Μια πραγματική μάχη με επίκεντρο τις συσκευασίες που καθημερινά χρησιμοποιούμε κορυφώνεται την περίοδο αυτή. Αιτία, η πρόταση για έναν νέο ευρωπαϊκό κανονισμό, που ορίζει ακόμα πιο αυστηρούς στόχους για τη μείωση των απορριμμάτων συσκευασιών και την πλήρη ανακυκλωσιμότητά τους έως το 2030, τη μείωση της υπερβολικής (αναίτιας) συσκευασίας και τον καθορισμό συγκεκριμένων στόχων επαναχρησιμοποίησης. Χαρακτηριστικό είναι ότι τους τελευταίους μήνες κατατέθηκαν περίπου 2.500 προτάσεις τροποποιήσεων στην αρχική πρόταση, ενώ οι περιβαλλοντικές οργανώσεις ξιφουλκούν με τη βιομηχανία.
Με τον μέσο πολίτη της Ε.Ε. να καταναλώνει σήμερα 188,7 κιλά απορριμμάτων συσκευασίας ανά έτος, με το 40% του πλαστικού και 50% του χαρτιού στην Ε.Ε. να προορίζονται για συσκευασία, η οποία ευθύνεται πλέον για το 50% της θαλάσσιας ρύπανσης, οι συσκευασίες αποτελούν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας πλέον, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο.
«Παρά την ύπαρξη αυστηρής νομοθεσίας ήδη από το 1994 –η οποία μάλιστα αναθεωρήθηκε το 2018 επί το αυστηρότερον– η κατάσταση παραμένει απογοητευτική», εξηγεί ο νομικός Γιώργος Κωνσταντινόπουλος, ειδικός εμπειρογνώμονας αξιολογήσεων συμμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Η συσκευασία αυξήθηκε κατά 20% την τελευταία δεκαετία και αναμένεται περαιτέρω αύξηση 19% έως το 2030. Για τα πλαστικά συσκευασίας, η αναμενόμενη αύξηση είναι 46% έως το 2030 αν δεν ληφθούν μέτρα. Και η αύξηση αυτή αφορά οριζόντια όλα τα υλικά συσκευασίας: χαρτί/χαρτόνι, ξύλο, μέταλλα, γυαλί και πλαστικό. Παρά τις νομοθεσίες, τα μέτρα και τις πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί, η ανακύκλωση σε επίπεδο Ε.Ε. παραμένει καθηλωμένη».
Με αυτά τα δεδομένα, η θέσπιση νέας νομοθεσίας δεν αποτελεί έκπληξη. «Κατ’ αρχάς η επιλογή του κανονισμού ως νομοθετικού εργαλείου αντί της οδηγίας (όπως γινόταν μέχρι και το 2018) σηματοδοτεί την αλλαγή της πλεύσης. Ο κανονισμός, αντίθετα από τις οδηγίες, δεν απαιτεί εθνικά μέτρα εναρμόνισης, έχει δηλαδή άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη-μέλη, σαν να επρόκειτο για εθνικό νόμο. Καθορίζει όχι μόνο τους στόχους, αλλά και όλα τα ειδικά μέτρα, αφήνοντας ελάχιστη έως καμία διακριτική ευχέρεια στα κράτη-μέλη», εξηγεί ο κ. Κωνσταντινόπουλος.
Τι προβλέπει ο νέος κανονισμός; Στο κείμενο, όπως έχει μέχρι στιγμής διαμορφωθεί, προβλέπεται στόχος μείωσης των απορριμμάτων συσκευασιών κατά 5% για το σύνολο των συσκευασιών έως το 2030 και 15% έως το 2040 σε σχέση με τα ποσοστά του 2018. Καθορίζονται προδιαγραφές για όλον τον κύκλο ζωής της συσκευασίας ως προϋπόθεση για να μπορεί να πωληθεί στην αγορά της Ε.Ε., ενώ έως το 2030, ο σχεδιασμός όλων των συσκευασιών θα πρέπει να τις καθιστά ανακυκλώσιμες. Καθορίζονται μέτρα για τη μείωση της υπερβολικής συσκευασίας και απαγόρευση συγκεκριμένων τύπων συσκευασιών. Επίσης, ορίζονται ποσοτικοί στόχοι για ελάχιστο ανακυκλωμένο περιεχόμενο, αλλά και ποσοτικοί στόχοι για επαναχρησιμοποίηση σε συγκεκριμένες κατηγορίες συσκευασιών.
2.473 προτάσεις
«Είναι τέτοιας έκτασης και έντασης οι αλλαγές που προτείνονται στη νέα πρόταση κανονισμού, που δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ήδη έχει αναχθεί σε ένα από τα βαρύτερα διαπραγματευθέντα ντοσιέ στην ιστορία των ευρωπαϊκών θεσμών. Στους τελευταίους μήνες, έχουν εισαχθεί προς συζήτηση συνολικά 2.473 προτάσεις τροποποιήσεων στην αρχική πρόταση ενώπιον των τριών επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ δεκάδες ακόμα τροποποιήσεις είδαν το φως μετά τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου στα τέλη Νοεμβρίου», εξηγεί ο κ. Κωνσταντινόπουλος. Οι πιέσεις για τη διαμόρφωση του τελικού κειμένου έρχονται από όλες τις πλευρές. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις θεωρούν ότι απαιτούνται ακόμη αυστηρότερα μέτρα και χρηματοδοτούν μελέτες που αναδεικνύουν τις επιπτώσεις των συσκευασιών στο περιβάλλον. Πρόσφατα, μια μελέτη χρηματοδοτούμενη και υποστηριζόμενη από πληθώρα ΜΚΟ (Client Earth, Ecos, EEB, κ.ά.) υποστηρίζει ότι οι περιβαλλοντικοί ισχυρισμοί σε πλαστικές φιάλες νερού που αναφέρουν ότι είναι «100% ανακυκλωμένες» ή «100% ανακυκλώσιμες» είναι ψευδείς. Στη βάση των μελετών αυτών ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Καταναλωτών, μαζί με τα Ινστιτούτα Καταναλωτών σε 13 χώρες προχώρησαν σε επίσημη καταγγελία εναντίον τριών από τους μεγαλύτερους εμφιαλωτές νερού στην Ευρώπη για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
Παράλληλα, η βιομηχανία περνάει κι αυτή στην αντεπίθεση: Η Plastics Europe αναφέρει ότι η βιομηχανία πλαστικών αποτελεί στρατηγικό τομέα, που πρέπει να προστατευθεί και η οποία αποτελείται από 53 χιλιάδες επιχειρήσεις, απασχολώντας περισσότερους από 1,5 εκατ. εργαζόμενους πανευρωπαϊκά. Η Europen, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συσκευαστών, μιλάει για «ιδεολογικοποίηση της νομοθεσίας» και για προτεινόμενα μέτρα που θα πλήξουν ευθέως την Ενιαία Αγορά. Κάθετα αντίθετη στις προβλέψεις του νέου σχεδίου κανονισμού για την επαναχρησιμοποίηση / επαναπλήρωση είναι και η UNESDA, η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Αναψυκτικών, η οποία αναφέρεται σε καίριο πλήγμα του κλάδου, χωρίς τεκμηρίωση και χωρίς κανένα περιβαλλοντικό όφελος.
Αναλόγως τοποθετήθηκε και η ελληνική βιομηχανία. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε προ ημερών ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Παραγωγής Υλικών και Συσκευασίας (ΣΥΒΙΠΥΣ) αναφέρει ότι «η τρέχουσα προσέγγιση κινδυνεύει να διαλύσει την ενιαία αγορά επιτρέποντας στα κράτη-μέλη να εισαγάγουν τους δικούς τους μοναδικούς περιορισμούς – αποτέλεσμα που θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις αλυσίδες εφοδιασμού και θα αποθάρρυνε τις επενδύσεις σε τεχνολογίες που χρειάζονται τόσο πολύ».
Τρία σημεία
Αντίστοιχα, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Αναψυκτικών επεσήμανε τρία σημεία που κατά τη γνώμη του χρήζουν προσοχής: Να δίνεται η δυνατότητα εξαίρεσης από την υποχρέωση επαναχρησιμοποιούμενων συσκευασιών εκεί όπου υπάρχει ανακυκλώσιμη εναλλακτική και ανεπτυγμένα συστήματα ανακύκλωσης. Nα καταργηθεί η δυνατότητα που υπάρχει σε πολλά κράτη-μέλη (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) για περισσότερα του ενός συστήματα εγγύησης-επιστροφής (των φιαλών ποτών και αναψυκτικών). Τέλος να επιτρέπεται η ανακύκλωση «κλειστού βρόχου» (δηλαδή των υλικών που περισσεύουν κατά τη διαδικασία παραγωγής) όπου είναι τεχνικά εφικτό.
Ο κανονισμός εγκρίθηκε τη Δευτέρα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Θα ακολουθήσουν τώρα οι τελικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των θεσμών, με στόχο το τελικό κείμενο να εγκριθεί από το Ευρωκοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο.