«Friluftsliv». Δύσκολα μπορούμε οι Ελληνες να προφέρουμε την εν λόγω νορβηγική έκφραση, ακόμα πιο δύσκολο, όμως, είναι να βιώσουμε το πραγματικό της νόημα: την ευεξία που προσφέρει στον άνθρωπο η επαφή με τη φύση.
«Πρόκειται για μία αξία που διαπερνά διαχρονικά τη νορβηγική συνείδηση και βέβαια την ασπάζονται και οι υπόλοιποι Σκανδιναβοί» σημειώνει στην «Κ» η δρ Ελίντα Καλπογιάννη, εργοθεραπεύτρια για παιδιά και επιστημονικά υπεύθυνη της ΑΜΚΕ «Παίζοντας», η οποία χάρη στη χρηματοδότηση των EEA Grants, διερεύνησε τη νορβηγική κουλτούρα στο πλαίσιο της συνεργασίας με το Πανεπιστήμιο Western της Νορβηγίας.
Οι δύο χώρες, με το διαμετρικά αντίθετο κλίμα, φαίνεται ότι εφαρμόζουν διαφορετικές στρατηγικές αναφορικά με το παιχνίδι στην ύπαιθρο για τα παιδιά προσχολική ηλικίας. «Στην Ελλάδα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας περνούν το πολύ 30 λεπτά στο προαύλιο» σημειώνει η δρ Καλπογιάννη, η οποία εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή σε δείγμα 662 παιδαγωγών από δομές όλης της χώρας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν μεγάλα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν προαυλίζονται καθόλου, «λόγω καιρού». Ως «κακό καιρό» εννοούμε τους 10 ή 12 βαθμούς Κελσίου ή όταν έχει προηγηθεί μια βροχερή μέρα και στην αυλή υπάρχουν ακόμα λακκούβες με νερό. Βάσει, ωστόσο, μελετών τα παιδιά σε αυτή την ηλικία χρειάζονται ανά 60 λεπτά μαθήματος εντός τάξης 15 λεπτά παιχνιδιού σε υπαίθριο χώρο, άρα συνολικά δύο ώρες εντός του 8ωρου, ενώ ο Π.Ο.Υ. συνιστά τρεις ώρες παιχνιδιού έξω την ημέρα.
Στη Νορβηγία συνηθίζουν να λένε ότι δεν υπάρχει ακατάλληλος καιρός αλλά ακατάλληλα ρούχα. Ξορκίζοντας έτσι το κρύο κατορθώνουν τα παιδιά, με τα ανάλογα αξεσουάρ, να δίνουν καθημερινά το «παρών» σε υπαίθριους χώρους στα όρια των σχολικών μονάδων αλλά και εκτός αυτών. Ο χρόνος που περνούν στο προαύλιο μετριέται σε ώρες και όχι σε λεπτά, το 70% του χρόνου το καλοκαίρι και το 30% τον χειμώνα.
Στη Νορβηγία σε κάθε μαθητή αναλογούν από 34 έως και 47 τ.μ. υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, τη στιγμή που στη χώρα μας τα τετραγωνικά που αναλογούν σε κάθε παιδί είναι από 3.5 έως 4.5 τ.μ.
Η χωροταξία είναι γενναιόδωρη στη Νορβηγία: σε κάθε μαθητή αναλογούν από 34 έως και 47 τ.μ., τη στιγμή που στη χώρα μας τα τετραγωνικά που αναλογούν σε κάθε παιδί είναι από 3.5 έως 4.5 τ.μ. υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου.
Μελέτη που εκπόνησε το ΕΜΠ το 2013 υποδείκνυε ότι υπήρχαν παιδικοί σταθμοί στον Δήμο Αθηναίων χωρίς καθόλου εξωτερικό χώρο. Χαώδης είναι και η διαφορά στον αριθμό των εκπαιδευτικών και παιδαγωγών στις σχολικές αίθουσες- στη Νορβηγία ένας παιδαγωγός αναλαμβάνει την ευθύνη για τρία παιδιά κάτω των 3 ετών και ένας για 5,7 παιδιά από 3 εώς 5 ετών· στην Ελλάδα, στο νηπιαγωγείο ένας εκπαιδευτικός αναλογεί σε 25 (+10%) παιδιά, στον παιδικό σταθμό για τον ίδιο αριθμό μαθητών αναλογούν δύο παιδαγωγοί. «Συνεπώς, παρά τις καλές προθέσεις των εργαζομένων, με τόσο λίγο προσωπικό οι δυνατότητες είναι περιορισμένες» λέει η ίδια.
Καλλιεργούν την εξοικείωση με τη φύση
Αν και οι αυλές των νορβηγικών σχολείων είναι ευρύχωρες, οι εκπαιδευτικοί με τα παιδιά περνούν χρόνο εκτός σχολείου, στη φύση, σε εβδομαδιαία βάση. «Στο παιδαγωγικό πρόγραμμα παιδικών σταθμών και νηπιαγωγείων (σ.σ. στη Νορβηγία η προσχολική αγωγή είναι ενιαία, από ενός έως έξι ετών) συμπεριλαμβάνονται δραστηριότητες στη φύση όλο τον χρόνο, προκειμένου τα παιδιά να βιώνουν την ευεξία και να πειραματίζονται με τα φυσικά φαινόμενα». Για να συνεχιστεί αυτή η μακρά παράδοση, οι Νορβηγοί εκπαιδεύουν και τους μελλοντικούς παιδαγωγούς σε παιδαγωγικές μεθόδους, που καλλιεργούν την εξοικείωση με τη φύση.
Ο περιορισμένος προαυλισμός των νηπίων στην Ελλάδα επιδέχεται, σύμφωνα με την δρ Καλπογιάννη, πολλών ερμηνειών. «Η μέχρι πρόσφατα ισχύουσα νομοθεσία δεν προέβλεπε υπαίθριες δραστηριότητες (σ.σ. αυτό άλλαξε με το πρόγραμμα ‘Κυψέλη’, το οποίο έχει μεν ψηφιστεί αλλά δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί), οι παιδαγωγοί δεν είναι εκπαιδευμένοι και εξοικειωμένοι με τέτοιες δράσεις» σημειώνει η ίδια. «Παιδαγωγοί κοντά στη σύνταξη είναι πιο πολύ πρόθυμοι να βγάλουν έξω τα παιδιά απ’ ότι οι νεότεροι συνάδελφοι τους, επειδή εκείνοι είχαν ως παιδιά το βίωμα του παιχνιδιού έξω» παρατηρεί «το παιχνίδι στην αυλή αντιμετωπίζεται κυρίως ως διάλειμμα από το μάθημα, γνωρίζουμε, όμως, πλέον ότι το παιχνίδι ενισχύει και γνωστικά τα παιδιά».
Οι γονείς είχαν πολλές ενστάσεις- μήπως χτυπήσει, μήπως κρυώσει ακόμα και με 20 βαθμούς, μήπως λερωθεί το παιδί
Η Π.Σ., παιδαγωγός που εξειδικεύεται σε υπαίθριες δραστηριότητες, περιγράφει στην «Κ» την προσπάθειες που κατέβαλε για να συμμετέχουν τα παιδιά ιδιωτικού νηπιαγωγείου σε δραστηριότητες στη φύση. «Οι γονείς είχαν πολλές ενστάσεις- μήπως χτυπήσει, μήπως κρυώσει ακόμα και με 20 βαθμούς, μήπως λερωθεί» θυμάται, «πολλοί δεν έστελναν τα παιδιά στις εκδρομές για να αποφύγουν κάποιο ‘ευτράπελο’». Οι οικογένειες, αν και υψηλού μορφωτικού επιπέδου, δεν ήταν τόσο ανοιχτές σε κάτι καινούριο. Λιγότερες ήταν οι αντιστάσεις των νηπιαγωγών, «που σταδιακά κάμφθηκαν, όταν είδαν την πληρότητα που βίωναν τα παιδιά». Ο φόβος των γονέων μοιάζει να «θάβει» αξιόλογες πρωτοβουλίες. «Οι καταγγελίες από γονείς πάνε σύννεφο». Στη Νορβηγία, αντίθετα, τα παιδιά αντιμετωπίζονται ως ικανά να διαχειριστούν λελογισμένα για την ηλικία τους ρίσκα, όπως το να κάνουν πεζοπορία στο δάσος, ενώ ενθαρρύνονται να είναι αυτόνομα, όπως το να ντύνονται μόνα τους.
«Ολα τα περιαστικά δάση της Αττικής έχουν καεί»
Στις αντικειμενικές δυσκολίες η Π.Σ. κατατάσσει και τους λίγους κατάλληλους χώρους για εξορμήσεις στη φύση. «Ολα τα περιαστικά δάση της Αττικής έχουν καεί, έχει μείνει μόνον ο Υμηττός, όπου πάμε όλοι· εντός της πόλης έχουμε ελάχιστες επιλογές: Εθνικό Κήπο, Αλσος Συγγρού και Νέας Φιλαδέλφειας, Νιάρχο, τα μικρά άλση είναι εντελώς ακατάλληλα για παιδιά λόγω παραμέλησης και σκουπιδιών».
Τα οφέλη από το παιχνίδι έξω είναι αναρίθμητα. «Συμβάλλει αποφασιστικά στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας, στην οποία τα Ελληνόπουλα έχουν πολύ υψηλά ποσοστά» αναφέρει ενδεικτικά η δρ Καλπογιάννη, «συνεισφέρει στην υγιή όραση, η οποία εσχάτως πλήττεται από τις οθόνες και το τεχνητό φως». Παράλληλα, το παιχνίδι στη φύση είναι ευεργετικό στην ψυχοκοινωνική, αισθητηριακή και κινητική ανάπτυξη του παιδιού, στην αντιμετώπιση της διάσπασης προσοχής, στην απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων, στη διαχείριση του άγχους.