Θα πετύχει το εγχείρημα των μη κρατικών Πανεπιστημίων;

Θα πετύχει το εγχείρημα των μη κρατικών Πανεπιστημίων;

Τέσσερις διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί απαντούν στην «Κ» για το πώς πρέπει να «ανοίξει» η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γράφουν οι Κώστας Κωστής, Βάσω Κιντή, Διομήδης Σπινέλλης, Ανδρέας Μπουντουβής

8' 13" χρόνος ανάγνωσης

Ανάγκη αρετής και τόλμης

Του Κώστα Κωστή

Αν οι αλλαγές που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην ελληνική ανώτατη παιδεία κατά τη δεκαετία του 1980 δεν μπορούν να παραγνωρισθούν ως προς τις σαφείς προθέσεις να «ανοίξουν» τα πανεπιστήμια προς νέους ανθρώπους και νέα γνωστικά αντικείμενα και πεδία, η συνέχεια αποδείχθηκε μάλλον τραγική. Ποικίλα συμφέροντα –μικρά και μεγάλα– που μπόρεσαν να εδραιωθούν με βάση τις νέες ρυθμίσεις, αλλά και τις έντονες πιέσεις που ασκήθηκαν προς την πολιτεία, άλλαξαν εντελώς τις αρχικές προθέσεις του νομοθέτη. Ακραίο παράδειγμα της πορείας που έχει ακολουθήσει το ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας δεν ήταν άλλο από την εν μια νυκτί εξομοίωση των ΤΕΙ με τα πανεπιστήμια επί υπουργίας Γαβρόγλου.

Αυτή τη στιγμή η ελληνική Ανώτατη Παιδεία αντιπροσωπεύει ένα συνονθύλευμα διασταυρούμενων και αντικρουόμενων μικρών και μεγάλων συμφερόντων, τα οποία, όπως έδειξε και η πρώτη τετραετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ακόμη και οι κυβερνήσεις που επαγγέλλονται μεταρρυθμίσεις δεν δείχνουν διατεθειμένες να αγγίξουν, πολύ δε περισσότερο να θίξουν. Το αποτέλεσμα φυσικά δεν είναι άλλο από ένα σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης που μακράν βρίσκεται από του να είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις ανάγκες και της οικονομίας και της κοινωνίας.

Προς την ίδια κατεύθυνση, κατά τη γνώμη μου, κινείται και η επιλογή της κυβέρνησης να αναδείξει σε μείζονος σημασίας θέμα για την εκπαιδευτική πολιτική το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Στην πραγματικότητα το υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να αποφύγει μια ουσιαστική παρέμβαση, που τόσο έχει ανάγκη η ανώτατη εκπαίδευση και να παρακαμφθεί το πρόβλημα αυτό με τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, είτε αυτό συμβεί μέσω αναθεώρησης του συντάγματος είτε όχι. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση θα έχει κερδίσει μια «μεταρρυθμιστική μάχη» χωρίς να χυθεί «αίμα».

Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν θα λύσει κανένα από τα προβλήματα ουσίας της ανώτατης εκπαίδευσης. Διότι ακόμη κι αν δεχθούμε την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός ανταγωνιστικού πόλου προς τα ανώτατα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, με την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο θα ωθήσει αυτά τα τελευταία προς την (αυτο)βελτίωσή τους, θα πρέπει να προσδιοριστούν οι κανόνες του παιγνιδιού και να είναι ενιαίοι για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.

Διότι προφανώς δεν πρόκειται να υπάρξει κανένας ανταγωνισμός ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια, εφόσον οι κανόνες του παιγνιδιού δεν θα είναι ίδιοι. Και δεν θα είναι γιατί το υπουργείο Παιδείας δεν έχει καμία πρόθεση να αφήσει τα κρατικά πανεπιστήμια να λειτουργήσουν με τους όρους της αγοράς. Χαρακτηριστική είναι η στάση του υπουργείου –σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του Τύπου– στο πεδίο της ελευθερίας των ιδρυμάτων να ιδρύσουν ή να καταργήσουν πανεπιστημιακά τμήματα.

Σε γενικές όμως γραμμές –κι αυτό περιλαμβάνει και τις προθέσεις ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων– το πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι η ανυπαρξία μιας σαφώς διατυπωμένης άποψης για το τι ακριβώς προσδοκούμε από τα πανεπιστήμια, για το ποια είναι η φιλοσοφία που θέλουμε να περάσουμε στον τρόπο λειτουργίας τους και πώς θα μπορέσουμε να τα προσαρμόσουμε στις απαιτήσεις της Κοινωνίας της Γνώσης, οι προοπτικές της οποίας απομακρύνονται διαρκώς από την Ελλάδα.

Προσωπικά δεν είμαι κατά της ίδρυσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων, φθάνει να μου εξηγήσει κάποιος τι θα προσφέρουν στην ελληνική εκπαίδευση και πώς θα διευκολύνουν την αναβάθμιση της υφιστάμενης δημόσιας εκπαίδευσης, χωρίς να γίνει κάποια ουσιαστική παρέμβαση από την πολιτεία. Για να επωφεληθούμε από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα πρέπει τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας να λειτουργούν σε ένα πλαίσιο όπου οι κρατικές δεσμεύσεις θα είναι ελάχιστες και η αγορά θα αφεθεί να λειτουργεί. Αντέχουμε κάτι τέτοιο; Το θέλουμε;

Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πλουραλισμός και αξιολόγηση

Της Βάσως Κιντή 

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που θα ιδρυθούν πρέπει να είναι σοβαρά, που σημαίνει να σέβονται τους φοιτητές τους και τις ακαδημαϊκές αρχές και αξίες. Να μην τους παραπλανούν και να τους προσφέρουν τη μόρφωση που ζητούν και αξίζουν. Πρέπει να υπάρχει πλουραλισμός στους τύπους ιδιωτικών που θα ιδρυθούν. Δεν είναι ανάγκη να είναι όλα μεγάλα ερευνητικά ιδρύματα. Οπως και στο εξωτερικό, π.χ. στις ΗΠΑ, μπορεί να υπάρχουν και καλά ιδρύματα – κολέγια που εστιάζουν στη διδασκαλία. Αυτός ο πλουραλισμός πρέπει να υπάρχει και στα δημόσια. Οχι ένας ασφυκτικός νόμος για όλα, όπως συμβαίνει σήμερα. Πρέπει να έχουν την ευχέρεια, δημόσια και ιδιωτικά, να φροντίζουν τα του οίκου τους αυτόνομα και να αξιολογούνται σοβαρά εκ των υστέρων.

Με την ευκαιρία θα πρέπει να σκεφτεί η κυβέρνηση την αποδέσμευση των επαγγελματικών δικαιωμάτων από τα πτυχία, ώστε να μην παρέχονται αφειδώς επαγγελματικά δικαιώματα σε όλους, αλλά μόνο σ’ αυτούς που περνούν από αξιόπιστες εξετάσεις των επαγγελματικών φορέων, είτε προέρχονται από ιδιωτικά είτε από δημόσια ιδρύματα. Αλλο οι σπουδές και άλλο το επαγγελματικό δικαίωμα. Οι σπουδές δίνουν τα εφόδια, δεν είναι ικανή συνθήκη για να ασκήσεις ένα επάγγελμα. Με αυτόν τον τρόπο θα κρίνεται και η επάρκεια των ιδρυμάτων, ιδιωτικών και δημοσίων, να εξοπλίζουν μορφωτικά τους σπουδαστές τους.

Η νέα κατάσταση που θα προκύψει απαιτεί σοβαρές αξιολογήσεις, που πρέπει να πάψουν να είναι διαπιστωτικές και έναν νέο ακαδημαϊκό χάρτη με βιώσιμα ιδρύματα, ειδικά στην περιφέρεια.

Τέλος, ειδική μέριμνα πρέπει να ληφθεί ώστε τα δημόσια πανεπιστήμια να μην εγκαταλειφθούν στη μοίρα τους με το προβληματικό μοντέλο διοίκησης, παραδομένα σε ομάδες συναλλαγής, με πνιγηρή γραφειοκρατία, γλίσχρους πόρους, φοιτητές χαμηλών φιλοδοξιών και τους καθηγητές τους να τα εγκαταλείπουν για τα ιδιωτικά. Ολα αυτά προϋποθέτουν ότι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και διαθέτει την τόλμη και την αποφασιστικότητα να πάρει τα κατάλληλα μέτρα. Θα την κρίνουμε σύντομα.

Η κ. Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.

Ο κίνδυνος της υπερρύθμισης

Του Διομήδη Σπινέλλη

Οι αλλαγές που έχουν εξαγγελθεί στον χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης απαιτούν αντίστοιχου εύρους αλλαγές στη ρύθμισή της. Ισως για ιστορικούς λόγους που έχουν να κάνουν με τον στόχο της δημιουργίας του ελληνικού έθνους από ανομοιογενείς κοινότητες, το υπουργείο Παιδείας έχει στο DNA του το γονίδιο του συγκεντρωτισμού και του καθορισμού κάθε λεπτομέρειας των φορέων που εποπτεύει. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την αξιολόγηση PISA, η δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση βρίσκεται δραματικά κάτω από τον μέσο όρο σε σχέση με την αυτονομία που απολαμβάνουν οι διευθυντές των σχολείων (1% έναντι 60% στις προσλήψεις προσωπικού), οι δάσκαλοι και οι καθηγητές (3% έναντι 76% στην επιλογή της ύλης). Ακόμη πιο ακατανόητα ο ασφυκτικός αυτός έλεγχος επεκτείνεται και στα ιδιωτικά σχολεία. Στην περίπτωση των μη κρατικών πανεπιστημίων το υπουργείο θα πρέπει να αποφύγει τον πειρασμό της υπερρύθμισης και της κανονιστικής ανάμειξης στη διοίκηση και λειτουργία τους.

Αντί αυτού θα πρέπει να προωθήσει την ουσιαστική, διάφανη και εύκολα συγκρίσιμη αξιολόγηση σε δύο τομείς. Πρώτον, αξιολόγηση όλων των ιδρυμάτων, κρατικών και μη κρατικών, με έμφαση στα αποτελέσματα, όπως τους δείκτες απασχόλησης, τις μισθολογικές απολαβές και τη σταδιοδρομία των αποφοίτων τους. Για τον σκοπό αυτό καλείται να ενισχύσει την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) με τους απαιτούμενους πόρους και προσωπικό υψηλών προσόντων. Δεύτερον, δίκαιη και αυστηρή αξιολόγηση των αποφοίτων όλων των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης για τη χορήγηση επαγγελματικών δικαιωμάτων. Αυτή σήμερα σε κάποιους κλάδους είναι ιδιαίτερα χαλαρή, με αποτέλεσμα πολλοί μαθητές και φοιτητές να επικεντρώνονται περισσότερο στην απόκτηση ενός πτυχίου που θεωρούν ότι θα τους αποκαταστήσει επαγγελματικά και λιγότερο στην κατάκτηση των απαραίτητων δεξιοτήτων και γνώσεων.

Επιπλέον, η κυβέρνηση θα πρέπει να φροντίσει για την παροχή ίσων ευκαιριών στους φοιτητές κάθε πανεπιστημίου, ενισχύοντας αυτούς που έχουν ανάγκη με υποτροφίες και άλλα μέσα.

Τέλος, για να μπορέσουν τα δημόσια κρατικά πανεπιστήμια να ανταγωνιστούν με ίσους όρους τα νέα ιδρύματα θα πρέπει να τα απελευθερώσει από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό τους, ενισχύοντας στην πράξη την, συνταγματικά κατοχυρωμένη, αυτοδιοίκησή τους, βάσει πάντα λογοδοσίας και αξιολόγησης. Δείκτης της επιτυχίας των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων θα είναι η δυνατότητα όλων των πανεπιστημίων να ανταγωνιστούν στον διεθνή στίβο, προσελκύοντας από το εξωτερικό φοιτητικό πληθυσμό και επιστημονικό προσωπικό.

Ο κ. Διομήδης Σπινέλλης είναι καθηγητής στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού Ανοιχτών Τεχνολογιών.

Για ένα καθεστώς συνύπαρξης

Του Ανδρέα Μπουντουβή 

Η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων (μΚΠ) είναι εύλογο να διέπεται από ένα ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο που θα συμβαδίζει με τις ενωσιακές απαιτήσεις και θα ενσωματώνει τη διεθνή εμπειρία – δεν θα πρέπει να «ανακαλύψουμε τον τροχό».

Το πλαίσιο, εκτός από τη θέσπιση διαδικασιών πιστοποίησης και αξιολόγησης μΚΠ, πρέπει να δημιουργήσει καθεστώς δημιουργικής συνύπαρξής τους με τα κρατικά πανεπιστήμια (Κ.Π.). Μεταξύ Κ.Π. και μΚΠ, παρά τις σοβαρές φυσιογνωμικές διαφορές τους, πρέπει να υπάρχουν «διεπιφάνειες». Αυτές μπορεί να αφορούν κινητικότητα ακαδημαϊκού προσωπικού, αλλά και συνεργασία όταν αυτή ευνοείται από δυνατότητες εξωτερικής (μη κρατικής) χρηματοδότησης. Η συνύπαρξη μΚΠ και Κ.Π. θα αναδείξει σοβαρά θέματα που αφορούν στα δεύτερα, όπως το θέμα της διακυβέρνησης και συναφώς με αυτό της πολύπαθης –καχεκτικής αυτοδιοίκησης– «αυτοτέλειας». Για την περίπτωση που ξένα κατά προτίμηση διακεκριμένα πανεπιστήμια ίδρυαν παραρτήματα στην Ελλάδα –προβλήθηκε από πλευράς υπουργείου ως επιλογή προτεραιότητας, αλλά η σχετική συζήτηση κόπασε– το μόνο σίγουρο είναι ότι η διακυβέρνησή τους θα είναι σημαντικά διαφορετική από των εγχώριων Κ.Π. Και στις ΗΠΑ και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, ο πρόεδρος και ο πρύτανης είναι διαφορετικές οντότητες και το (όποιο) Συμβούλιο δεν έχει καμιά ουσιαστική σχέση με τα καθ’ ημάς, που στη σύλληψη και την υλοποίησή τους αποδεικνύονται τόσο πολύ προβληματικά, που τα όποια διορθωτικά «μπαλώματα» θα είναι ατελέσφορα.

Η διακυβέρνηση των μΚΠ, πέραν της διαφορετικής φυσιογνωμίας της θα είναι, για υπαρξιακούς λόγους, σε αντιδιαμετρική θέση από το «ένα μέγεθος κάνει για όλα (τα ιδρύματα)» – αυτό που περιορίζει σοβαρά τις αναπτυξιακές δυνατότητες και ουσιαστικά φαλκιδεύει το (όποιο) αυτοδιοίκητο των Κ.Π. Είναι βέβαιο ότι θα στοχεύσουν με μεγάλη ευελιξία σε προνομιακά – εξειδικευμένα πεδία σπουδών σε σχέση με την αγορά εργασίας, αλλά και με χαρακτηριστικά διαφορετικής (σε σχέση με την παραδοσιακή) εκπαιδευτικής «φιλοσοφίας». Επιπλέον, η επιδίωξη της διεθνοποίησης, ειδικά σε σχέση με την προσέλκυση ξένων φοιτητών, θα αναδείξει την καθυστέρηση και δυσπραγία των Κ.Π. σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα, τόσο και κυρίως σε προπτυχιακά όσο και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών.

Η αναμενόμενη αντίστιξη μΚΠ και Κ.Π. στην Ελλάδα είναι και στην οικοδόμηση κοινότητας: το φοιτητικό σώμα ως παράγοντας της κοινοτικής ζωής στο πανεπιστήμιο μπορεί να έχει σημαντικό και ακηδεμόνευτο ρόλο με αντίκτυπο, μεταξύ άλλων, στην ομαλότητα της λειτουργίας, την αισθητική και την ενίσχυση της εξωστρέφειας.

Ο κ. Ανδρέας Μπουντουβής είναι καθηγητής ΕΜΠ, τέως πρύτανης του ιδρύματος.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT