Άρθρο Αθηνάς Κακούρη στην «Κ»: Μνήμη Γιώργου Λυγγερίδη και άλλων «αναλωσίμων»

Άρθρο Αθηνάς Κακούρη στην «Κ»: Μνήμη Γιώργου Λυγγερίδη και άλλων «αναλωσίμων»

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πέρασαν και τούτες οι Γιορτές και ξαναγυρίζουμε ο καθένας στη ρουτίνα του, χορτάτοι από τα απανωτά μας ξεφαντώματα –τα δώρα, τα φαγοπότια, τα χειμερινά σπορ–, χωρίς καθόλου να συσχετίσουμε την ξεγνοιασιά και τις απολαύσεις μας με το πένθος που έπεσε αυτές τις γιορτινές μέρες σε τρία σπίτια – ξαφνικά και τελειωτικά.

Για τα περιστατικά ακούσαμε και διαβάσαμε επί δυο-τρεις ημέρες, πληροφορηθήκαμε το όνομα του ενός, Γιώργος Λυγγερίδης, ενώ οι άλλοι δύο χαρακτηρίστηκαν από το επάγγελμά τους μοναχά, «αστυνομικοί». Ο πρόωρος θάνατός τους δεν μας απασχόλησε πολύ. Εχουν προηγηθεί τόσοι άλλοι… Κλείνουν πια πέντε δεκαετίες απ’ όταν απολαμβάνουμε μια καλά εδραιωμένη δημοκρατία και τέσσερις δεκαετίες απ’ όταν το 1984 ο Παπανδρέου αναδιοργάνωσε την αστυνομία. Κι όμως σ’ όλο αυτό το διάστημα λογής λογής «διαδηλωτές», «τηρητές επετείων» όπως του Πολυτεχνείου, «φίλαθλοι», «αγανακτισμένοι», «αναρχικοί», ορμούν «αυθορμήτως» για να σπάσουν τα πεζοδρόμια, να τσακίσουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, να πυρπολήσουν, να λεηλατήσουν και να τρομοκρατήσουν. Δημιούργησαν επικράτειες –στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στα «πανεπιστημιακά άσυλα» και σε ορισμένους καταυλισμούς Ρομά– και ξετρυπώνουν από κει μασκοφόροι και οπλισμένοι με λοστάρια, κοντάρια, βόμβες μολότοφ, να κάψουν ό,τι βρουν, ακόμη και ανθρώπους ζωντανούς, και να παραλύσουν την πόλη. Τους αστυνομικούς, που εντέλλονται να σταματήσουν την παρανομία, τους χρησιμοποιούν ως στόχους σκοπευτηρίου. Πότε πότε σκοτώνουν έναν δυο, χωρίς να κινδυνεύουν οι ίδιοι, γιατί ακόμη κι αν συλληφθούν είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε πέντε, έξι χρόνια θα έχουν εκτίσει την ποινή τους και θα μπορούν να αρχίσουν πάλι τα ίδια.

Εμείς τώρα, οι πολλοί, οι κάθε λογής πολιτικής απόχρωσης, θέλουμε βεβαίως να κρατάει κάποιος τους διαρρήκτες μακριά από τα σπίτια μας και από τα αυτοκίνητά μας, να συλλαμβάνει τους κλέφτες, να κλείνει στη φυλακή τους εκβιαστές, να πιάνει και να τιμωρεί τους φονιάδες και γενικά να φρουρεί την περιουσία και τη ζωή μας. Αλλά συγχρόνως θέλουμε και να μιλάμε για την αστυνομία με καχυποψία. Εχουμε δώσει, λέει, σ’ αυτούς τους «μπάτσους», σ’ αυτούς τους «ασφαλίτες» το ελεύθερο να εξασκούν βία. Πώς θα την περιορίσουμε; Πώς θα την αποτρέψουμε; Πώς θα την πατάξουμε αυτή την αστυνομική βία;

Στο μεταξύ, η παραβατικότητα στον τόπο μας έχει αυξηθεί ιλιγγιωδώς: γύρω στα 1965 είχαμε δέκα φόνους τον χρόνο –όλους κι όλους–, όπως θα διαπιστώσετε εύκολα φυλλομετρώντας τις εφημερίδες της εποχής. Και εξιχνιάζονταν όλοι τους εύκολα και δίχως κανέναν κίνδυνο για τον χωροφύλακα ή τον αστυφύλακα που επενέβαινε. Τώρα έχουμε ένοπλες ληστείες, συμμορίες παιδιών, ξένες και ντόπιες μαφίες, απαγωγές, φόνους περίπλοκους και αγριότατους, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, λαθρεμπόρια εκατομμυρίων. Συγχρόνως παρακολουθούμε στις τηλεοράσεις μας καθημερινά –και απαθέστατα, σαν ρωμαϊκός όχλος στο Κολοσσαίον– το «μπαλέτο του τρόμου», τις προσπάθειες δηλαδή οργανωμένων ομάδων «διαδηλωτών» να εξοντώσουν αστυνομικούς, είτε ρίχνοντάς τους από τη μοτοσικλέτα είτε εμβολίζοντάς τους με κλεμμένο όχημα είτε πυρπολώντας τους είτε στοχεύοντάς τους με ναυτικές φωτοβολίδες.

Εμείς, οι πολλοί, θέλουμε βεβαίως να φρουρεί κάποιος την περιουσία και τη ζωή μας. Αλλά συγχρόνως θέλουμε και να μιλάμε για την αστυνομία με καχυποψία.

Σ’ αυτή τη βία, εμείς τους ζητούμε να αντιτάξουν μετριοπάθεια και μια δεξιοτεχνία αψεγάδιαστη, που να προβλέπει ακόμη και τον αποστρακισμό της σφαίρας τους. Να μη ρίξουν ποτέ πριν από την ώρα τους δακρυγόνα. Να μη φέρουν αύρες εάν, κατά τη γνώμη μας, δεν έχει φθάσει η κατάσταση στο αμήν. Να μη θυμώσουν ποτέ, να μην τρομάξουν ποτέ, να ενεργούν πάντοτε και παντού μέσα στους κανόνες που ικανοποιούν το δικό μας περί δικαίου αίσθημα – που, εντούτοις, ποικίλλει: άλλο είναι του συνταγματολόγου, άλλο της στρατευμένης εφημερίδας, άλλο του πολίτη που βρίσκεται κολλημένος στις αιματηρές συγκρούσεις του 1943-1949, ιδίως μάλιστα αν τις γνωρίζει μόνο από δεύτερο χέρι και φαντασιώνεται πως, με τη χρήση ενός ορισμένου λεξιλογίου, επιτυγχάνει «δικαίωση» αναδρομικά. Και τελείως άλλο είναι το περί δικαίου αίσθημα του συγγενούς ή του συναδέλφου τού πεσόντος αστυνομικού.

Λαβύρινθος; Μάλιστα. Αλλά υπάρχουν και αριθμοί: από το 1984 έως το 2022, συνολικά 144 Ελληνες αστυνομικοί, άνδρες και γυναίκες, σκοτώθηκαν εξαιτίας τρομοκρατικών ενεργειών, ενόπλων συμπλοκών, τροχαίων και άλλων δυστυχημάτων, εν ώρα υπηρεσίας. Αναλογικά, στο ίδιο χρονικό διάστημα στη Μεγάλη Βρετανία, που έχει εξαπλάσιο πληθυσμό, θα έπρεπε να έχουν σκοτωθεί 864, αλλά οι δικές τους στατιστικές δίνουν 72. Τι κάνει, λοιπόν, η Αγγλία που δεν κάνουμε εμείς, προκειμένου να προστατεύει τη ζωή των αστυνομικών, που είναι εντολοδόχοι του κράτους της;

Κι εδώ εμείς, με τι ταπεινά κόλπα άραγε ξεγελάμε τη συνείδησή μας; Εσύ κι εγώ, που χρόνια τώρα βλέπουμε και σιωπούμε –σιωπούμε!–νομιμοποιώντας έτσι τη χρήση των αστυνομικών μας ως αναλωσίμων;

Η κ. Αθηνά Κακούρη είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT