«…Χωρίς αυτούς, κάποιες από τις καλύτερες και καίριες, τις πιο σημαντικές και αξιομνημόνευτες ιστορίες της εποχής μας απλά δεν θα είχαν καταγραφεί…»
Λόουλε Μπέργκμαν, δημοσιογράφος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ
Ογδόντα τεσσάρων χρόνων σήμερα, και συνταξιούχος πλέον, ο βετεράνος εικονολήπτης και πολεμικός ανταποκριτής των αμερικανικών τηλεοπτικών δικτύων CBS και NBC, Πωλ Βιττορούλις, παρακολουθεί από το νησί του, την Κάρπαθο, με αγωνία τις δραματικές εξελίξεις στο Ισραήλ και τη Γάζα και όπως λέει στην «Κ»: «Εν μέρει ζηλεύω, που δεν είμαι και εγώ εκεί».
Ο Πωλ Βιττορούλις διήνυσε μια συναρπαστική επαγγελματική διαδρομή στα πεδία των φονικών μαχών στη Μέση Ανατολή, τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, τους εμφύλιους στον Λίβανο, την ένοπλη σύγκρουση Ινδίας και Πακιστάν, τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, της Τουρκίας στην Κύπρο, τον φοβερό λιμό της Αιθιοπίας, τον «πόλεμο των τάνκερ» στον Περσικό, κ.α. αποτυπώνοντας στον φακό και μεταφέροντας στον πλανήτη την τροφοδοτούμενη από εθνοτικά και θρησκευτικά μίση ανθρώπινη αγριότητα.
Πάντα μπροστά με την κάμερα στον ώμο και το κεφάλι του «στον ντορβά».
«Ηταν αλλιώς οι πόλεμοι τότε», τονίζει και εξιστορεί τις περιπετειώδεις αποστολές του –τις έχει καταχωρήσει και στο βιβλίο του με τίτλο «Camera Belli»– μέσα από τις οποίες αναδύεται, πέρα από τη φρίκη του πολέμου, η δυσκολία να ασκείται η δημοσιογραφία σε τέτοιες συνθήκες.
Ηταν απόγευμα της 6ης Οκτωβρίου του 1973 και ο Βιττορούλις γευμάτιζε με τη μητέρα του, Χαζηνούλα, στο σπίτι τους στα Εξάρχεια. Μόνιμο θέμα στις μεταξύ τους συζητήσεις όταν έσμιγαν, ήταν το επικίνδυνο του επαγγέλματος που είχε επιλέξει, με τη μητέρα του μονίμως ανήσυχη για τη ζωή του. Και εκείνη η συνάντηση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Καθώς έτρωγαν, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Πωλ σήκωσε το ακουστικό και από την άλλη άκρη της γραμμής, στην έδρα του CBS Νεα Υόρκη, κάποιος αρχισυντάκτης τον πληροφόρησε ότι η Μέση Ανατολή φλεγόταν. Συρία, Αίγυπτος και Παλαιστίνιοι είχαν επιτεθεί στο Ισραήλ, ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (θρησκευτική εορτή της εξιλέωσης με καθολική αργία στο Ισραήλ) είχε ξεσπάσει και το κανάλι που εργαζόταν, τον καλούσε «στα όπλα». Ηταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να ακούσει εκείνη την ώρα η μονίμως αγχωμένη μάνα. Δεν είχε προλάβει να συνέλθει από τη λαχτάρα της, όταν πριν δυο χρόνια ο γιος της είχε σταλεί να καλύψει τον πόλεμο Ινδίας και Πακιστάν για το Κασμίρ. «Ποιος ήταν και τι σε ήθελε;», με ρώτησε και την έζωσαν τα φίδια.
Στην προηγούμενη πολεμική αποστολή, στο Κασμίρ, την είχε παραμυθιάσει λέγοντάς της πως είχε πάει στην Ευρώπη για δουλειά, πλην όμως εκείνη έμαθε την αλήθεια και έκτοτε ήταν καχύποπτη και μονίμως πνιγμένη στην αγωνία.
«Πού σε στέλνουν τώρα;», τον ρώτησε καθώς ετοίμαζε τα πράγματά του και εκείνος της απάντησε δίχως περισσότερες εξηγήσεις ένα ξερό «στη Βηρυτό».
«Ειδοποίησα τον ηχολήπτη Γιώργο Ιωαννίδη, με τον οποίο δώσαμε το βράδυ ραντεβού στο αεροδρόμιο και πετάξαμε για τη Βηρυτό όπου την επομένη κατέφθασε από τη Νέα Υόρκη και ο δημοσιογράφος του CBS Ντιν Μπρέλις. Το συνεργείο ήταν έτοιμο να επιχειρήσει και προωθηθήκαμε με δυσκολία στη Δαμασκό που βίωνε πολεμική ατμόσφαιρα».
Ο Πωλ Βιττορούλις είχε διαβεί την πύλη της κολάσεως της Μέσης Ανατολής, την οποία θα βίωνε στη συνέχεια με τους εμφυλίους του Λιβάνου.
«Στα σύνορα για να γίνουμε πιστευτοί ότι μπαίναμε στη Συρία ως τουρίστες και θέλαμε να φωτογραφίσουμε τάχα τα αρχαία της Παλμύρας, αγόρασα ένα μουσικό όργανο της Ανατολής (Rabab) και μια αραβική μαντίλα. Φτάσαμε σε ένα μικρό σταθμό ελέγχου διαβατηρίων. Πάνω πετούσαν αεροπλάνα και γίνονταν αερομαχίες. Οι φρουροί φοβισμένοι κοίταζαν συνέχεια τον ουρανό και ο έλεγχος ήταν βεβιασμένος και τυπικός. Σφράγισαν αγχωμένοι τα διαβατήριά μας και ο επικεφαλής μας είπε: “Φύγετε και σας συμβουλεύω να μη σταματήσετε πουθενά μέχρι να φτάσετε τον προορισμό σας. Δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί, αλλά εδώ γίνεται πόλεμος”».
«Κάποιες βόμβες έπεσαν σε κοντινή πλατεία σκοτώνοντας τριακόσιους πενήντα ανθρώπους, αμάχους, σύμφωνα με τη συριακή πλευρά. Τρέξαμε επί τόπου, παντού καταστροφή και σπαραγμός. Είχα συνηθίσει όμως, δυστυχώς, πλέον σε τέτοιες σκηνές».
Δεν θα αργήσει να το συνειδητοποιήσει ο Βιττορούλις, στην πιο τραγική του μορφή: «Μια μέρα στη Δαμασκό ενώ κάναμε πλάνα στους δρόμους, παρουσία υπαλλήλου του υπουργείου Εσωτερικών, πάνω από τα κεφάλια μας πετάξαν σε χαμηλό ύψος δυο ισραηλινά Φάντομ και άδειασαν βόμβες με στόχο κτίριο του υπουργείου Αμυνας.
Κάποιες όμως έπεσαν σε κοντινή πλατεία σκοτώνοντας τριακόσιους πενήντα ανθρώπους, αμάχους, σύμφωνα με τη συριακή πλευρά. Τρέξαμε επί τόπου, παντού καταστροφή και σπαραγμός. Είχα συνηθίσει όμως, δυστυχώς, πλέον σε τέτοιες σκηνές».
Σ′ ένα ταξίδι στα φλεγόμενα υψώματα του Γκολάν, το συνεργείο του CBS μπόρεσε να πάρει συνεντεύξεις από Ισραηλινούς πιλότους που είχαν συλληφθεί εκτινασσόμενοι μετά την κατάρριψη των αεροσκαφών τους.
«Ηταν μια μεγάλη επιτυχία μας. Από τα πολλά συνεργεία που είχαν ενδιαφερθεί έδωσαν άδεια πρώτους σε εμάς.
“Είσαι Ελληνας και σου έχουμε περισσότερη εμπιστοσύνη από τους άλλους”, μου είπε ο υπεύθυνος. Πήραμε αποκλειστικές συνεντεύξεις, στείλαμε τα φιλμ στη Βηρυτό απ′ όπου έφυγαν για τη Νέα Υόρκη. Λάβαμε πολλά συγχαρητήρια τηλεγραφήματα από το κανάλι.
Το βράδυ των συγχαρητηρίων ο Ντιν “φουσκωμένος” από την επιτυχία ήπιε τόσο πολύ που το πρωί δεινοπαθήσαμε να τον ξυπνήσουμε για να πάμε στο ρεπορτάζ».
Ο Πωλ Βιττορούλις λέει ότι ο εμφύλιος στον Λίβανο ήταν ο πιο σκληρός πόλεμος απ′ όσους βίωσε. Κράτησε συνολικά δεκαπέντε χρόνια, από το 1975 έως το 1990, και άφησε πίσω του εκατόν πενήντα χιλιάδες νεκρούς, πολύ πόνο και δάκρυα.
«“Είσαι Ελληνας και σου έχουμε περισσότερη εμπιστοσύνη από τους άλλους”, μου είπε ο υπεύθυνος. Πήραμε αποκλειστικές συνεντεύξεις και ο Ντιν “φουσκωμένος” από την επιτυχία το βράδυ ήπιε τόσο πολύ που το πρωί δεινοπαθήσαμε να τον ξυπνήσουμε για να πάμε στο ρεπορτάζ».
«Το μίσος ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους ήταν ανείπωτο και αγεφύρωτο. Στις συνέπειες του εμφυλίου ήταν, πέρα από τα ποτάμια του αίματος, η εκδίωξη των Παλαιστινίων από τον Λίβανο και η επέμβαση της Συρίας».
Ο νέος κύκλος του αίματος στη Μέση Ανατολή, μετά τους πολέμους των Εξι Ημερών και του Γιομ Κιπούρ, θα ξεκινήσει «επισήμως» στις 13 Απριλίου του 1975, όταν εκείνο το πρωινό άγνωστοι που επέβαιναν σε ένα επιβατικό αυτοκίνητο άνοιξαν πυρ και σκότωσαν τέσσερις πιστούς έξω από μια εκκλησία στον χριστιανικό τομέα της Βηρυτού.
Η «απάντηση» ήρθε αμέσως από τους φαλαγγίτες, τη στρατιωτική πτέρυγα των χριστιανών Μαρωνιτών του Λιβάνου, σκοτώνοντας για αντίποινα τριάντα Παλαιστίνιους.
Στην αρχή θεωρήθηκε μεμονωμένο περιστατικό – δεν ήταν. Το «αιματηρό πανηγύρι», μόλις είχε ξεκινήσει.
«Σε τι διέφεραν οι πόλεμοι τότε από αυτόν που βλέπουμε τώρα;», τον ρώτησα.
«Δούλεψα εικοσιπέντε χρόνια στους πολέμους στη Μέση Ανατολή, τον Περσικό, το Αφγανιστάν, αλλά αυτά που βλέπω να κάνει τώρα η Χαμάς ή νωρίτερα το ISIS είναι πολύ άγρια. Ξεπερνούν κάθε όριο, καταπατούν κάθε κώδικα του πολέμου. Δεν δολοφονούσαν με τόση ευκολία εν ψυχρώ αμάχους, δεν έσφαζαν παιδάκια και εγκύους, συνήθως χτυπιούνταν μεταξύ τους ένοπλες ομάδες. Εγιναν βεβαίως και τότε ακρότητες, όπως στα στρατόπεδα των Παλαιστινίων στον Λίβανο από χριστιανούς φαλαγγίτες με την ανοχή των Ισραηλινών αλλά όχι σε τέτοιο σημείο που παρακολουθούμε τώρα. Με ξεπερνάει, Σταύρο, αυτό με τις εν ψυχρώ δολοφονίες. Εμείς ποτέ δεν είδαμε να σφάζουν μωρά εν ψυχρώ ή να μαχαιρώνουν μανάδες. Οταν έμπαιναν σε στρατόπεδα κυνηγούσαν κυρίως ενόπλους και νέους πάνω από τα δεκαοχτώ χρόνια που μπορούσαν να φέρουν όπλο».
«Πόσο δύσκολο ήταν να καλύπτεις τόσο σκληρά γεγονότα σε τέτοιες συνθήκες;», συνέχισα.
«Παίζαμε τη ζωή μας κορόνα-γράμματα. Ξεκινούσαμε νωρίς το πρωί από το ξενοδοχείο στη Βηρυτό που προτιμούσαμε οι δημοσιογράφοι (Comodore) επειδή μας εξασφάλιζε επικοινωνία με τον έξω κόσμο, την οποία βεβαίως πληρώναμε χρυσάφι. Βλέπεις, τότε δεν υπήρχαν τα κινητά. Κάθε πρωί προσευχόμουν γιατί όλοι όσοι κάναμε αυτή τη δουλειά γνωρίζαμε ότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μην επιστρέψουμε από το ρεπορτάζ», λέει και προσθέτει:
«Υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός ανάμεσα στα ΜΜΕ εκείνη την περίοδο, ειδικά μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών καναλιών. Κυνηγούσαμε όλοι την αποκλειστικότητα, ειδικά όσον αφορά την ειδησεογραφία για την τηλεόραση, όπου δίχως εικόνα δεν υπάρχει είδηση ως γνωστόν. Οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο και τα περιοδικά είχαν διαφορετική προσέγγιση της επικαιρότητας. Περίμεναν από εμάς του “οπτικούς” να γυρίσουμε από τους δρόμους για να τους μεταφέρουμε την είδηση μέσω της εικόνας. Οι δημοσιογράφοι των εντύπων συνέτασσαν το θέμα τους το βράδυ, ώστε την επομένη να το στείλουν στα μέσα στα οποία εργάζονταν».
«Θα ήθελες να κάνεις μια σύγκριση με το σήμερα;», συνέχισα επ′ αυτού.
«Τώρα τα πλάνα που βλέπουμε είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα, είναι και καθαρά. Η τεχνολογία έχει προχωρήσει. Εγώ κουβαλούσα μια κάμερα είκοσι κιλών στον ώμο. Τώρα ακόμα και ένας άσχετος μπορεί πολύ εύκολα να τραβήξει με το κινητό του μια ιστορία και να την ανεβάσει στο διαδίκτυο. Οι δημοσιογράφοι κάνουν απευθείας συνδέσεις, μεταδίδουν ζωντανά. Τότε για να στείλουμε το υλικό στη Νέα Υόρκη γινόταν πόλεμος. Επρεπε να βρεις μέρος να γίνει develop, μετά μοντάζ και να φτάσουν τα πλάνα σε σημείο απ′ όπου θα μπορούσαν να σταλούν με δορυφόρο.
«Τώρα η τεχνολογία έχει προχωρήσει. Τότε για να στείλουμε το υλικό στη Νέα Υόρκη γινόταν πόλεμος. Κάποιες φορές τα πλάνα έφταναν κατόπιν εορτής, τα είχαν ξεπεράσει τα γεγονότα, η κατάσταση είχε αλλάξει».
Ηταν συγκεκριμένα τα μέρη απ′ όπου θα έφευγαν: θα πήγαιναν Λίβανο ή Ιορδανία ή Ρώμη, από εκεί στο Λονδίνο και θα έφθαναν στη Νέα Υόρκη. Ηταν ένας άλλος πόλεμος για να φτάσουν τα φιλμ στον προορισμό τους. Κάποιες φορές έφταναν κατόπιν εορτής, τα είχαν ξεπεράσει τα γεγονότα, η κατάσταση είχε αλλάξει. Μας έλεγαν από τα κεντρικά: παιδιά αυτά έγιναν προχθές, σήμερα τι γίνεται εκεί που είστε; Και βέβαια τα σοβαρά κανάλια έστελναν δημοσιογράφους διαβασμένους που ήξεραν την ιστορία της περιοχής. Είχαν γνώσεις για το θρησκευτικό και εθνικό υπόβαθρο των συγκρούσεων. Είναι πολύ σημαντικό να δίνεις στον κόσμο να καταλάβει τι γίνεται και κυρίως γιατί γίνεται».
«Κινδύνεψες σε όλη αυτή την εικοσιπεντάχρονη περιπέτεια στα πεδία των μαχών, φοβήθηκες;»
«Πολλές φορές αλλά πιστεύω ότι με προστάτευσαν οι προσευχές της μάνας μου. Προσευχόταν γονατιστή μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς. Εμένα ο πατέρας μου σκοτώθηκε όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων, το 1944, όταν στο νησί που ήταν υπό ιταλική κατοχή ακόμα, πήραν τα όπλα οι δικοί μας και εξεγέρθηκαν.
«Είδα τη φρίκη να περνάει μπροστά στην κάμερα, στην πείνα στην Αιθιοπία, στον Λίβανο, στον Περσικό, στους αραβικούς εμφύλιους. Ω, Θεέ μου, τι έχουν δει τα μάτια μου!»
Η μοναδική εικόνα που αποτυπώθηκε, παιδάκι τότε, ήταν εκείνη μέσα στο φέρετρο να τον μοιρολογούν οι γυναίκες. Αυτή η εικόνα με συνόδευε στους πολέμους όπου βέβαια “εμπλουτίστηκε” από τις εκεί εικόνες φρίκης, που τις κουβαλάω ακόμα μέσα μου. Ακόμα βλέπω, Σταύρο, στον ύπνο μου ότι είμαι μέσα στο επάγγελμα. Είδα τη φρίκη να περνάει μπροστά στην κάμερα, στην πείνα στην Αιθιοπία, στο Λίβανο, στον Περσικό, στους αραβικούς εμφύλιους. Ω, θεέ μου, τι έχουν δει τα μάτια μου!»
Αναρίθμητες είναι οι στιγμές που ο Πωλ Βιττορούλις βρέθηκε τετ α τετ με τον θάνατο ή ενώπιον ηθικών διλημμάτων. Μεταφέρουμε δύο.
«Βρισκόμασταν στο ξενοδοχείο μας στη Βηρυτό με τον ηχολήπτη μας Γιώργο Ιωαννίδη και τον δημοσιογράφο του NBC Μπιλ Λορντ, όταν έφτασε η πληροφορία ότι τα συριακά στρατεύματα αποσύρονται από θέσεις κοντά στα ισραηλινά στον νότιο Λίβανο κατόπιν συμφωνίας με τον ΟΗΕ. Εν ριπή οφθαλμού ετοιμαστήκαμε και με νοικιασμένο αυτοκίνητο φτάσαμε στο τελευταίο φυλάκιο στον ποταμό Λίτανι που λειτουργούσε ως φυσικό σύνορο στα συριακά και ισραηλινά στρατεύματα. Εκεί ρωτήσαμε τον στρατιώτη αν μπορούμε να περάσουμε και μας απάντησε καταφατικά. Ούτε που φανταζόμασταν τι μας περίμενε.
«Αρχισαν να πέφτουν γύρω μας βροχή οι όλμοι από την πλευρά των Ισραηλινών που νόμισαν ότι μεταφέρουμε όπλα στους Παλαιστίνιους και σε λίγο από την άλλη πλευρά άρχισαν να πολυβολούν οι Παλαιστίνιοι. Βρεθήκαμε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά».
Καθώς κινούμασταν στην όχθη του ποταμού, με βασάνιζε ένα περίεργο προαίσθημα, δυσάρεστο. Ζήτησα από τον Γιώργο να κατεβάσει το τζάμι του αυτοκινήτου γιατί ήθελα να ακούσω αν κελαηδούν πουλιά. Ηξερα από την εμπειρία μου στις εμπόλεμες ζώνες πως όταν δεν κελαηδούν στο δάσος τα πουλιά κάτι συμβαίνει, είναι κακό σημάδι. Δεν ακουγόταν ούτε τιτίβισμα. Ανησύχησα.
Ισως είναι καλύτερα να γυρίσουμε πίσω, είπα και πριν προλάβω να τους εξηγήσω άρχισαν να πέφτουν γύρω μας βροχή οι όλμοι από την πλευρά των Ισραηλινών που νόμισαν ότι μεταφέρουμε όπλα στους Παλαιστίνιους και σε λίγο από την άλλη πλευρά άρχισαν να πολυβολούν οι Παλαιστίνιοι. Βρεθήκαμε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Ο Μπιλ επιχείρησε να οδηγήσει με την όπισθεν το αυτοκίνητο για να απεγκλωβιστούμε αλλά και από πίσω μας έπεφταν οι σφαίρες χαλάζι.
Αναγκάστηκε να ρίξει το Φιατάκι στο ποτάμι, χωρίς ευτυχώς να αναποδογυρίσει. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο με δυσκολία εγκαταλείποντας εκεί τα μηχανήματα. Για καλή μας τύχη σε ένα χωράφι έκαναν δουλειές κάποιοι αγρότες που μας έσωσαν και με τη βοήθεια Παλαιστινίων γυρίσαμε στη Βηρυτό. Θέλεις και τη συνέχεια; Επικοινωνήσαμε με το κανάλι και καθώς εξιστορούσαμε τα γεγονότα ο αρχισυντάκτης μας διέκοπτε για να μας ρωτήσει πού είναι τα φιλμ. Απ′ ό,τι κατάλαβα δεν τον απασχολούσε αν γυρίσαμε ζωντανοί. Εκείνο το βράδυ ο Μπιλ μας ανακοίνωσε την απόφασή του να εγκαταλείψει τη δουλειά και να επιστρέψει στην πατρίδα του στο Ορεγκον. Το ‘πε και το ‘κανε. Απ′ ό,τι έμαθα αργότερα, αγόρασε ένα αλιευτικό σκάφος και έγινε ψαράς».
Με ηχολήπτη τον Πολύδωρο Αναστασέλη, ο Βιττορούλις τραβούσε πλάνα στην «πράσινη γραμμή» στη Βηρυτό όταν κάποια στιγμή τον πλησίασε ένας άγνωστός του νεαρός, οπλισμένος με καλάσνικοφ, και σχεδόν ψιθυριστά τον ρώτησε στα αγγλικά αν ήθελε να απαθανατίσει «κάτι πολύ σημαντικό». Χωρίς να τον ρωτήσει περί τίνος πρόκειται και να σταθμίσει την κατάσταση ψύχραιμα, αλλά ωθούμενος από το «μικρόβιο της δουλειάς», τον ακολούθησε, μαζί με τον ηχολήπτη.
«Μας οδήγησε σε μια διάτρητη από σφαίρες πολυκατοικία όπου ανεβήκαμε στον έκτο όροφο και εκεί σ′ ένα σκοτεινό διαμέρισμα με δυο τρύπες στον τοίχο, μου είπε να προσαρμόσω στη μια τον φακό της κάμερας και στην άλλη έβαλε ο ίδιος την κάνη του καλάσνικοφ.
«“Τώρα περιμένουμε”, μου δήλωσε. Αίφνης συνειδητοποίησα ότι σχεδίαζε να σκοτώσει άνθρωπο και ήθελε να απαθανατίσω τη σκηνή. Κατέβασα την κάμερα και του είπα ότι “δεν θέλω να κάνεις κάτι για εμένα”».
“Τώρα περιμένουμε”, μου δήλωσε. Αίφνης συνειδητοποίησα ότι σχεδίαζε να σκοτώσει άνθρωπο και ήθελε να απaθανατίσω την σκηνή.
Κατέβασα την κάμερα και του είπα ότι “δεν θέλω να κάνεις κάτι για εμένα”. Πέρα από το ηθικό πρόβλημα υπήρχε ο κανόνας της δεοντολογίας αλλά και η απαράβατη εντολή από το κανάλι ότι ποτέ δεν προκαλούμε την είδηση προς χάριν της κάμερας. Ηταν όρος του συμβολαίου.
“Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει, αυτό που θα συμβεί είναι η δική μου πραγματικότητα”, γύρισε και μου είπε κοιτάζοντας με διαπεραστικά στα μάτια και πρόσθεσε: “Τον αδερφό μου τον σκότωσαν με τον ίδιο τρόπο οι χριστιανοί και τώρα είναι η δική μου στιγμή να πάρω εκδίκηση”.
Πρέπει να πέρασε μισή ώρα και τίποτα δεν έδειχνε να κεντρίζει το μάτι του μαχητή στην απέναντι πλευρά της “πράσινης γραμμής”, που ήταν πολύ κοντά. Κάποια στιγμή άκουσα ένα μεταλλικό κρακ. Οπλισε το καλάσνικοφ. Γύρισα ασυναίσθητα και τον κοίταξα ενώ εκείνος δίχως να μου δώσει σημασία χάιδευε τη σκανδάλη. Ξαναγύρισα στο βίζερ της μηχανής και εντόπισα στον στόχο του. Στο απέναντι κτίριο μια γυναίκα τίναζε ένα χαλί στην άκρη ενός μπαλκονιού. Εκείνη τη στιγμή μ′ έπιασε ρίγος. Κατάλαβα ότι η γυναίκα μπορεί να ήταν στόχος του και ευχήθηκα να μην την σκοτώσει. Αλλωστε μου φαινόταν παράλογο, ήταν μια νοικοκυρά που δεν οπλοφορούσε καν.
Μου πέρασε από το μυαλό να τον σταματήσω, όμως άοπλος καθώς ήμουν δεν είχα καμία τύχη. Εκείνος κρατούσε όπλο και εγώ κάμερα. Είναι αποφασισμένος να σκοτώσει, είτε είμαι εγώ δίπλα του είτε όχι, σκεφτόμουν. Αποφάσισα να καταγράψω από καθαρό επαγγελματισμό και χωρίς συναισθηματισμό την απαίσια αυτή στιγμή. Η ευθύνη μου ήταν να δείξω την πραγματικότητα, όσο σκληρή και αν ήταν. Τράβηξε τη σκανδάλη και άκουσα τη σφαίρα να φεύγει από τη θαλάμη. Το καυτό μέταλλο βρήκε την άτυχη γυναίκα στο κεφάλι. Πέθανε ακαριαία και το χαλί που κρατούσε την παρέσυρε στο κενό. Το σώμα έπεσε με ένα γδούπο στο έδαφος και τυλίχθηκε με το χαλί, σαν να ήταν σάβανο.
«Τράβηξα βιαστικά τον σταυρό από τον λαιμό μου κόβοντας την αλυσίδα και τον έβαλα στην τσέπη. Δεν ήθελα να προκαλέσω ως χριστιανός και να με ταυτίσουν με την απέναντι εχθρική πλευρά».
Εβγαλε το όπλο από την τρύπα και χωρίς άλλη κουβέντα μου είπε: “Φεύγουμε”. Κατέβηκα μαζί του από το κτίριο, μου μιλούσε αλλά μου ήταν αδύνατο να τον παρακολουθήσω. Ξαφνικά αισθάνθηκα το βλέμμα του να με διαπερνάει και τον κοίταξα. Η ματιά του ήταν καρφωμένη στο στήθος μου. Είχε εστιάσει στον μικρό χρυσό σταυρό που μου είχε χαρίσει η μάνα μου για φυλαχτό και δεν τον αποχωριζόμουν ποτέ. Σήμερα δεν είμαι βέβαιος αν τον είδε πραγματικά ή ήταν ιδέα μου. Βγαίνοντας από την πολυκατοικία συναντήσαμε συμπολεμιστές του και άρχισαν να συζητούν μιλώντας δυνατά.
Αρπαξα την ευκαιρία και τράβηξα βιαστικά τον σταυρό από τον λαιμό μου κόβοντας την αλυσίδα και τον έβαλα στην τσέπη. Δεν ήθελα να προκαλέσω ως χριστιανός και να με ταυτίσουν με την απέναντι εχθρική πλευρά. Εκείνη τη στιγμή με πλησίασε αλλά για άλλον λόγο. Εβγαλε από την τσέπη του ένα πανί και το άνοιξε μπροστά μου. Φάνηκε μια λαμπερή πέτρα που ισχυρίστηκε ότι τη βρήκε σ′ ένα σπίτι και ήταν διαμάντι.
“Θέλεις να το αγοράσεις;”, με ρώτησε. Του είπα ότι δεν έχω χρήματα αλλά και αν είχα δεν θα τα πετούσα για “μια πέτρα”».
Το επαγγελματικό ταξίδι του Πωλ Βιττορούλις συνεχίσθηκε με αποστολές σε εμπόλεμες περιοχές, αλλά και σημεία του πλανήτη όπως η Αιθιοπία, όπου θέριζαν η πείνα και η δίψα και τα όρνεα στην έρημο κατασπάρασσαν τα άψυχα, κορμιά νεκρών παιδιών. Και θα ολοκληρωθεί κάπως «ανορθόδοξα».
«Μας είχαν δώσει στολές χημικού πολέμου και κατάλαβα ότι το πράγμα αλλάζει. Δεν ήταν πλέον οι πόλεμοι που είχαμε γνωρίσει παλιά».
«Οταν ξέσπασε ο πρώτος πόλεμος στο Ιράκ, βρισκόμασταν με το συνεργείο μας στην Ιορδανία. Ημασταν οι μόνοι που είχαμε βίζα για το Ιράκ, προτού εισβάλουν οι Αμερικανοί. Εγώ είχα ακόμα συμβόλαιο για άλλα δυο χρόνια. Λέω “δεν παίρνουμε ένα τηλέφωνο στη Νέα Υόρκη να δούμε αν μας έχουν ασφαλισμένους από το κανάλι;” Μας είχαν δώσει στολές χημικού πολέμου και κατάλαβα ότι το πράγμα αλλάζει. Δεν ήταν πλέον οι πόλεμοι που είχαμε γνωρίσει παλιά. Είπαμε να κάνουμε ένα τηλέφωνο και αν δεν ήμασταν ασφαλισμένοι, να κάνουμε εμείς ασφάλεια ώστε αν πάθουμε κάτι να ενισχυθούν οικονομικά οι οικογένειές μας. Μας απάντησαν οι Αμερικανοί ήταν ασφαλισμένοι έναντι 1.000.000 δολαρίων, ενώ εμείς οι άλλοι για 250.000.Καταλαβαίνεις πώς αισθανθήκαμε. Τους είπαμε να πληρώσουμε εμείς τη διαφορά αλλά ούτε αυτό το δέχτηκαν. Μαζέψαμε τα μηχανήματα και βγήκαμε εκτός περιφέρειας πολέμου. Σκεφτήκαμε να πάμε στη Νέα Υόρκη και να καταγγείλουμε στους Τάιμς οπότε θα γινόταν ο κακός χαμός. Ομως είχαμε φάει ψωμί από το κανάλι και δεν το έκανα. Επί τρεις μέρες δεν είχαν να δείξουν τίποτα γιατί είμαστε οι μοναδικοί που είχαμε βίζα να μπούμε. Εστειλαν τον Αμερικανό δημοσιογράφο που ήταν μαζί μας και του είπαν να πάρει πλάνα από το ιρακινό κανάλι. Ομως η πρώτη βόμβα που έπεσε ήταν πάνω στο κανάλι».
Δεν ήταν η καλύτερη αντιμετώπιση για τον Βιττορούλις και τον συνεργάτη του Γιώργο Ιωαννίδη που περάσαν από φωτιά και σίδερο στα πεδία των μαχών, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό τους.
Το περιστατικό που αφηγήθηκε εγγράφως ο δημοσιογράφος του CBS, Αλεν Πίτσαϊ είναι χαρακτηριστικό επ′ αυτού:
«…Το πόσο υπολογίσιμη ομάδα αποτελούσαν με τον Γιώργο Ιωαννίδη επιβεβαιώνεται και από μια συνομιλία που έτυχε να ακούσω στα ξενοδοχείο στη Βηρυτό. “Θέλω να μπουν δυο συνεργεία, επαναλαμβάνω δυο”, φώναζε στο ακουστικό ο απεσταλμένος από ανταγωνιστικό αμερικανικό δίκτυο» και όταν ρωτήθηκε, πιθανότατα από την άλλη άκρη για ποιο λόγο απάντησε: “Γιατί το CBS μόλις έστειλε τους αναθεματισμένους Ελληνες”».