To ραντεβού με τη Χριστίνα Κίτσος ήταν στο περίφημο Maison Rousseau, στην παλιά πόλη της Γενεύης, όπου γεννήθηκε ο φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσό. Στο ισόγειο έχει ανοίξει ένα εξαιρετικά χαριτωμένο καφέ και βιβλιοπωλείο, μια ήσυχη γωνιά που απολαμβάνει κανείς την ανάγνωση παρέα με καυτή σοκολάτα. «Σας αρέσει; Ηρθαμε εδώ και με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας πριν από λίγες ημέρες όταν έκανε επίσημη επίσκεψη στην Ελβετία. Γνωρίζοντάς την από κοντά μου φάνηκε ένας άνθρωπος αξιόλογος, ταπεινός και με ευαισθησίες. Πολύ καμάρωσα που η πρώτη πολίτης της χώρας καταγωγής μου είναι γυναίκα!», μου είπε η Ελληνίδα της διασποράς που θα είναι η επόμενη αιρετή δήμαρχος Γενεύης και βγήκε φουριόζα από μια σύσκεψη για να με συναντήσει. «Αν σκεφτείτε ότι γυναίκες στην Ελβετία κέρδισαν το δικαίωμα του εκλέγειν και το εκλέγεσθαι μόλις το 1971, έπειτα από 100 χρόνια αγώνων, λογικό είναι να αισθάνεται κανείς υπερηφάνεια για τις γυναίκες πολιτικούς σε όποια χώρα και αν βρίσκονται. O αγώνας για την ισότητα δεν σταματάει ποτέ», έσπευσε να συμπληρώσει.
Από τη Μακεδονία
Πιάσαμε το νήμα της ζωής της με εκείνη να μιλάει εξαιρετικά ελληνικά με μια ανεπαίσθητη γαλλική προφορά: «Γεννήθηκα στην Ελβετία αλλά και οι δύο γονείς μου είναι από την Ελλάδα. Η μητέρα μου είναι Θεσσαλονικιά με καταγωγή από Ανατολική Θράκη και Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας μου είναι από την Εδεσσα με καταγωγή από Μακεδονία και Ιμβρο. Γνωρίστηκαν μεταξύ τους στην επιχείρηση Αλλατίνη καθώς και οι δύο δούλευαν στο τμήμα με τις εργαστηριακές αναλύσεις. Μετά ήρθε πρώτα εκείνη στην Ελβετία για να μάθει τη γλώσσα και να δουλέψει εδώ και ακολούθησε και ο πατέρας μου. Βρήκαν δουλειά στο νοσοκομείο, παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Οταν έκαναν οικογένεια γίναμε όλοι Ελβετοί πολίτες. Αρχικά έμειναν στο Νεσατέλ και μετά σε μια μικρή πόλη σε μεγάλο υψόμετρο όπου δεν υπήρχαν Ελληνες, ούτε ορθόδοξη εκκλησία. Εμαθα ελληνικά μιλώντας τη γλώσσα στο σπίτι, ακούγοντας ελληνική μουσική, διαβάζοντας ποίηση και λογοτεχνία. Υστερα από την τριβή κατά τις καλοκαιρινές και πασχαλινές διακοπές.
»Η αλήθεια είναι πάντως ότι η θέαση της πατρίδας για τους Ελληνες της διασποράς αλλάζει ανάλογα με την ηλικία. Οταν ήμουν παιδί, μου έμοιαζε με όνειρο, θυμάμαι αυτό το μοναδικό φως που σε προκαθορίζει διότι δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Μετά τις σπουδές μου πήγα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο για λίγους μήνες και ήταν από τους ωραιότερους της ζωής μου. Ενιωθα την ελευθερία, τη ζεστασιά στις ανθρώπινες σχέσεις. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Στην Ελλάδα μπορώ να μιλήσω πολύ πιο εύκολα και αυθόρμητα σε έναν άγνωστο άνθρωπο. Σαν να υπάρχει ένα πράσινο φως στα μάτια του που μου δίνει την έγκριση να προχωρήσω. Διαπιστώνει κανείς ότι οι Ελληνες μπορεί να πουν το πιο σοβαρό πρόβλημα σε έναν οδηγό ταξί που θα τους πάρει σε κούρσα και δεν θα ξαναδούν στη ζωή τους! Στην Ελβετία είναι άλλοι οι κώδικες της κοινωνικότητας. Προτεραιότητα έχει να είναι κανείς διακριτικός με τον συμπολίτη του, υπάρχει η λεπτότητα που υπαγορεύει να μη φέρεις κάποιον σε δύσκολη θέση επειδή ασχολείσαι μαζί του. Είναι ζήτημα ευγένειας, όχι έλλειψη αλληλεγγύης».
Η κοινωνία των πολιτών
Αποστασιοποίηση από ευγένεια. Εξυσα λίγο το κεφάλι μου μια και στους μεσογειακούς λαούς, αυτό είναι ακατανόητο: «Καμιά φορά ακούω για αυτό το στερεότυπο ότι στην Ελβετία υπάρχει περισσότερη ψυχρότητα, δεν θα βοηθήσουν εύκολα κάποιον που έχει ανάγκη», λέει η Κίτσος. «Επειδή το πεδίο όπου ειδικεύομαι είναι η κοινωνική πρόνοια έχω να σας πω ότι, σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου οι σχέσεις στηρίζονται στον διαπροσωπικό άξονα, εδώ υπάρχει πολύ πιο έντονη η παρουσία της κοινωνίας των πολιτών. Εμείς στον δήμο της Γενεύης, λ.χ., συνεργαζόμαστε για όλα τα θέματα με οργανώσεις που έχουν μακρόχρονη πείρα σε έναν τομέα και με τη συνεργασία μας αυτή βοηθάμε και τους ανθρώπους σε ανάγκη. Γενικά η αγωγή του πολίτη ξεκινάει από τη βρεφική ηλικία. Παιδιά 2-4 ετών πρέπει να πάνε στα μουσεία ή να τους διαβάσουν βιβλία και να ψηφίσουν γιατί τους άρεσε το Α ή το Β, αναπτύσσοντας έτσι την άποψή τους αλλά συμμετέχοντας σε μια διαδικασία. Τα παιδιά όπως και οι ενήλικοι έχουν δικαιώματα και εμείς πρέπει να τα βοηθήσουμε να το συνειδητοποιήσουν από νωρίς, όπως επίσης ότι αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου συνόλου συνεπώς έχουν και υποχρεώσεις. Στη χώρα αυτή, η παιδεία του πολίτη ξεκινάει εξ απαλών ονύχων και πιστεύω ότι βοηθάει πολύ».
«Το δυσκολότερο όταν είσαι νέος δεν είναι τόσο να εκλεγείς όσο το να χωνέψεις ότι η πολιτική είναι μια άσκηση πραγματισμού και ότι οι πολύ ιδεαλιστικές πεποιθήσεις μπορεί να μην έχουν θέση».
«Αλλωστε και εγώ η ίδια μπήκα στην πολιτική μόλις 13 ετών παίρνοντας μέρος στη Βουλή των Εφήβων», συνεχίζει. «Ηταν αποτελούμενη από νέους που ψηφίστηκαν από το σχολείο τους και συμμετείχαν σε ένα κοινοβούλιο. Μου άρεσε αυτή η εμπειρία όσο πρώιμη και αν ήταν. Με δύο άλλα μέλη της νεανικής αυτής Βουλής κατόπιν μπήκαμε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα όταν ήμουν 22 ετών και ύστερα έβαλα υποψηφιότητα για τη Βουλή του Καντονιού του Νεσατέλ όπου και εξελέγην για πρώτη φορά. Συνήθως με ρωτάνε πώς μια νέα κοπέλα με ξένη καταγωγή κατάφερε από νωρίς να μπει με επιτυχία στον εκλογικό στίβο. Δεν είχα δώσει χρήματα για καμπάνια αλλά εκείνη την εποχή έπαιζα θέατρο και επίσης –επειδή ήταν το 2004 με τους Ολυμπιακούς της Αθήνας– ήμουν λαμπαδηδρόμος της φλόγας στην Ελβετία. Οπότε ίσως απέκτησα κάποια αναγνωρισιμότητα. Νομίζω το δυσκολότερο πράγμα όταν είσαι νέος δεν είναι τόσο να εκλεγείς όσο το να χωνέψεις μέσα σου ότι η πολιτική είναι μια άσκηση πραγματισμού και ότι οι πολύ ιδεαλιστικές πεποιθήσεις που έχεις μπορεί να μην έχουν θέση ή εφαρμογή», λέει η Χριστίνα Κίτσος.
Το επόμενο βήμα μετά τη θητεία της ήταν να εργαστεί στο επιτελείο υψηλόβαθμων πολιτικών στη Γενεύη και στη Βέρνη αλλά να εστιάσει τις δράσεις της στους ανήλικους μετανάστες. «Και πάλι βρέθηκα σε ένα μεταίχμιο. Εβλεπα ότι οι ρυθμοί της πολιτικής ήταν αργοί και σκέφτηκα ή ότι έπρεπε να φύγω και να πάω στο πεδίο των οργανώσεων, λ.χ., για να έχω την αίσθηση ότι κάτι κάνω, ή να ανέβω ένα επίπεδο και να πάω στον δήμο της Γενεύης έτσι ώστε να έχω μεγαλύτερο λόγο στα πράγματα. Και πάλι κατάφερα να εκλεγώ στη θέση του αντιδημάρχου. Εχουμε πέντε συνολικά αντιδημάρχους και κάθε χρόνο με κυκλική σειρά κάποιος από όλους αναλαμβάνει τη δημαρχία. Το 2024 θα είμαι εγώ στον δημαρχιακό θώκο. Μου αρέσει πολύ ότι στην αυτοδιοίκηση έρχεσαι σε άμεση επαφή με τον πολίτη, πρέπει να αφουγκράζεσαι τις ανάγκες διαφορετικών ηλικιακών ομάδων».
«Εκεί και εδώ»
Εριχνα κλεφτές ματιές στα ράφια του βιβλιοπωλείου με τα πονήματα του Ρουσό και κυρίως το Κοινωνικό Συμβόλαιο. Σκέφτηκα πόσο διαφορετική είναι η πολιτική κουλτούρα ανάμεσα στην Ελβετία και στην Ελλάδα. Γεφυρώνεται; «Αυτό το “ανάμεσα” σε δύο κόσμους έχει τις δυσκολίες του αλλά το κέρδος του είναι ότι σε κάνει να έχεις και μια απόσταση από τα πράγματα που βοηθάει να κρίνεις πιο σωστά. Βέβαια πρέπει να σας πω ότι θα ήταν μάλλον δύσκολο για εμένα να ζήσω στην Ελλάδα. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ εκεί να κατέβω στην πολιτική. Ας πούμε ένα από τα πράγματα που μου κάνει εντύπωση είναι οι πολιτικές δυναστείες που βλέπουμε να ανακυκλώνονται τα μέλη τους στην εξουσία. Οχι ότι δεν υπάρχει αλλού νεποτισμός αλλά στην πατρίδα μας είναι πιο έντονος. Εδώ κάποιος μπορεί να τα καταφέρει πιο εύκολα δίχως οικογενειακές διασυνδέσεις, μόνο με την εργασία του και με το σπαθί του. Δίνονται ευκαιρίες ανάδειξης και σταδιοδρομίας χωρίς η οικογένεια ή η καταγωγή να παίζουν ρόλο. Κοιτάξτε το δικό μου παράδειγμα». Η Γενεύη είναι πόλη που έχει ψηφιστεί εκ των καλυτέρων στην ποιότητα ζωής. Ποια είναι τα προβλήματα; «Υπάρχει ανέχεια, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν στέγη, που εξαρτώνται από κοινωνικά επιδόματα. Οι μισθοί είναι πολύ πιο υψηλοί αλλά και το κόστος ζωής είναι τεράστιο. Αυτό είναι ένα άλλο στερεότυπο που ακολουθεί την Ελβετία, ότι όλα είναι λυμένα. Δεν ισχύει. Απλώς σίγουρα έχουμε περισσότερα χρήματα για να ανακουφίσουμε τους μη έχοντες. Ομως χρειάζεται να γίνει αναδιανομή πλούτου για κοινωνική δικαιοσύνη».
«Στην Ελβετία υπάρχει ευνομία, ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα σε αυτούς που διοικούν και τον λαό με μια συμφωνία εμπιστοσύνης», προσθέτει. «Στην Ελλάδα ο πολίτης δεν εμπιστεύεται το κράτος αλλά ούτε και το κράτος τηρεί τα συμφωνημένα με τον πολίτη, μια καχυποψία που βλάπτει και τις δύο πλευρές. Κάτι επίσης που με πληγώνει πολύ είναι οι αργοί ρυθμοί με τους οποίους η Ελλάδα υιοθετεί οικολογικές πολιτικές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Μου κάνει τρομερή εντύπωση ότι το αυτοκίνητο είναι ο βασιλιάς της κυκλοφορίας, αυτό έχει πάντα προτεραιότητα και μπορείτε να παρκάρετε παντού. Στην Ελβετία, τα οχήματα εξοστρακίζονται σιγά σιγά από τις πόλεις, δίνεται έμφαση στους πεζοδρόμους και στα ποδήλατα. Για να μην είμαι άδικη πάντως εδώ τα ΜΜΜ είναι υποδειγματικά: πεντακάθαρα, στην ώρα τους, αξιόπιστα. Στην Αθήνα βλέπεις ολόκληρες ουρές στη στάση του λεωφορείου να περιμένουν καρτερικά για να στριμωχτούν μέσα σε ένα παλιό όχημα καμιά φορά δίχως κλιματισμό. Οπότε είναι σαφές ότι πρέπει να προηγηθεί η βελτίωση των μέσων δημόσιας μεταφοράς για να πειστεί ο Ελληνας να αφήσει το αμάξι στην άκρη. Σε όλα τα θέματα πρέπει η πολιτεία να κάνει το πρώτο βήμα και μετά ο πολίτης ακολουθεί, συμμορφώνεται».
Δώσαμε ραντεβού για το καλοκαίρι στην Αθήνα. «Είναι πολύ χαριτωμένο πως σήμερα που έχω και εγώ δύο πολύ μικρά παιδιά, 2 και 4 ετών, μου ζητάνε συνεχώς να πάμε στην Ελλάδα, διότι πιστεύουν ότι εκεί έχει πάντα καλοκαίρι όποια εποχή και αν φτάσεις. Νομίζω ότι όλα τα παιδιά των Ελλήνων του εξωτερικού το παθαίνουν αυτό…».