Ζώντας με (και από) τον θάνατο

Η μέρα τους μπορεί να ξεκινάει με το σκάψιμο ενός τάφου. Με το μακιγιάζ ενός πτώματος. Με τον σπαραγμό εκείνων που θρηνούν δίπλα τους. Πώς είναι να ζεις καθημερινά με τον θάνατο; Πώς είναι να ζεις από τον θάνατο; Τι σου μαθαίνει αυτή η ρουτίνα στο σύνορο της ζωής; Απαντάς εύκολα στην ερώτηση «τι δουλειά κάνεις»;

14' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πρώτα αφαιρεί τα βάζα. Χθες κατέβηκε το δρομάκι του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών φορτωμένος με τις τσάπες και τη βαριά στον έναν ώμο, στο άλλο χέρι του κρατούσε ένα γλαστράκι με κόκκινα λουλούδια – να μην πάνε χαμένα, ήταν φρέσκα ακόμη. Στον πρώτο τάφο που ανοίγει σήμερα δεν έχει λουλούδια. Καθαρίζει τα χώματα από γύρω κι αρχίζει να σπάει το μάρμαρο. Μπαμ, μπαμ, μπαμ, πρώτα με τη βαριά, ξεκινάει από πίσω. Βγάζει θραύσματα μαρμάρου, χώματα, τούβλα. Μετά πηγαίνει μπροστά κι ύστερα στα πλάγια κι όσο προχωράει τη δουλειά του τόσο κατεβαίνει πιο κάτω στη γη, μέχρι που βυθίζεται από τη μέση και κάτω. Εμφανίζεται μια γάτα πρασινομάτα, ασπρόμαυρη και καφετιά, με απορία στο βλέμμα – από πού έρχεται αυτή η φασαρία; Ο εργάτης συνεχίζει να σκάβει, τώρα βγάζει με την τσάπα το χώμα από τον τάφο κάποιου που πέθανε πριν από τρία χρόνια. Η συγγενής του νεκρού, κάτω από μια ομπρέλα, παρακολουθεί. Κατά τη διάρκεια της εκταφής, πού και πού ανταλλάσσουν μια κουβέντα. «Αποτέφρωση θα ήταν το καλύτερο», της λέει ο νεκροθάφτης. Εκείνη έχει τις αμφιβολίες της. «Λένε πως ό,τι καίγεται δεν ξαναγεννιέται», απαντάει. Οσο βγάζει το χώμα, ο νεκροθάφτης σταματάει κάθε λίγο για ένα δευτερόλεπτο να πάρει μια ανάσα. Κι αφότου έχει περάσει ένα τέταρτο που σκάβει, βγάζει το λευκό σεντόνι που έχει πια γίνει καφέ, διπλωμένο στο δεξί του χέρι, σαν μεγάλο πουγκί. «Θέλετε κουτάκι για τα κόκαλα;», ρωτάνε τη συγγενή οι άνθρωποι του νεκροταφείου. Αποκρίνεται θετικά. «Να πάτε στο καλό», της λένε. Μες στη βροχή ο αέρας μυρίζει θυμίαμα.

«Ο θάνατος έχει δύο πρόσωπα», έγραψε ο Κωστής Παπαγιώργης στο δοκίμιό του «Ζώντες και τεθνεώτες». «Το ένα είναι άφαντο, δεν το είδε ποτέ κανείς». Με το άλλο πρόσωπο του θανάτου, όμως, αυτό που εμφανίζεται στους ζωντανούς στον θάνατο των άλλων, υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται σε καθημερινή επαφή. Πώς είναι να ζεις καθημερινά με τον θάνατο; Πώς είναι να ζεις από τον θάνατο; Τι σου μαθαίνει αυτή η ρουτίνα στο σύνορο της ζωής;

Ζώντας με (και από) τον θάνατο-1
«Είναι το επάγγελμά μας, όχι η ζωή μας», λέει ο Δημήτρης Μπίθαρης, συνιδιοκτήτης γραφείου τελετών με τον αδερφό του. Φωτ. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΑΜΣΗΣ/ΙΝΤΙΜΕ NEWS

Βαλιτσάκια περιποίησης

Η πρώτη φορά που ο Δημήτρης Μπίθαρης μετέφερε ένα πτώμα ήταν λίγες ώρες αφότου είχε πεθάνει ο πατέρας του. «Δεν είχε γίνει καν η ιατροδικαστική εξέταση», λέει στην «Κ». Αλλά δεν υπήρχε χρόνος για το δικό του πένθος – προείχε η δουλειά. Ηταν 21 ετών το 2004 κι εδώ και λίγες ώρες το γραφείο τελετών του πατέρα του ήταν πλέον στα δικά του χέρια. Τώρα έχει το όνομά του και ο Δημήτρης το «τρέχει» μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Γιώργο.

Είναι μια δουλειά που δεν έχει ωράριο ούτε εποχικότητα, δηλώνουν. Τυπικά, το γραφείο είναι ανοιχτό από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ, αλλά το τηλέφωνο μπορεί να χτυπήσει ανά πάσα στιγμή. Ούτε έχει σημασία αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, γιατί τον χειμώνα έχει περισσότερες αρρώστιες, αλλά το καλοκαίρι συμβαίνουν άλλα γεγονότα που αυξάνουν τον φόρτο εργασίας, όπως παραδείγματος χάριν πνιγμοί. «Αυτό που έχω συνειδητοποιήσει είναι ότι το πιο εύκολο πράγμα που μπορείς να πάθεις σ’ αυτή τη ζωή είναι να πεθάνεις», θυμοσοφεί ο Δημήτρης.

Η εξοικείωσή τους δεν τους έχει κάνει αναίσθητους. Τον Δημήτρη τον έχει βοηθήσει ώστε να μην ασχολείται με πράγματα τετριμμένα. «Είναι όλα τόσο ρευστά, δεν ξέρει κανείς πότε θα φύγει –μας έχει τύχει να φύγει άνθρωπος σε διάλειμμα στη δουλειά επειδή στραβοκατάπιε το σάντουιτς– σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα πιο απλά», σημειώνει.

Τον Γιώργο τον έχει βγάλει από την κοινωνική του «φούσκα», λέει, και τον έχει βοηθήσει να συνειδητοποιήσει πως πρέπει κάθε τι βαρύ να το μοιράζεσαι με τους δικούς σου ανθρώπους. Δίνει μεγάλη σημασία καθημερινά στην επαφή με τους συγγενείς των θανόντων – προσπαθούν να κάνουν μια τόσο δύσκολη στιγμή τους όσο πιο εύκολη γίνεται.

Δείχνει στην «Κ» τα δύο βαλιτσάκια στα οποία έχει αποθηκευμένα τα προϊόντα που χρησιμοποιεί για να «περιποιηθεί», όπως λέει, τις σορούς, ένα βαλιτσάκι βεραμάν και ένα μαύρο, που μέσα έχουν κάθε λογής καλλυντικά – ξυριστικά, μέικ απ, σκιές, ρουζ, μάσκαρα, ακόμη και μανόν, όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ανάλογα με τις επιθυμίες των συγγενών. «Θέλω η τελική εικόνα που θα έχει η οικογένεια να είναι όσο πιο άρτια γίνεται», τονίζει.

Είναι και οι δύο άνθρωποι που χαμογελούν πολύ και κατά τη διάρκεια της κουβέντας συχνά υπάρχουν γέλια, παρότι αναφέρουν πως έχει τύχει να τους πουν «ήρθες πάλι να μας πάρεις τους ανθρώπους». Οταν σε κοινωνικό πλαίσιο τους ρωτήσουν τι δουλειά κάνουν, λένε γελώντας, «σίγουρα κερδίζουμε τις εντυπώσεις». «Εχει συμβεί να αρχίσουν να φτύνονται, να κάνουν τον σταυρό τους, να κουνιούνται από τη θέση τους», αναφέρει ο Δημήτρης Μπίθαρης. «Αλλά παίζει ρόλο κι εσύ πώς θα το επικοινωνήσεις, βοηθάει να βάλεις λίγο χιούμορ», συμπληρώνει.

«Εχω χάσει την όσφρησή μου. Στην αρχή μύριζα αλλά μετά την έχασα και δεν το έψαξα γιατί με βόλευε – μιλάμε για άλλες μυρωδιές, απλησίαστες».

«Γι’ αυτό χαμογελώ…»

Οταν ανακοινώνει σε κόσμο εκτός δουλειάς το επάγγελμά του το διακωμωδεί λόγω επωνύμου ο 56χρονος Γιώργος Κολυβάς, ο οποίος είναι επόπτης εργασιών στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Σε πρώτη όψη το παρουσιαστικό του θυμίζει μηχανόβιο. Δερμάτινο μαύρο μπουφάν, μαύρο παντελόνι, μούσι, γυαλιά, τσιγάρο. Καθώς βγαίνει από το γραφείο του, στον ναό του Αγίου Λαζάρου, ένα ηλιόλουστο αλλά κρύο πρωινό του Ιανουαρίου, χαμογελάει διάπλατα. Είναι άξιον απορίας πώς μέσα σε τόσο πόνο οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ διατηρούν την ευθυμία τους. Η χειρότερη ανάμνηση που έχει είναι όταν έκαναν την εκταφή ενός βρέφους, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του. «Είχε έρθει η ίδια η μάνα και έψαχνε μες στο ζιπουνάκι να βρει ό,τι κοκαλάκια υπήρχαν. Ισως γι’ αυτό να είμαι χαρούμενος, ίσως είναι άμυνα. Προσπαθώ σε έναν χώρο που υπάρχει η δυστυχία του καθενός ξεχωριστά, σε εμένα να βλέπουν κάτι χαρούμενο για να βρίσκεται μια ισορροπία», εξηγεί.

Με τον θάνατο έχει πια συμφιλιωθεί. «Δεν τον φοβάμαι πια», λέει στην «Κ», «περαστικοί είμαστε από αυτή τη ζωή». Στα 37 χρόνια που δουλεύει στα κοιμητήρια έχει περάσει από όλα τα πόστα – εργάτης καθαριότητας στην αρχή, στη συνέχεια εκταφές. «Εχω χάσει την όσφρησή μου. Στην αρχή μύριζα αλλά μετά την έχασα και δεν το έψαξα γιατί με βόλευε – μιλάμε για άλλες μυρωδιές, απλησίαστες».

Σε αντίθεση με τα γραφεία τελετών, στο νεκροταφείο ξέρουν το ωράριό τους από το προηγούμενο βράδυ. Ξέρουν πού θα σκάψουν για τις κηδείες της ημέρας, ξέρουν πού θα κάνουν τις εκταφές.

Κατά τις 12.30 στο κοιμητήριο έχει ησυχία τόση, που ακούγονται από λίγους δρόμους μακριά τα γέλια και οι φωνές των παιδιών που παίζουν στον προαύλιο χώρο ενός σχολείου. Ο 56χρονος Σταύρος Σαββουλίδης προχωράει, κρατώντας λευκά τριαντάφυλλα, προς τα ενδότερα του κοιμητηρίου. Πίσω του ακολουθεί η νεκρική πομπή. Ο παπάς ψέλνει. Οι εργάτες τελετών κουβαλούν το φέρετρο. Συγγενείς και φίλοι ακολουθούν. Ο κ. Σαββουλίδης κατεβάζει το σκουφί του, κλείνει το σκονισμένο γαλάζιο και πορτοκαλί μπουφάν του δήμου μέχρι πάνω και βαδίζει γρήγορα. Φτάνει πρώτος εκεί που το χώμα έχει ήδη σκαφτεί από το πρωί, όπου περιμένουν κι άλλοι νεκροθάφτες. Δίνει τα λουλούδια μόλις φτάνει η πομπή. Σε λίγο θα αρχίσουν να κατεβάζουν το φέρετρο.

«Η κοράκλα μου λέει “μην πεις τι δουλειά κάνεις”. Εγώ λέω “νεκροθάφτης”, ξερά», λέει ο κ. Σαββουλίδης στην «Κ». «Και το 1991 όταν ήμουν σκουπιδιάρης, το ίδιο εύκολα το έλεγα – άμα δουλεύεις όλα δύσκολα είναι», συμπληρώνει.

Κάθεται στο παγκάκι μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου, όπου βρίσκεται και το γραφείο εκταφών, και καπνίζει όσο περιγράφει τα καθήκοντά του. «Κάνουμε την εκταφή, μαζεύουμε τα μπάζα, μαζεύουμε τα οστά, εμείς τα πλένουμε με νερό στο πλυντήριο των οστών, εμείς τα βάζουμε στο κουτί – είναι και λίγο μακάβριο», αναφέρει. Αλλά δεν θέλει να ξεχάσει τίποτα από τη δουλειά του. «Θέλω να τα θυμάμαι όλα, κι όταν τελειώσω την ενεργό δράση να γράψω βιβλίο», τονίζει.

Τον θάνατο δεν τον έχει συνηθίσει. Σε νεκροτομείο, όπως λέει, δεν πατάει. «Δεν συνηθίζεται ο θάνατος», λέει. Ούτε έχει σταματήσει να τον φοβάται. Δεν κάνει επικίνδυνα σπορ, ας πούμε, δεν θέλει να προκαλεί την τύχη του. «Κουφάλα νεκροθάφτη» –τραγουδάει γελώντας όσο τελειώνει τον καφέ του και σηκώνεται από το παγκάκι– «δεν θα πεθάνουμε ποτέ».

Ζώντας με (και από) τον θάνατο-2
Τα πιο δύσκολα περιστατικά για τον Αντώνη Μουρλά, τεχνικό του νεκροτομείου Πειραιά, αφορούν ανθρώπους που έφυγαν μόνοι. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

«Το είχα βάλει στο ΑΣΕΠ»

Ο Αντώνης Μουρλάς είναι τεχνικός στο νεκροτομείο του Πειραιά. Δεν ήταν ο δρόμος που είχε σκοπό να ακολουθήσει – «δούλευα στη λαχαναγορά εκείνη την εποχή και στο ΑΣΕΠ το νεκροτομείο το είχα βάλει τελευταίο, πρώτα είχα βάλει νοσοκομεία και σκουπιδιάρικα», λέει στην «Κ». Στην αρχή η επαφή με τις σορούς ήταν δύσκολη. «Σιγά σιγά όμως εξοικειώνεσαι με τους νεκρούς – τους παραλαμβάνω το πρωί, τους καταγράφω στο βιβλίο πρωτοκόλλου, τους τοποθετώ στα κρεβάτια, κάνουμε νεκροψία με τους ιατροδικαστές και νεκροτομή αν χρειαστεί, μετά τους ράβω», δηλώνει. Το βλέπει, λέει, σαν επάγγελμα πλέον, ή σαν να παρακολουθεί μια βίαιη ταινία. Κι ό,τι βλέπει στο νεκροτομείο το αποβάλλει κατευθείαν. Σε αντίθεση με τον νεκροθάφτη κ. Σαββουλίδη, δεν θέλει να θυμάται τίποτα. «Αν με ρωτήσει κάποιος τι είδα χθες, δεν θυμάμαι, τις διαγράφω τις εικόνες», σημειώνει. Αλλά όπως και εκείνος, από τότε που ξεκίνησε να εργάζεται στο νεκροτομείο, προσέχει περισσότερο. «Τρώω λιγότερο λίπος», λέει, «προσέχουμε, περπατάμε, μιλάμε, γελάμε, κι όταν θα έρθει η ώρα μας, λέμε “ήρθε”».

Ζώντας με (και από) τον θάνατο-3
Οταν ύστερα από εκταφή μένουν φρέσκα λουλούδια, ο Σταύρος Σαββουλίδης τα σώζει πάντα, μήπως τα θέλει η οικογένεια ή για να φυτευτούν στο κοιμητήριο. «Είναι δύσκολο να ασχολείσαι με νεκρούς», λέει, «δεν συνηθίζεται». Φωτ. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΑΜΣΗΣ/INTIME NEWS

Στο Οστεοφυλάκιο 

Στο οστεοφυλάκιο δεν έχει πολύ φως. Ο ήλιος μπαίνει από το παράθυρο στο βάθος και από την ανοιχτή πόρτα στην είσοδο. Αλλά αναβοσβήνουν τα κόκκινα φωτάκια από κάποια καντηλάκια που συγγενείς ή φίλοι έχουν αφήσει δίπλα σε πολλά από τα κουτιά, πάνω στα οποία είναι γραμμένα ονόματα, ακουμπημένες φωτογραφίες και λουλούδια, κάποια φρέσκα, κάποια μαραμένα, άλλα ψεύτικα – να αντέχουν στον χρόνο.     

Για τον οστεοφύλακα Λάμπρο, το στοπ του όσον αφορά τις δουλειές που σχετίζονται με τον θάνατο είναι στο οστεοφυλάκιο. «Ο καθένας έχει τα όριά του, εμένα είναι εδώ πέρα, δεν πάω πιο εκεί», λέει στην «Κ». Η επαφή με τα οστά αρχικά τον δυσκόλεψε, αλλά όπως και άλλοι εργαζόμενοι στο νεκροταφείο, έτσι και ο Λάμπρος δηλώνει ότι στη συνέχεια άρχισε να το αντιμετωπίζει σαν κάθε άλλη δουλειά. «Λέω ότι είναι όπως αν θα ήμουν αρχαιολόγος και θα έβλεπα οστά», σημειώνει.     
Εχει σχεδόν 20 χρόνια εργασίας στο κοιμητήριο, όμως στην αρχή δεν έλεγε τι δουλειά κάνει. «Υπήρχε το ταμπού, δεν αισθανόμουν καλά να το πω στα παιδιά μου, αλλά μετά αυτό άλλαξε. Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή». Τον άλλαξε η αλληλεπίδρασή του με τον χώρο. «Σταματάς να ασχολείσαι με υλικά πράγματα, καταλαβαίνεις τι αξία έχει η ζωή – έχω βγάλει πια το “θα” από το λεξιλόγιό μου», τονίζει.    

«Από πατέρα σε γιo»   

«Ο,τι γουστάρεις και μπορείς, να το κάνεις, κι ό,τι δεν μπορείς, κάν’ το μισό, αυτό έχουμε μάθει, όπως μπορείς να το διασκεδάσεις. Να χαρείς, να το κάνεις και να πεις το έκανα κι αυτό», λέει στην «Κ» ο Αντώνης Πατσέλλης, γραμματέας του σωματείου των εργατών τελετών, των ανθρώπων που κουβαλούν τα φέρετρα. Το γραφείο του σωματείου βρίσκεται σε μια πολυκατοικία απέναντι από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Εχει μέσα μακρόστενους, ξύλινους πάγκους, έναν πίνακα με αναλυτικές πληροφορίες –από γραφεία τελετών, κοιμητήρια, μέχρι ληξιαρχεία, τυπογραφεία και φερετροποιούς– και φωτογραφίες των ανθρώπων που ξεκίνησαν το σωματείο το 1970. Τότε φορούσαν μαύρα. Πλέον φοράνε μπλε.     

Το σωματείο το ίδρυσε ο πατέρας του Γιάννη Θεοδώρου, ο οποίος είναι τώρα ο πρόεδρός του. «Αυτή η δουλειά πάει από πατέρα σε γιο και από αδελφό σε αδελφό, είναι ιδιαίτερο επάγγελμα και δύσκολο, πρέπει να έχεις σχέση για να το κάνεις», λέει στην «Κ». Ο ίδιος προσπάθησε αρχικά να κάνει κάτι άλλο – να περάσει στη Σχολή Ικάρων, να γίνει ψυκτικός. Αλλά κατέληξε να συνεχίζει την «κληρονομιά» του πατέρα του. Εχει πολύ άγχος η δουλειά, τονίζει, δεν είναι πολλοί στο επάγγελμα και τρέχουν να προλάβουν από τη μια κηδεία στην άλλη. Είναι και πολύ επίπονη σωματικά. «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να φεύγει από το σωματείο χωρίς πρόβλημα στη μέση ή στον αυχένα».    
Στενοχωριέται σε όλες τις τελετές; Αν είναι κάποιου πολύ ηλικιωμένου είναι ρουτίνα. Αλλά αν κάποιος ήταν πολύ νέος, τότε δεν αντέχεται. «Το ψυχολογικό φορτίο το ξεπερνάς, το θάβεις, προσπαθείς να είσαι ψύχραιμος για να κάνεις το επάγγελμά σου, που το βλέπεις σαν λειτούργημα», λέει. 

Ο κ. Πατσέλλης λέει ότι υπήρξε τελετή παιδιού στην οποία δεν άντεξε να μπει μέσα. «Οταν ήρθε η ώρα να σηκώσουμε, δεν κοίταξα, απλώς πήγα και σήκωσα», συμπληρώνει. «Μας λένε “εσείς δεν θα χάσετε ποτέ τη δουλειά σας”, αλλά δεν ζούμε από τον θάνατο του άλλου», τονίζει ο κ. Θεοδώρου. «Κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό».  

Εξω από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, δύο άνθρωποι που πηγαίνουν σε κάποιο μνημόσυνο αγοράζουν λουλούδια. Δεν μιλούν. Ακούγεται μόνον ο ήχος του νερού, όταν το μπουκέτο βγαίνει από το πράσινο ανθοδοχείο. Οι πιο πολλοί αγοράζουν τριαντάφυλλα ή χρυσάνθεμα, λέει στην «Κ» η 26χρονη Σπυριδούλα Κιτάντη, στα χέρια της οποίας περνάει σιγά σιγά η οικογενειακή επιχείρηση που υπάρχει από το 1900. «Αν έρχεται κάποιος και κλαίει, πολλές φορές ντρέπομαι να πω “καλημέρα” ή να τον χρεώσω». Κάποιες φορές δεν το κάνει, όπως όταν έρχεται μια 84χρονη κυρία, που κάθε μέρα παίρνει ένα τριαντάφυλλο για να το αφήσει στον τάφο του συζύγου της. «Κι άλλες φορές λες “καλύτερα να μην έχει σήμερα δουλειά”».   

Ζώντας με (και από) τον θάνατο-4
Η Σπυριδούλα Κιτάντη τελείωσε Ψυχολογία στο ΕΚΠΑ. Παράλληλα με την άσκησή της εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση. Φωτ. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΑΜΣΗΣ / INTIME NEWS   

«Μεγάλο σχολείο»  

Ο εκπρόσωπος των εργαζομένων περιφερειακών ιατροδικαστικών υπηρεσιών του υπουργείου Δικαιοσύνης, Ιωάννης Καλλιαρέκος, εργάζεται στη γραμματεία της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης τα τελευταία 15 χρόνια. Μέσα στην αίθουσα του νεκροτομείου αποφεύγει, όσο μπορεί, να μπαίνει. «Δεν καταφέρνουμε να εξοικειωθούμε με την εικόνα που συναντάμε, υπάρχει και για εμάς ψυχολογική φθορά», λέει στην «Κ». Η χειρότερη ανάμνηση που έχει από την εργασία του τα τελευταία 15 χρόνια ήταν όταν μια μητέρα τον ρωτούσε γιατί δεν της απαντάει ο γιος της, ανήμπορη να δεχθεί τον θάνατό του. «Δεν είμαστε πάντα σε θέση να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους», δηλώνει. «Το να συναντάει κανείς τον θάνατο είναι μεγάλο σχολείο – εκτιμά την αξία της ζωής».  

Ζώντας με (και από) τον θάνατο-5
Το οστεοφυλάκιο του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών είναι ανοιχτό 365 ημέρες τον χρόνο. Αλλά όσο περνούν τα χρόνια, ειδικά τώρα που γίνονται αποτεφρώσεις, ο κόσμος το επισκέπτεται όλο και λιγότερο. Φωτ. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΑΜΣΗΣ / INTIME NEWS 

Το δέντρο που φύτρωσε στην τέφρα

Στο Αποτεφρωτήριο Ριτσώνας, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Το πένθος έχει παντού το ίδιο πρόσωπο, σε κοιμητήριο ή όχι, τα μάτια των συγγενών είναι τα ίδια. Η θλίψη, η απώλεια, διαγράφονται ανεξίτηλα ανεξαρτήτως του είδους του αποχαιρετισμού. Αλλά μπαίνοντας στον χώρο δεν καταλαβαίνεις ακριβώς πού είσαι. Θα μπορούσε να είναι ένα μοντέρνο μουσείο που εκθέτει τεφροδόχους ή κάποιο σύγχρονο, μικρό ξενοδοχείο. 

Υπάρχει πιάνο και ένας δίσκος με κομμένα ροζ τριαντάφυλλα, κι αλλού, σε ένα διαφανές δοχείο, μπορεί κανείς να βρει κόκκινα και λευκά. Υπάρχει αντισηπτικό για τα χέρια και μια λευκή θήκη με χαρτομάντιλα. Στην είσοδο του κυλικείου βρίσκει κανείς βιβλία, για όλες τις ηλικίες, που βοηθούν με το πώς να διαχειριστεί το πένθος και πώς να μιλήσει γι’ αυτό. Εξω είναι ο κήπος ενθύμησης, όπου μπορεί κάποιος να κάνει διασπορά της τέφρας, αν θέλει, και υπάρχουν 
τραπεζάκια, για να μπορεί να καθίσει δίπλα στο δέντρο που φύτρωσε στη θέση της. 

Ο Χρήστος Τσακιρίδης, διευθυντής του αποτεφρωτηρίου από το 2019, είναι μηχανικός. Τον έχει αλλάξει η εργασία του εδώ; «Δεν είναι στο χέρι σου ο θάνατος, και όσο έχεις μια τριβή με αυτόν τον εκλογικεύεις ακόμη περισσότερο, κοιτάς τη ζωή περισσότερο – το θέμα είναι τι έκανες πιο πριν, σημασία έχει πόσο πλήρης ήταν ο κύκλος που έκανες, τι κάνουμε όσο ζούμε», λέει στην «Κ». Η Ρωξάνη, πριν από το αποτεφρωτήριο εργαζόταν σε λογιστήριο. «Βλέπω ότι φεύγουν άνθρωποι νεαρής ηλικίας πολύ συχνά – τώρα δεν θέλω να πεθάνω, ενώ κάποτε δεν με ένοιαζε, δεν το σκεφτόμουν», σημειώνει. 

«Οι χώροι αποχαιρετισμού γίνονται για αυτούς που ζουν, όχι για αυτούς που πέθαναν», λέει στην «Κ» ο Αντώνης Αλακιώτης, πρόεδρος του αποτεφρωτηρίου, ο οποίος έδωσε την υπόσχεση της δημιουργίας του στον φίλο του Παύλο Μοσχίδη, και την τήρησε, ανοίγοντάς το 23 χρόνια αργότερα, το 2019. «Το σημαντικό είναι να δημιουργείς συνθήκες παυσίλυπης κατάστασης ώστε να απελευθερώνονται από τον συναισθηματικό τους φόρτο οι άνθρωποι, ο αποχαιρετισμός είναι μια δύσκολη κατάσταση για όλους», σημειώνει. «Αυτό που γίνεται σε πολλές τελετές σε ξεπερνάει», δηλώνει, «δεν γίνεται να μην σε επηρεάσει». 

Θυμάται έντονα την περίπτωση ενός νέου παιδιού που «έφυγε», τον λόγο του πατέρα του, ο οποίος ζήτησε να παίξουν την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», και μια άλλη τελετή που οι συγγενείς είχαν αγκαλιάσει το φέρετρο και τραγουδούσαν κλαίγοντας το «Ενα όμορφο αμάξι με δυο άλογα». Αλλά η επαφή με τον θάνατο δεν τον έχει κάνει να τον φοβάται λιγότερο. Οσοι δεν θέλουν να πεθάνουν, θέλουν να ζήσουν. «Το θέμα είναι να ζεις το παρόν στο 100%, να έχεις υπομονή και κατανόηση στις δυσκολίες», λέει στην «Κ», «και να ζεις τη ζωή σου – αυτό είναι το σημαντικότερο πράγμα».   

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT