Στα συρτάρια των εισαγγελέων βρίσκονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μέχρι που ορισμένες υποθέσεις κινδυνεύουν με παραγραφή, εκατοντάδες καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία.
Περιστατικά με ξυλοδαρμούς, απειλές, βίαιες συμπεριφορές, χρόνιους εξευτελισμούς που καταγγέλλονται στη Δικαιοσύνη δεν προχωρούν, με αποτέλεσμα πολλά θύματα να μένουν απροστάτευτα και οι υπαίτιοι της κακοποίησής τους να παραμένουν ατιμώρητοι.
Τι ακριβώς συμβαίνει; Ο νόμος που ισχύει έως σήμερα για την ενδοοικογενειακή βία, ο ν. 3.500 του 2006, προβλέπει –και σωστά– ότι οι καταγγελίες που γίνονται στον εισαγγελέα για ξυλοδαρμούς κ.λπ., πριν φθάσουν στο ακροατήριο για να τιμωρηθεί ο δράστης, οφείλουν να μπαίνουν σε διαμεσολάβηση η οποία πρέπει να γίνεται από κρατικούς φορείς. Εκτός αν πρόκειται για ανθρωποκτονίες ή βιασμούς.
Η πρόβλεψη οι δράστες να μπαίνουν σε στοχευμένα προγράμματα θεραπείας και υποστήριξης πριν καθίσουν στο εδώλιο και τα προβλήματα που δημιουργεί.
Στόχος της πρόβλεψης είναι οι δράστες να μπαίνουν σε στοχευμένα προγράμματα θεραπείας και υποστήριξης και έτσι να αποφεύγεται η δικαστική καταδίκη και να επιτυγχάνεται στο πεδίο της πρόληψης ό,τι το καλύτερο.
Για τον λόγο αυτό λειτουργεί το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), που ανήκει στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Εκεί στέλνονται όλες οι δικογραφίες για τέτοιες καταγγελίες, προκειμένου να ενεργοποιούνται τα προγράμματα για τους καταγγελλόμενους για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
Ας δούμε, όμως, τα στατιστικά δεδομένα, έτσι όπως προέκυψαν από μελέτη που έκανε ο ίδιος ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Αντώνης Ελευθεριάνος, ο οποίος αποκάλυψε το θέμα στην Εταιρεία Δικαστικών Μελετών.
Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη, το 2020 στην Αθήνα η διαμεσολάβηση για καταγγελίες ενδοοικογενειακής βίας εφαρμόστηκε σε 329 υποθέσεις. Την επόμενη χρονιά, το 2021, σε 428 και το 2022 σε 521. Ομως, η εφαρμογή του σωστού αυτού μέτρου εδώ και χρόνια έχει καταστεί εξαιρετικά προβληματική και πλέον είναι ανεφάρμοστη με οδυνηρές συνέπειες για τα θύματα.
Το γιατί, το εξηγεί ο ίδιος. Ο μοναδικός φορέας που κάνει τη διαμεσολάβηση, το ΕΚΚΑ, δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει το τσουνάμι των καταγγελιών, με αποτέλεσμα οι δικογραφίες, αφού είναι υποχρεωτική η διαμεσολάβηση, να στέλνονται εκεί από τους εισαγγελείς και να λιμνάζουν για χρόνια.
Αντιγράφουμε από τη μελέτη Ελευθεριάνου: «Ενώπιον του μοναδικού φορέα, ΕΚΚΑ, σωρεύονται αιτήσεις διαμεσολάβησης κατά εκατοντάδες, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να τις ικανοποιήσει σε εύλογο χρόνο και οι σχετικές δικογραφίες να μένουν ακίνητες για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια των οποίων, ούτε στο αρχείο μπορούν να τεθούν ούτε η ποινική διαδικασία να προχωρήσει. Σε πολλές περιπτώσεις αν αρχίσει η διαμεσολάβηση και αποτύχει λόγω ασυνέπειας του κατηγορουμένου να παρακολουθήσει το πρόγραμμα, η δικογραφία επανεισάγεται στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου με μεγάλη καθυστέρηση, με όλες τις εντεύθεν επιπτώσεις, κίνδυνο παραγραφής, ματαίωση του ειδικού σκοπού της πρόληψης και εξασθένηση αποδεικτικά της υπόθεσης κ.ά.». Η κατάσταση πλέον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Εισαγγελίας της Αθήνας έχει φθάσει στο απροχώρητο. Ο ΕΚΚΑ ενημέρωσε τις εισαγγελικές αρχές ότι για το 2024 δεν μπορεί να διεκπεραιώνει πάνω από 100 δικογραφίες τον χρόνο για καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία!
Τώρα, ας δούμε και την κατάσταση στην Εισαγγελία της Αθήνας. Πόσες καταγγελίες, σε συντριπτικά ποσοστά από γυναίκες, γίνονται για ενδοοικογενειακή βία;
Πάνω από 200 καταγγελίες τον μήνα. Δηλαδή πάνω από 2.000 τον χρόνο. Και ο μοναδικός φορέας που καλείται να τις χειριστεί ενημέρωσε πλέον ότι μπορεί για την επόμενη χρονιά να φέρει εις πέρας μόνον 100.
Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, που οι διαστάσεις του ξεπερνούν τη δυνατότητα των δικαστικών αρχών και αγγίζουν την υποχρέωση του κράτους για την προστασία ευάλωτων πολιτών.