντι 9 ευρώ ανά τ.μ.). Αυτή είναι η βασική διαφορά: προ κρίσης έτρεχαν μόνο τα «άλογα» της αγοράς (Κολωνάκι, Ψυχικό, βόρεια και νότια προάστια), αλλά υπήρχε η επιλογή πιο μικρομεσαίων συνοικιών στις οποίες είχε πρόσβαση ένα μεγάλο μέρος χαμηλότερων εισοδημάτων. Το Παγκράτι, το Κουκάκι, τα Εξάρχεια, η Κυψέλη, ο Νέος Κόσμος αποτελούν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Μετά την πανδημία και την ανάκαμψη του Airbnb, αυτό άλλαξε άρδην. Στο κέντρο της πόλης, γκαρσονιέρες και κακοσυντηρημένα διαμερίσματα με θέα στον ακάλυπτο ή στο πουθενά (υπόγεια) «πέταξαν» από τα 200-250 ευρώ, περίπου, σε επίπεδα τιμών πάνω από τα 400 ευρώ ή και ακόμη ψηλότερα (Παγκράτι, Κουκάκι).
Από Πετράλωνα, Περιστέρι
Καθώς, λοιπόν, η σκόνη από το αρχικό σοκ αρχίζει και κάθεται, και οποιαδήποτε προοπτική αποκλιμάκωσης κρίνεται ως μη ρεαλιστική, οι πιο πιστοί «πελάτες» του κέντρου (ηλικίες έως 40 ετών, νέοι επαγγελματίες, μονοπρόσωπα νοικοκυριά κ.λπ.) αναζητούν εναλλακτικές λύσεις. Και οι δύο πιο δημοφιλείς φαίνεται να είναι η εξερεύνηση λιγότερο κεντρικών και λιγότερο δημοφιλών συνοικιών (Κολωνός, Ακαδημία Πλάτωνος, Αχαρνών, Κάτω Πατήσια κ.λπ.) αλλά και η επανεξέταση της συγκατοίκησης ως μιας άδικα υποτιμημένης επιλογής για ανθρώπους που μπορεί να έχουν αφήσει αρκετά πίσω τους τα φοιτητικά χρόνια αλλά δεν θέλουν να χάσουν επαφή με τις πιο κεντρικές γειτονιές.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκει ο 38χρονος δημοσιογράφος Λάζαρος Αντωνιάδης με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη. Ηρθε στην Αθήνα το 2019, μήνες πριν από το ξέσπασμα του κορωνοϊού. Ο προϋπολογισμός του ήταν περιορισμένος και στράφηκε εξαρχής σε περιοχές που θα μπορούσε να αντέξει το πορτοφόλι του. «Μέσω γνωστού βρήκα μια ισόγεια γκαρσονιέρα 35 τ.μ. σε ένα διώροφο σπίτι, πολύ κοντά στον λόφο του Ιππίου Κολωνού, για 170 ευρώ. Η γειτονιά ήταν πολύ ωραία και ήμουν οκτώ λεπτά με τα πόδια από το μετρό στον Σταθμό Λαρίσης. Αλλά κάποια στιγμή το σπίτι άρχισε να βγάζει προβλήματα και ο ιδιοκτήτης μού είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να επενδύσει, καθώς το προόριζε για πώληση. Αποφάσισα να φύγω».
Αρχικά δοκίμασε την τύχη του στις γειτονιές της μόδας αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι τα πράγματα έχουν ξεφύγει. «Καθώς επαγγελματικά είχα σταθεροποιηθεί σχετικά, ήμουν έτοιμος να ανέβω επίπεδο τιμών και να πλησιάσω πιο κεντρικές περιοχές, αλλά ό,τι είδα στο Παγκράτι, στον Νέο Κόσμο, ακόμη και στο πιο απομακρυσμένο Περιστέρι, ήταν πάνω από 450 ευρώ για πολύ μέτρια διαμερίσματα της τάξης των 40-45 τ.μ. Θέλω να πω, ακόμη κι αν είχα ένα μπάτζετ 500 ευρώ, δεν θα τα έδινα, μου φαινόταν τρελό». Υστερα από ψάξιμο που κράτησε περισσότερο από τρεις μήνες, ο Λάζαρος Αντωνιάδης νοίκιασε ένα μικρό αλλά ανακαινισμένο διαμέρισμα 28 τ.μ. στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, όχι πολύ μακριά από την πλατεία Βικτωρίας, για 350 ευρώ τον μήνα». Σε αυτές τις 100 ημέρες της εξαντλητικής αναζήτησης σκέφτηκε να τα παρατήσει και να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, παραδέχεται. «Προφανώς σου περνάει από το μυαλό, αλλά για μένα η επιστροφή στο πατρικό ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, από παραίτηση από κάθε εκδοχή προσωπικής ζωής και προχωρήματος. Καλύτερα να βράζω μακαρόνια κάθε μέρα από το να γυρίσω στα 38 μου στο παιδικό μου δωμάτιο».
Ο 34χρονος Σίμος Σαράφης ακολούθησε την αντίστροφη πορεία: από τα «in» Πετράλωνα, πίσω στο Περιστέρι, εκεί όπου μεγάλωσε. «Ξεκίνησα από 250 ευρώ για ένα υπερυψωμένο ισόγειο 55 τετραγωνικών εν έτει 2017, ακολούθησε μετακόμιση δύο δρόμους παρακάτω σε διαμέρισμα ορόφου το 2020 με 300 ευρώ, αλλά με το τέλος του συμβολαίου ζητήθηκε αύξηση στα 450 και κάπου εκεί κατάλαβα ότι το κέντρο της Αθήνας είχε τελειώσει για μένα».
«Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι μισθοί, όχι τα ενοίκια. Η συντριπτική πλειονότητα των τριαντάρηδων παλεύει με μισθούς κοντά στα 1.000 ευρώ, πώς να ανταποκριθεί σε ενοίκια 450 ή 500 ευρώ;».
Για την 29χρονη Ελπίδα Σ., ο αποχαιρετισμός στο αγαπημένο της Παγκράτι λόγω απότομης αύξησης του ενοικίου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πλήρωνε 370 ευρώ για 22 τετραγωνικά, σε ημιυπόγειο κοντά στην πλατεία Προσκόπων. «Το σπίτι ήταν ανακαινισμένο και έβλεπε σε μια συμπαθητική αυλή, σε ακάλυπτο. Ημουν μέσα σ’ όλα, το μετρό κοντά, οι παρέες μου κοντά, δεν είχα παράπονο». Λίγο πριν από το Πάσχα ο ιδιοκτήτης ζήτησε αύξηση στα 500 ευρώ, συνυπολογίζοντας τα κοινόχρηστα και τους λογαριασμούς ρεύματος και νερού. «Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι θα έδινα περισσότερα από τα δύο τρίτα του μισθού μου για ένα συμπαθητικό υπόγειο 22 τετραγωνικών επειδή οι τιμές στο Παγκράτι έχουν πάει στον ουρανό. Ευτυχώς μέσω γνωστού βρήκα σχετικά σύντομα με 370 ευρώ ένα πολύ μεγαλύτερο διαμέρισμα 60 τετραγωνικών στα Πετράλωνα». Η μέθοδος «μέσω γνωστού» είναι το τελευταίο αποκούμπι για πολλούς ενοικιαστές που αισθάνονται ότι καλούνται να επιβιώσουν σε μια αγορά που δεν υπακούει σε καμία λογική. «Ευτυχώς υπάρχει ακόμη ένα ποσοστό ιδιοκτητών που δέχονται να κάνουν παραχωρήσεις στο οικονομικό σκέλος αν εκτιμήσουν το ποιος είσαι και τον βαθμό αξιοπιστίας σου», λέει η Ελπίδα.
Ο Σίμος, πάντως, πιστεύει ότι τα ενοίκια στην Ελλάδα μάς φαίνονται τόσο ακριβά επειδή οι μισθοί είναι απελπιστικά χαμηλοί. «Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι μισθοί, όχι τα ενοίκια. Η συντριπτική πλειονότητα των τριαντάρηδων παλεύει με μισθούς αρκετά κάτω ή κοντά στα 1.000 ευρώ, πώς να ανταποκριθεί λοιπόν σε ενοίκια 450 ή 500 ευρώ;».
Αν ο Λάζαρος, ο Σίμος και η Ελπίδα δεν σκέφτηκαν τη συγκατοίκηση σαν έσχατη λύση, αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως αυτός ο τρόπος μείωσης του στεγαστικού κόστους δεν μπαίνει σταδιακά στο ραντάρ πολλών συνομηλίκων τους, και όχι μόνο. Ο 44χρονος αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων Δημήτρης Παπαθεοδώρου νοικιάζει με δύο φίλους του ένα άνετο ρετιρέ 130 τ.μ. στην προνομιούχο περιοχή του Μακρυγιάννη, δύο λεπτά με τα πόδια από τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. «Μόνος μου δεν υπήρχε καμία περίπτωση να βρω ένα τόσο ωραίο σπίτι», λέει. Αλλά ο Δημήτρης είναι σχεδόν επαγγελματίας συγκάτοικος. «Ισως να “φταίει” ότι μεγάλωσα σε πολύτεκνη οικογένεια και μου αρέσει να υπάρχει κόσμος στο σπίτι, η ιδέα να επιστρέφω σε ένα άδειο σπίτι με μελαγχολεί». Και υπάρχει μια επιπλέον παράμετρος: «Τα μεγάλα διαμερίσματα δύσκολα βγαίνουν στη βραχυχρόνια μίσθωση, με αποτέλεσμα οι τιμές τους να είναι πιο συγκρατημένες σε σχέση με τα μικρότερα που λόγω Airbnb και υψηλότερης ζήτησης παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις. Επομένως, και με έναν μόνο συγκάτοικο μπορείς να πετύχεις σπίτια που μόνος σου απλώς θα τα χάζευες στο Instagram».
Ο Δομίνικος Πρίτης, ιδρυτής του MyRoomie.gr, της πρώτης πλατφόρμας εύρεσης συγκατοίκου στην Ελλάδα, με πλάνα επέκτασης και στην Ευρώπη (ήδη το πρώτο βήμα έχει γίνει από την Πολωνία), με διαβεβαιώνει ότι η συγκατοίκηση αρχίζει να κερδίζει έδαφος και στην Ελλάδα, ξεπερνώντας την παραδοσιακή στόχευση που είχε στους φοιτητές. «Αυτό που παρατηρούμε στην πλατφόρμα είναι μια αυξανόμενη τάση Ελλήνων επαγγελματιών, κυρίως νέων ανθρώπων, να επιλέγουν τη συγκατοίκηση ως μια λύση για πιο ποιοτική διαβίωση σε κεντρικές περιοχές». Αλήθεια, πόσο αποκαλυπτική είναι η σύγκριση με την Πολωνία; «Είναι σίγουρα. Η εμπειρία μάς έχει δείξει ότι η συγκατοίκηση εκεί είναι πολύ πιο εδραιωμένη και αποδεκτή ως μορφή διαβίωσης. Οι διαφορές είναι εμφανείς τόσο στο ποσοστό αποδοχής της συγκατοίκησης όσο και στη διαθεσιμότητα κατάλληλων χώρων. Στην Πολωνία, τα αντίστοιχα μεσιτικά γραφεία έχουν ήδη προσαρμοστεί σε αυτή την τάση, προσφέροντας λύσεις στέγασης που συμπεριλαμβάνουν την εύρεση συγκατοίκων».
Ενα ακόμη ταμπού
Ενδεικτική του αυξημένου ενδιαφέροντος για συγκατοίκηση και στη χώρα μας είναι η εμφάνιση αντίστοιχων «εργαλείων», όπως η πλατφόρμα Flatcake που ίδρυσαν πέρυσι τρεις συμφοιτητές από το ΕΜΠ, ο Κλέαρχος Βλαχάκος, ο Μιχάλης Βασιλειάδης και ο Γιώργος Θεοδωρόπουλος. «Η γενιά των millennials στην Ελλάδα δεν είχε εκπαιδευτεί καθόλου στην ιδέα της συγκατοίκησης», σημειώνει ο Κλέαρχος Βλαχάκος, και προσθέτει ότι «παρατηρούμε, ωστόσο, πως ολοένα και περισσότεροι φοιτητές και νέοι επαγγελματίες αγκαλιάζουν την ιδέα μας και μας βοηθάει να επενδύσουμε σε ένα ακόμη καλύτερο προϊόν».
Πάντως, η Ισμήνη Σ., 39 ετών, με πολυετή εμπειρία συγκατοίκησης στις πλάτες της, έχει τη δική της ερμηνεία για τη διστακτικότητα των Ελλήνων να συγκατοικήσουν. «Το να είσαι 35 και 40 και να ψάχνεις συγκάτοικο είναι ακόμη για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας μας μια έμμεση ομολογία… αποτυχίας: ή ότι δεν έχεις αρκετά χρήματα για να υποστηρίξεις οικονομικά το δικό σου σπίτι ή ότι δεν τα έχεις καταφέρεις στα προσωπικά σου και ψάχνεις ένα… υποκατάστατο συντροφικής ζωής. Ή και τα δύο!».
Ο Δημήτρης πιστεύει ότι είναι θέμα χρόνου (και γενιάς) για να αρχίσει να μπαίνει η συγκατοίκηση και στο ελληνικό DNA. «Νομίζω όλο αυτό έχει να κάνει με τα πρότυπα της ετεροκανονικότητας, του τι σημαίνει σήμερα οικογένεια και ζευγάρι· όλα αυτά αλλάζουν με τέτοια ταχύτητα που θα παρασύρουν και τον τρόπο που επιλέγουμε να ζούμε, έξω από καλούπια περασμένων εποχών και διαφορετικών κοινωνικών πραγματικοτήτων».