Προτού καταλήξει στις ΗΠΑ, το χάλκινο κορινθιακό κράνος έπρεπε να απαρνηθεί το παρελθόν του. Στη Γερμανία τού δόθηκε ψευδές ιστορικό συλλογής, ώστε να μην κινήσει υποψίες παράνομης προέλευσης και από εκεί ταξίδεψε για τη Νέα Υόρκη και την γκαλερί του εμπόρου έργων τέχνης Μάικλ Γουάρντ. Δεν πρόλαβε όμως να βρεθεί σε άλλα χέρια. Είναι μία από τις 30 ελληνικές αρχαιότητες που παίρνουν πλέον τον δρόμο του επαναπατρισμού, έπειτα από μεθοδικές ενέργειες της Εισαγγελίας του Μανχάταν.
Η «Κ» είχε παρουσιάσει εκτενώς το παρελθόν του 80χρονου Γουάρντ και τις συναλλαγές του. Αμερικανικά δικαστικά έγγραφα τον συνδέουν με έναν Βούλγαρο προμηθευτή. Γνωστός και ως Γιουτζίν Αλεξάντερ, πωλούσε –σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές– αρχαιότητες στον επικεφαλής βρετανικού οίκου δημοπρασιών Ρίτσαρντ Μπιλ και τον Αμερικανό μεγιστάνα Μάικλ Στάινχαρντ.
Οι εισαγγελικές αρχές του Μανχάταν είχαν κατασχέσει το 2018 επτά ελληνικές αρχαιότητες από τη συλλογή του Στάινχαρντ, που συνδέονταν με τον Βούλγαρο και προέρχονταν από την Κρήτη, τη Σάμο και τη Νάξο. Εκτιμάται, σύμφωνα με αμερικανικά δικαστικά έγγραφα, ότι ο Γουάρντ έλαβε από τον ίδιο προμηθευτή πάνω από 100 αρχαία αντικείμενα μεταξύ 2015 και 2019.
Σε έγγραφα των αμερικανικών αρχών από τις υποθέσεις του Στάινχαρντ και του Γουάρντ, που είναι σε γνώση της «Κ», περιγράφεται η ασυνήθιστη πορεία του προμηθευτή. Γεννήθηκε στη Βάρνα της Βουλγαρίας και το 1979 ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος σε έναν τοπικό τηλεοπτικό σταθμό, ενώ αργότερα εργάστηκε στις δημόσιες σχέσεις του αρχαιολογικού μουσείου της πόλης. Εφυγε από τη χώρα του το 1984 και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο της Γερμανίας, όπου συστηνόταν επαγγελματικά ως σύμβουλος για επενδύσεις στην τέχνη και σε αρχαιότητες. Αργότερα μετακόμισε στις ΗΠΑ όπου πραγματοποίησε μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές με αντικείμενο την Ιστορία της Τέχνης και την αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή Ιστορία.
Το 1999 φέρεται να κατέδωσε στις γερμανικές αστυνομικές αρχές έναν πρώην συνεργάτη του, υποστηρίζοντας ότι ήταν αρχαιοκάπηλος. Οι αμερικανικές αρχές επικαλούνται και βουλγαρικό δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποίο τέσσερα χρόνια αργότερα ο προμηθευτής ισχυρίστηκε ότι τον είχε απαγάγει μια εγκληματική οργάνωση, ζητώντας ένα εκατ. δολάρια ως λύτρα, όμως κατάφερε να αποδράσει.
Γνωστός και ως Γιουτζίν Αλεξάντερ, πωλούσε αρχαιότητες στον επικεφαλής βρετανικού οίκου δημοπρασιών Ρίτσαρντ Μπιλ και στον Αμερικανό μεγιστάνα Μάικλ Στάινχαρντ.
Το 2004 οι γερμανικές αρχές ερεύνησαν βάσει σχετικού εντάλματος την οικία του στο Μονάχο και κατάσχεσαν έγγραφα και αρχαιότητες, τις οποίες όμως έπειτα επέστρεψαν στον ίδιο. Στα έγγραφα πάντως φέρεται να περιγραφόταν όλη η δομή της διακίνησης αρχαιοτήτων με λαθρανασκαφείς διασκορπισμένους στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο, οι οποίοι έστελναν φωτογραφίες αντικειμένων που μόλις είχαν ανακαλύψει. Οταν μια από αυτές τις αρχαιότητες έφτανε στη Γερμανία, ακολουθούσε η συντήρηση και ο έλεγχος με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας, ώστε να διαπιστωθεί η ηλικία της και η αυθεντικότητά της. Ο ίδιος ειδικός που συνήθως εξέταζε τη χρονολόγηση φέρεται να συνεργαζόταν και με τον διαβόητο έμπορο αρχαιοτήτων Τζιανφράνκο Μπεκίνα, ο οποίος έχει απασχολήσει και τις ελληνικές δικαστικές αρχές με την εμπλοκή του σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας.
Σειρά είχε η πώληση των αντικειμένων, που γινόταν κυρίως μέσω ενός πλέγματος υπεράκτιων εταιρειών και συναλλαγών. Μια από τις τράπεζες που επέλεγε ο προμηθευτής είχε την έδρα της στη Μάλτα. Το 2020 ανακλήθηκε η άδειά της από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς θεωρήθηκε ύποπτη για ξέπλυμα χρήματος.
Νέα έφοδος
Στις 23 Φεβρουαρίου 2022 πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές, νέα αστυνομική έρευνα στο σπίτι του προμηθευτή στη Γερμανία και κατασχέθηκαν οι υπολογιστές του. Εκεί φέρεται να βρέθηκαν φωτογραφίες που είχαν στείλει λαθρανασκαφείς. Στις εικόνες τα αντικείμενα ήταν ακαθάριστα, γεγονός που πιθανότατα μαρτυρούσε ότι μόλις είχαν εξαχθεί από το έδαφος και δεν είχαν προλάβει να συντηρηθούν.
Στις συναλλαγές του με τον Γουάρντ, όπως και στην περίπτωση του Στάινχαρντ, ο προμηθευτής δήλωνε ότι τα αντικείμενα που διακινεί δεν έχουν αποκτηθεί παράνομα και ότι ακολουθείται κάθε νόμιμη, τυπική διαδικασία. Σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές, σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπήρχαν ικανά στοιχεία που θα μπορούσαν να αποδείξουν την προέλευσή τους, ενώ το ιστορικό συλλογής που τα συνόδευε ήταν γενικόλογο και δεν φώτιζε το ακριβές ταξίδι που είχαν κάνει οι αρχαιότητες ανά τον κόσμο.