Η ελληνική πολιτεία στοχεύει να προσελκύσει ξένους πανεπιστημιακούς στα ΑΕΙ της χώρας μας, αλλά τους υποχρεώνει, θέτοντας όρο, να συνεργαστούν με μια εταιρεία! Αυτό αποθαρρύνει τους επιστήμονες και κυρίως των ανθρωπιστικών και κοινωνικών κλάδων, με αποτέλεσμα έως τώρα, επτά μήνες από την έναρξη της προθεσμίας (στις 21 Απριλίου) για την υποβολή αιτήσεων, να έχουν κατατεθεί μόνον εννέα αιτήσεις από ξένους καθηγητές – σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας. Τα ΑΕΙ διαμαρτύρονται ότι πάει χαμένη μια ευκαιρία εξωστρέφειάς τους.
Ειδικότερα, ο «επισκέπτης καθηγητής» θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 4957 που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2022. Οπως λέει το άρθρο 171 (παρ.1), ως επισκέπτης καθηγητής ορίζεται ο «Ελληνας ή αλλοδαπός επιστήμονας που κατέχει θέση καθηγητή ή ερευνητή σε οργανισμό της αλλοδαπής είτε διαθέτει τα προσόντα που απαιτούνται για την εκλογή σε θέση επίκουρου καθηγητή σε ΑΕΙ». Τα πανεπιστημιακά τμήματα μπορούν να προσλάβουν επισκέπτες καθηγητές πλήρους ή μερικής απασχόλησης με θητεία ενός ακαδημαϊκού εξαμήνου, με δυνατότητα παράτασης έως τρία ακαδημαϊκά έτη και ανανέωσης για μία ακόμη τριετία, αφού ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα του έργου τους.
Εως εδώ καλά. Ομως, όπως ορίζει η πρόσκληση υποβολής προτάσεων, το έργο (χρηματοδοτείται στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας από την Ε.Ε.) απευθύνεται σε ΑΕΙ της Ελλάδας για τη χρηματοδότηση ενός επισκέπτη καθηγητή-ερευνητή για παροχή διδακτικού-ερευνητικού έργου και σε επιχειρήσεις από την Ελλάδα ή το εξωτερικό, με στόχο να υλοποιήσουν από κοινού με τα ΑΕΙ συνεργατικά ερευνητικά έργα με τη συνδρομή ενός επισκέπτη καθηγητή-ερευνητή.
Δηλαδή, ο πανεπιστημιακός του εξωτερικού καλείται να παράσχει διδακτικό ή ερευνητικό έργο στο ίδρυμα και παράλληλα να υλοποιήσει ένα συνεργατικό ερευνητικό έργο με την επιχείρηση, σε συνεργασία με το προσωπικό της. «Η συμμετοχή του επισκέπτη θα συνεισφέρει στη μεταφορά τεχνογνωσίας από το εξωτερικό προς την πραγματική οικονομία, μέσω των επιχειρήσεων που θα συμμετέχουν στα έργα, στην ενδυνάμωση των δεσμών μεταξύ επιστήμης και επιχειρήσεων, καθώς και στη σύνδεση της έρευνας και της καινοτομίας με την επιχειρηματικότητα», περιέγραφε η τέως ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως ο όρος της συμμετοχής μιας εταιρείας στο πρόγραμμα αποτελεί τροχοπέδη. Χαρακτηριστικά, όπως ανέφερε στην «Κ» η πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου Χριστίνα Κουλούρη, «στην Ελλάδα δεν υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από τις επιχειρήσεις για να χρηματοδοτήσουν την έρευνα. Την ίδια στιγμή δεν είναι εύκολο όλα τα επιστημονικά πεδία να βρουν επιχειρήσεις να συνεργαστούν». Ενδεικτικά, θεωρείται πολύ δύσκολο τα τμήματα κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, όπως φιλολογίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας κ.λπ., να βρουν ελληνικές επιχειρήσεις για να συνεργαστούν με κάποιον ξένο ερευνητή στο πλαίσιο της δράσης για τον «επισκέπτη καθηγητή-ερευνητή».
Σύμφωνα με πανεπιστημιακούς που μίλησαν χθες στην «Κ», μόνο οι πανεπιστημιακοί και ερευνητές στο πεδίο της Ιατρικής μπορούν εύκολα να απευθυνθούν στις φαρμακευτικές εταιρείες για να συμπράξουν σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Ετσι, ενώ υπάρχουν πανεπιστημιακοί σε ξένα ΑΕΙ που έχουν συζητήσει με συναδέλφους τους σε ελληνικά ΑΕΙ την προοπτική να έλθουν ως επισκέπτες καθηγητές, τελικά εγκαταλείπουν την ιδέα.
Ωστόσο, δεν είναι το μόνο εμπόδιο για να επιτύχει η προσπάθεια του υπουργείου Παιδείας. Το έργο παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, όπως η άδεια που χρειάζεται να εξασφαλίσουν οι ακαδημαϊκοί από τα δικά τους εκπαιδευτικά ιδρύματα στο εξωτερικό, ώστε να διδάξουν στα ελληνικά πανεπιστήμια, ο χρόνος που θα πρέπει να μείνουν μακριά από τις επιστημονικές τους ομάδες –σε πολλές περιπτώσεις υλοποιούν ερευνητικά προγράμματα υψηλής εμβέλειας και χρηματοδότησης– ώστε να βρίσκονται στην Ελλάδα. Τελικά, όλα τα παραπάνω εξηγούν τις μόλις εννέα αιτήσεις…