Ενα βρέφος στη Βέροια κατέληξε στο τοπικό νοσοκομείο, όπου έφτασε με εμφανή σημάδια κακοποίησης, γεγονός που οδήγησε τις Αρχές στη σύλληψη της μητέρας του. Ενα τετράχρονο αγοράκι στα Μέγαρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση, έπειτα από ξυλοδαρμό τον οποίο σύμφωνα με καταγγελία της μητέρας, υπέστη από τον πατριό του ο οποίος καταζητείται.
Μια 41χρονη έγκυος στη Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε από τον ίδιο της τον σύντροφο –όπως προκύπτει από τα μέχρι στιγμής στοιχεία-, μέσα στο διαμέρισμα όπου συζούσαν. Ενας 16χρονος δολοφονήθηκε στο σπίτι του με μαχαίρι από τον 18χρονο αδελφό του και ενώ είχε προηγηθεί καυγάς των δύο για μια μπλούζα.
Ολα αυτά τα πολλά και σοκαριστικά περιστατικά που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες, αναδεικνύουν με τον πλέον έντονο τρόπο ότι το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, όχι απλώς δεν βαίνει μειούμενο, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις τελείται με ιδιαίτερη σφοδρότητα εναντίον των αδύναμων, αλλά ακόμη και των –θεωρητικά- πιο προστατευόμενων μελών της κοινωνίας: των παιδιών.
Ειδικοί εξηγούν στην “Κ” τους λόγους που τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας βρίσκονται σε έξαρση τα τελευταία χρόνια, το πως η ορατότητά τέτοιων εγκλημάτων έχει συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, αλλά και το τι πρέπει να συμβεί προκειμένου να υπάρξει αποκλιμάκωση του φαινομένου.
“Έξαρση της βίας στην κοινωνία”
«Είναι γεγονός ότι καταγράφεται έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά αυτή η έξαρση δεν είναι σίγουρο ότι είναι ακριβής, υπό την έννοια ότι έχει αυξηθεί η ορατότητα αυτών των περιστατικών. Και παλαιότερα υπήρχαν τέτοια περιστατικά, αλλά δεν καταγγέλλονταν και δεν καταγράφονταν. Αυτή η αύξηση της ορατότητας δείχνει ότι υπάρχει μια αλλαγή στην κουλτούρα αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία, η οποία πλέον ακόμη περισσότερο δεν θεωρείται και δεν θα πρέπει να θεωρείται ανεκτή», δήλωσε στην “Κ” ο Δικηγόρος Φώτης Σπυρόπουλος, Επ. Καθηγητής Ποινικού Δικαίου Philips University και αντιπρόεδρος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος.
Η αύξηση της ορατότητας περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας έχει προκύψει καθώς «έχουν υπάρξει προγράμματα ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης, ενώ ήδη από το 2006 έχει ψηφιστεί ο νόμος 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία, στοιχείο που αυξάνει και την ευαισθητοποίηση του κόσμου. Ακόμη, οι αστυνομικοί έχουν εκπαιδευθεί για τη διαχείριση τέτοιων περιστατικών προκειμένου αυτό το φαινόμενο να μειωθεί. Βλέπουμε ότι είναι ένα φαινόμενο που δεν εξαλείφεται, αλλά υπάρχει ένας καθημερινός αγώνας στο πεδίο».
Υπάρχει μια έξαρση της βίας στην κοινωνία, δηλαδή μια διαφοροποίηση ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εγκλήματος, πέρα από τα ποσοτικά
Αναφορικά με τα πρόσφατα περιστατικά κακοποίησης εναντίον πολύ νεαρών παιδιών, ο κ. Σπυρόπουλος σχολίασε ότι «τα αίτια είναι πολυπαραγοντικά και θα πρέπει να μελετήσουμε κάθε περίπτωση ξεχωριστά προκειμένου να καταλάβουμε τι έχει συμβεί και να εξάγουμε συμπεράσματα. Πάντως, σε μια γενικότερη θεώρηση, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι υπάρχει έξαρση της βίας στην κοινωνία και το έγκλημα τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο βίαιο. Υπάρχει μια έξαρση της βίας στην κοινωνία, δηλαδή μια διαφοροποίηση ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εγκλήματος, πέρα από τα ποσοτικά».
Σχετικά με το αν αρκετοί από τους θύτες θεωρούν “κτήμα” τους, τα μέλη της οικογένειάς τους, ο κ. Σπυρόπουλος σχολίασε ότι «αυτή είναι μια αντίληψη που προϋπήρχε και δυστυχώς εξακολουθεί να υπάρχει και να αναπαράγεται. Θεωρώ όμως ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι στη δύση τους. Μάλιστα, αυτά τα εγκλήματα φαίνεται πως εξακολουθούν να υπάρχουν, επειδή αμφισβητείται ακριβώς αυτού του είδους η νοοτροπία που παλαιότερα υπήρχε πιο έντονα. Ως αποτέλεσμα, αυτή η αμφισβήτηση, γεννάει μια απολύτως βίαιη διαχείριση».
Η ενδοοικογενειακή βία «παραμένει ένα αρνητικό κοινωνικό φαινόμενο το οποίο συνδέεται με τις εξουσιαστικές σχέσεις που υπάρχουν και λειτουργούν στην κοινωνία μας, καθώς και με την απώλεια ελέγχου. Παρά τις δυσχέρειες στον ορισμό και την οριοθέτηση του φαινομένου, αυτό περιλαμβάνει πολλές φάσεις, εντάσεις, κρίσεις, ακόμη και αμφίσημα συναισθήματα».
Δεν θα πρέπει να χαθούμε στους λαβύρινθους της γραφειοκρατίας. Αλλωστε, υπάρχουν ήδη αρκετές εγκύκλιοι της εισαγγελίας του ΑΠ, για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών
Η πολυπλοκότητα του φαινομένου όμως, «δεν σημαίνει ότι η Πολιτεία επιτρέπεται να μην παρεμβαίνει και η κοινωνία να σιωπά και να συγκαλύπτει. Αυτό που θα πρέπει να δει η εκάστοτε κυβέρνηση, είναι να μην υιοθετεί αποσπασματικές τροποποιήσεις και να βελτιώσει τον τρόπο συλλογής και καταχώρισης δεδομένων, προκειμένου να στηρίξει με επιστημονικά δεδομένα τα κατάλληλα νομοθετήματα. Οι θεσμικές παρεμβάσεις πρόβλεψης περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας αποτελούν στοίχημα για τον νομοθέτη. Δεν θα πρέπει να χαθούμε στους λαβύρινθους της γραφειοκρατίας. Αλλωστε, υπάρχουν ήδη αρκετές εγκύκλιοι της εισαγγελίας του ΑΠ, για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών».
Θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι αρκετά συχνά και ηλικιωμένοι «και αυτός είναι ο λόγος που στους κόλπους του ΟΗΕ προωθείται νέα σύμβαση για τα δικαιώματα των ηλικιωμένων και την αντιμετώπιση της κακοποίησής τους, αφού κι αυτοί αρκετά συχνά πέφτουν θύματα και συνιστούν την λεγόμενη αφανή εγκληματικότητα. Συνηθίζουμε άλλωστε να βλέπουμε την κορυφή και όχι τη βάση του παγόβουνου».
«Τεράστια έξαρση ειδικά μετά το πρώτο λοκντάουν»
Από την πλευρά του, ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου, ποινικολόγος και δρ. Εγκληματολογίας, δήλωσε στην “Κ” πως «υπάρχει πράγματι μια αυξημένη –κι αυτό καταγράφεται από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ.- βία, η οποία είναι περί την οικογένεια ή μέσα στην οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση, μέσα στα σπίτια. Η έξαρση αυτή είναι τεράστια ειδικά μετά το πρώτο λοκντάουν το 2021. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν είναι μονοσήμαντο και δεν μας αρκούν οι δείκτες της ΕΛ.ΑΣ για να το ερμηνεύσουμε. Μετά από αυτή την οριζόντια ανασφάλεια της πανδημίας, ο κόσμος έχει αρχίσει να μην αντέχει άλλο, με αποτέλεσμα να καταγγέλλει τα περιστατικά. Ως αποτέλεσμα, φτάνουν περισσότερες υποθέσεις στην αστυνομία».
Παράλληλα, «έχει αυξηθεί πάρα πολύ η βιαιότητα στη συμπεριφορά». Αυτή η βιαιότητα σύμφωνα με τον κ. Παπαϊωάννου, «έχει μεγαλύτερη θυματοποίηση των ανίσχυρων. Δηλαδή, περισσότερα και πιο σοβαρά κακουργήματα και πάρα πολλά πλημμελήματα σε βάρος ανηλίκων, γυναικών και φτωχών, δηλαδή ανθρώπων που είναι εύκολοι στόχοι. Επίσης, υπάρχει πρωτυποποιημένη βία, δηλαδή βία από πολύ μικρή ηλικία. Ανήλικα παιδιά δρουν σε συμμορίες και τελούν κακουργήματα, που αν τα τελούσε ενήλικας θα ήταν για φυλακή”.
Υπάρχει πρωτυποποιημένη βία, δηλαδή βία από πολύ μικρή ηλικία. Ανήλικα παιδιά δρουν σε συμμορίες και τελούν κακουργήματα, που αν τα τελούσε ενήλικας θα ήταν για φυλακή
Ενα ακόμη στοιχείο είναι ότι υπάρχει «έντονη παρουσία στη βία των έμφυλων στερεοτύπων, η οποία στρέφεται μεταξύ άλλων εναντίων γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων. Η βία κατά του αδύναμου συμβολίζει πολλά πράγματα για τις αξίες σήμερα. Παρατηρούμε μια απανθρωποποίηση που είναι οριζόντια. Το να επιλέγεται από τους θύτες ο πιο “εύκολος” στόχος δηλώνει πολλά για την αξιακή κρίση που περνάμε». Ακόμη, «παρατηρείται μια γενικευμένη αίσθηση ανομίας, που υπάρχει στο μυαλό όσων περνάνε στην πράξη. Υπάρχει έντονη αίσθηση ότι υπάρχουν θεσμοί που δεν λειτουργούν, όπως η οικογένεια, το σχολείο, οι κοινωνικές δομές και υπηρεσίες, ακόμη και στο ίδιο το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης». Σε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της βίας, «υπάρχει κάτι ακόμη που δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε: το οικονομικό υπόβαθρο».
Αυτό που συμβαίνει σήμερα “από κεκτημένη ταχύτητα –και κατά τη γνώμη μου ασυγχώρητα-, είναι να ασχολούμαστε με τον θύτη, χωρίς να ασχολούμαστε με το τι θα έπρεπε να είχαμε κάνει για να μην μπορέσει τόσο εύκολα να περάσει κανείς από τη σκέψη να ασκήσει βία, στην πράξη. Το πρώτο που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει, είναι η ενίσχυση της υλικοτεχνικής υποδομής του συστήματος, όπως η κοινωνική αστυνομία η οποία θα ενισχύεται από ειδικούς, για παράδειγμα ψυχολόγους και περισσότερους εξειδικευμένους αστυνομικούς σε κάθε τμήμα. Δεν μπορούμε να λέμε σε μια γυναίκα που πηγαίνει να καταγγείλει “φύγε γιατί δεν έχουμε σήμερα στο τμήμα αρκετά άτομα για να σου πάρει κάποιος κατάθεση”».
Δεν έχει νόημα να λέμε σε μια κακοποιημένη γυναίκα, να πάει με το παιδί της για λίγες ημέρες σε μια δομή και μετά να μην έχει τα προς το ζην
Αυτό που θα πρέπει επίσης να συμβεί σύμφωνα με τον κ. Παπαϊωάννου, είναι «να επικεντρωθούμε στη συστημική ενδυνάμωση, δηλαδή να κάνουμε σωστά τις καταγγελίες σαν πολίτες, να προσφεύγουμε στους ειδικούς για να μας στηρίξουν όταν θέλουμε να καταγγείλουμε μία πράξη βίας. Ακόμη, προκειμένου να προωθηθούν σωστά οι δικογραφίες, χρειάζεται μια θυματολογική προσέγγιση, δηλαδή να προσέξουμε τα θύματα, αυτούς που μένουν πίσω, να υπάρχει ψυχολογική υποστήριξη, να υπάρχουν δομές που θα δίνουν διαρκώς την προσοχή και υποστήριξή τους σε θύματα βίαιων, εγκληματικών ενεργειών. Δεν έχει νόημα να λέμε σε μια κακοποιημένη γυναίκα, να πάει με το παιδί της για λίγες ημέρες σε μια δομή και μετά να μην έχει τα προς το ζην. Αλλωστε, χρειάζεται άμεση εφαρμογή των υπαρχόντων νόμων, -με διάταξη του εισαγγελέα-, ώστε να φεύγει ο κακοποιητής από το σπίτι και να συλλαμβάνεται στο πλαίσιο του αυτοφώρου”.
“Εκφραση της ριζωμένης ιδεολογίας της πατριαρχίας”
Σύμφωνα με όσα δήλωσε από την πλευρά της η Ιφιγένεια Καμτσίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ., «προφανώς και υπάρχει μια έξαρση των περιστατικών και εγκλημάτων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για ένα πολύ παλιό φαινόμενο, το οποίο εντείνεται στις περιόδους κατά τις οποίες οι κοινωνικές αντιθέσεις αντί να διευθετούνται, οξύνονται. Το κυριότερο όμως είναι ότι αυτές οι πράξεις και τα εγκλήματα τα τελευταία χρόνια συζητούνται στο δημόσιο διάλογο και δεν παραμένουν στο περιθώριο».
Αναφορικά με την αύξηση της ορατότητας περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, η κ. Καμτσίδου σχολίασε ότι «πρόκειται για ένα θετικό γεγονός, το οποίο εν πολλοίς οφείλεται στην ανάπτυξη κινημάτων που διεκδικούν τον σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των μελών του κοινωνικού συνόλου, ιδίως των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ προσώπων. Αυτά τα κινήματα διεκδικούν την τήρηση της αρχής της ισότητας, καταπολεμώντας τα στερεότυπα και τις κοινωνικές προκαταλήψεις, ενισχύοντας έτσι την ορατότητα».
Παράλληλα, τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας «είναι ένα αγαπημένο θέμα των ΜΜΕ, δεδομένου ότι ο απάνθρωπος και αποτρόπαιος χαρακτήρας αυτών των εγκλημάτων ενισχύει την τηλεθέαση. Πολύ συχνά τα περιστατικά έμφυλης βίας παρουσιάζονται με όρους θεάματος και όχι με όρους αξιολόγησης των αιτιών, μέσα από μια προσπάθεια καταπολέμησής τους».
Η ενδοοικογενειακή βία σύμφωνα με την κ. Καμτσίδου, είναι «η έκφραση της παλιάς και ριζωμένης ιδεολογίας της πατριαρχίας. Κατά την πατριαρχική ιδεολογία, οι γυναίκες, αλλά και όλα τα μέλη της οικογένειας, αποτελούν το αντικείμενο της εξουσίας του άντρα, του πατέρα, του συζύγου και επικεφαλής αυτής της μικρής κοινωνικής συλλογικότητας. Δυστυχώς, στον 21ο αιώνα, η πατριαρχική ιδεολογία έχει επιτύχει να επανέλθει στο προσκήνιο και να συνδεθεί με όλα τα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα».
Αυτό που δεν πρέπει να συμβεί σύμφωνα με την κ. Καμτσίδου, είναι «να ενισχυθεί περαιτέρω ο ποινικός τιμωρητισμός, δηλαδή να επιχειρήσουμε να εξαλείψουμε το φαινόμενο, μέσω της ενίσχυσης των προβλεπόμενων ποινών και της καταστολής. Το κράτος πρέπει να μεριμνήσει για την ενίσχυση των δομών πρόληψης και την ανάπτυξη πολιτικών οι οποίες θα καταπολεμήσουν τα κοινωνικά στερεότυπα και θα αμφισβητούν τις πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας, ενισχύοντας έτσι την ισότητα». Άλλωστε, «μετά από την κύρωση της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, η κυβέρνηση έχει πολλά νομικά και κοινωνικά εργαλεία προκειμένου να συμβάλει στην καταπολέμηση και να ενισχύσει την πρόληψη των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας».