Βαθιά τομή στην ελληνική γλώσσα

Eπειτα από κυοφορία δεκαετιών, στις 12 Ιανουαρίου 1982 ψηφίζεται στη Βουλή η καθιέρωση του μονοτονικού στο σύστημα γραφής

7' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηδη από τον 19ο αιώνα, σποραδικές «φωνές» λογίων διατύπωσαν το αίτημα της απλούστευσης της ιστορικής ορθογραφίας με την κατάργηση των πολλών τόνων και πνευμάτων (Νικόλαος Φαρδύς, Ισίδωρος Σκυλίτσης, Αλέξανδρος Πάλλης κ.ά.). Το ίδιο αίτημα, κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, υποστηρίχθηκε από ανθρώπους των γραμμάτων (ενδεικτικά, Γιώργος Θεοτοκάς, Αγγελος Τερζάκης), από κορυφαίους γλωσσολόγους, όπως ο Γεώργιος Χατζηδάκης και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, και από συλλογικότητες εκπαιδευτικών. Σε πολιτικό επίπεδο τέθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου το 1931, ενώ το 1938 υποβλήθηκε σχετική πρόταση στον Ιωάννη Μεταξά από την επιτροπή για τη γραμματική της δημοτικής, που ο ίδιος όρισε, χωρίς όμως να τύχει αποδοχής.

Συνεπώς, δεν πρωτοτυπεί ο Ιωάννης Κακριδής, καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όταν το 1941 εκδίδει –σε δεύτερη έκδοση και σε μονοτονικό σύστημα– το βιβλίο του «Eλληνική Kλασσική Παιδεία», που προκαλεί τη μήνιν της Φιλοσοφικής Σχολής και τη δίωξή του. Εκείνο, όμως, που συμβαίνει ακριβώς στην κατοχική Αθήνα, με επίκεντρο τη Φιλοσοφική Σχολή, είναι ότι η διαμάχη γύρω από το μονοτονικό σύστημα εντέλει το παγιώνει ως ένα εκκρεμές, διακριτό και ριζοσπαστικό αίτημα στο πλαίσιο του όλου γλωσσικού ζητήματος.

Η μεταρρύθμιση Ράλλη του 1976

Οταν η κυβέρνηση της Νέας ∆ημοκρατίας το 1976 πήρε τη γενναία απόφαση να απαγκιστρωθεί από τη μακρά συντηρητική παράδοση υπεράσπισης της καθαρεύουσας και να καθιερώσει τη δημοτική –για την ακρίβεια, τη «νεοελληνική»– ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης, σύμπασα η αντιπολίτευση την προτρέπει να προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω και να καθιερώσει και το μονοτονικό, λύνοντας οριστικά και ολοκληρωμένα το περιώνυμο γλωσσικό ζήτημα. Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, μάλιστα, επικαλούμενος την καταλληλότητα και την ωριμότητα της στιγμής για την επίλυσή του, θα υποστηρίξει, αποπολιτικοποιώντας το, ότι «μόνο αδράνεια, νόμος που υπάρχει όχι μόνο στη φυσική αλλά και στην ψυχολογία, είναι που εμποδίζει τη λύση του προβλήματος».

Ωστόσο η κυβέρνηση, χωρίς να απορρίπτει την ιδέα της τονικής απλοποίησης σε βάθος χρόνου, αλλά και χωρίς να συναινεί με τη θέση της αντιπολίτευσης, επικαλείται τους δικούς της λόγους που διαμορφώνουν τη στάση της. Για παράδειγμα, ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης θα αναφέρει λακωνικά και γενικά ότι «δεν ήλθεν ακόμη η εποχή διά να επιβληθή το μονοτονικόν σύστημα». Ο υφυπουργός Παιδείας Χρυσόστομος Καραπιπέρης, αφενός, επαναλαμβάνει τις ίδιες επιφυλάξεις «εάν έχη ωριμάσει πλήρως η άποψις της καταργήσεως των τόνων από την ελληνικήν γραφήν» και, αφετέρου, εκφράζει φόβους για «αντίδρασιν». Επίσης, υπενθυμίζει ότι «η Κυβέρνησις βαδίζει, και βαδίζει κατά έναν τρόπον και μέχρις ενός σημείου, συντηρητικά» και απευθυνόμενος στην αντιπολίτευση τονίζει: «Μη τα θέλετε και μη τα ζητάτε να τα κάνωμε όλα τώρα».

Ο λόγος, προφανώς, που υποχρεώνει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να μην ανταποκριθεί στο αίτημα της αντιπολίτευσης για την καθιέρωση του μονοτονικού «εδώ και τώρα» είναι το ότι η απόφαση για την υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας συνιστούσε ήδη μια μεγάλη πολιτικοϊδεολογική υπέρβαση για τη συντηρητική παράταξη, όχι απαλλαγμένη από κινδύνους: εξαντλούσε τα μεταρρυθμιστικά της όρια, πυροδοτώντας εσωτερικές αντιδράσεις, που μεταφράζονταν σε «πολιτικό κόστος». Επιβεβαιωτικό και ενδεικτικό, ταυτόχρονα, είναι το γεγονός ότι ο Γ. Ράλλης συνεχίζει, δέκα χρόνια αργότερα, να υποστηρίζει ότι η απόφαση για την καθιέρωση της δημοτικής «απαιτούσε πολιτική γενναιότητα, γιατί η αντίδραση ήταν ισχυρή και οι συνέπειές της ακόμη δεν έχουν εξαλειφθεί ως προς αυτούς που ανέλαβαν την πρωτοβουλία». Ωστόσο, το θέμα είχε τεθεί.

Βαθιά τομή στην ελληνική γλώσσα-1
Ο Εμμανουήλ Κριαράς (σε μεταγενέστερη φωτογραφία), πρόεδρος της επιτροπής που πρότεινε τους βασικούς κανόνες του μονοτονικού. 

Βαθιά τομή στην ελληνική γλώσσα-2
Ο υπουργός Παιδείας Λευτέρης Βερυβάκης.

Η αιφνιδιαστική συνταξιοδότηση των πνευμάτων και της περισπωμένης

Αν, λοιπόν, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τη γλωσσική της πολιτική το 1976 αναδεικνύεται σε νεκροθάφτη της καθαρεύουσας και νομοθέτη της δημοτικής, το ΠΑΣΟΚ προβάλλει πλέον ως εκείνο το κόμμα που διαθέτει τον αναγκαίο πολιτικό ριζοσπαστισμό και τη βούληση για να διευθετήσει το «ακροκέραμο» του γλωσσικού ζητήματος, δηλαδή την κατάργηση του πολυτονικού και την υιοθέτηση του μονοτονικού συστήματος. Εξάλλου, το ίδιο κόμμα, με πρωταγωνιστή τον βουλευτή του Ιωάννη Κουτσοχέρα, είχε θέσει το ζήτημα το 1976 αρχικά στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας και λίγο αργότερα στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση του νόμου 309/1976. Το 1977 επανέφερε το ζήτημα κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, ενώ το 1979 κατέθεσε σχετική πρόταση νόμου. Γι’ αυτό και μετά τις νικηφόρες εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χωρίς χρονοτριβή προχωράει στη συγκρότηση εννεαμελούς επιτροπής, υπό την προεδρία του Εμμανουήλ Κριαρά, με σκοπό να μελετήσει και να προτείνει τους βασικούς κανόνες και τη διαδικασία καθιέρωσης του μονοτονικού. Ταυτόχρονα, σχεδόν, ζητάει και από την ολομέλεια του Κέντρου Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμόρφωσης να εκφράσει τις απόψεις της επί του θέματος.

Και ενώ η Βουλή συνεδρίαζε στις 11 Ιανουαρίου 1982 για να συζητήσει το νομοσχέδιο που προέβλεπε την κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων από το γυμνάσιο στο λύκειο, μέτρο που είχε θεσπίσει η μεταρρύθμιση του 1976, ο υπουργός Παιδείας Λευτέρης Βερυβάκης εισηγείται την ενσωμάτωση μιας τροπολογίας (άρθρο 2) που καθιερώνει το μονοτονικό σύστημα.

Στην αιφνιδιαστική υπουργική ενέργεια ο πρόεδρος της Ν.Δ. Ευάγγελος Αβέρωφ απάντησε συγκρατημένα: «Δεν αντιτιθέμεθα κατ’ αρχήν, αλλά δεν νομίζουμε ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν χωρίς μια ειδική μελέτη». Στο ίδιο πνεύμα κινούνται τόσο ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης όσο και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που χαρακτηρίζουν ως αιφνιδιασμό την πρόταση της κυβέρνησης, με τον τελευταίο να ζητάει τη διακοπή της συνεδρίας της Βουλής και συζήτηση του θέματος στην επόμενη συνεδρία, καθώς είναι «ένα μέγα θέμα, το οποίο κατά σύμπτωση δεν μας βρίσκει και αντίθετους».

Ωστόσο, το προεδρείο της Βουλής και η κυβερνητική πλευρά επιμένουν στη συνέχιση της διαδικασίας έως και την ολοκλήρωσή της, γεγονός που οδηγεί την αξιωματική αντιπολίτευση στην αποχώρησή της από τη συνεδρία. Για την κυβέρνηση η προτεινόμενη τροπολογία για την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος συνιστά «επαναστατική μεταβολή» και «μια πραγματική τομή στη γλώσσα», που συνδέεται και με μια «πιο σωστή μόρφωση του ελληνικού λαού», αφού η εκμάθηση των κανόνων του τονισμού απαιτεί 6.000 ώρες μελέτης από τον μαθητή του δημοτικού και γυμνασίου. Επιπλέον, είναι ένα ζήτημα με σημαντικές οικονομικές διαστάσεις, αφού, όπως υπολογίζεται, οι δαπάνες για τη δακτυλογράφηση και την εκτύπωση «θα περιοριστούν κατά 40%». Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες –και όχι μόνον–, όπως η «Καθημερινή», το «Βήμα» και η «Ελευθεροτυπία», το είχαν υιοθετήσει πολύ πριν από την επίσημη καθιέρωσή του.

Το κυβερνητικό νομοσχέδιο θα γίνει δεκτό κατ’ αρχήν και κατ’ άρθρο στη 1.20 π.μ., δηλαδή ξημερώματα της 12ης Ιανουαρίου 1982. Το άρθρο 2 προέβλεπε ότι «μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο τονισμός του γραπτού ελληνικού λόγου γίνεται σύμφωνα με το μονοτονικό σύστημα». Τα όποια τεχνικά ζητήματα θα ανέκυπταν κατά την εφαρμογή του θα αντιμετωπίζονταν με προεδρικά διατάγματα.

Βαθιά τομή στην ελληνική γλώσσα-3
11.3.1980. Το τελευταίο φύλλο της «Κ» σε πολυτονική γραφή. 12.1.1982. Τον αιφνιδιασμό της Βουλής από την κατάθεση της τροπολογίας για το μονοτονικό προβάλλει η «Κ».

Βαθιά τομή στην ελληνική γλώσσα-4
12.1.1982. Τον αιφνιδιασμό της Βουλής από την κατάθεση της τροπολογίας για το μονοτονικό προβάλλει η «Κ».

Η γλωσσική πολιτική ολοκληρώνεται

Η ψήφιση του νομοσχεδίου και η μετατροπή του σε νόμο του κράτους (νόμος 1228/1982) κατά έναν «παράδοξο» τρόπο έδωσε συνέχεια και ολοκλήρωσε τη γλωσσική πολιτική που εγκαινίασε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αποδεχόμενη το 1976 τη «νεοελληνική». Η σύλληψη της γλωσσικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης ως μιας ενιαίας πράξης, που συντελείται από δύο κυβερνήσεις με αντιπαραθετικές πολιτικοϊδεολογικές ταυτότητες, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι εγκαταλείπεται πλέον οριστικά το σχήμα της μεταρρύθμισης και αντιμεταρρύθμισης, που επικράτησε κατά την περίοδο 1917-1974. Το γνωστό, δηλαδή, ράβε – ξήλωνε μεταξύ της συντηρητικής και της φιλελεύθερης παράταξης –κατά τον Ελισσαίο Γιαννίδη, μεταξύ «οικοδόμων και εμπρηστών»–, που αποδείχθηκε καταστροφικό για τη γλωσσοεκπαιδευτική εξέλιξη της χώρας.
Οι γενικότεροι όροι της Μεταπολίτευσης, πέρα από τις πολλές και οξείες αντιπαραθέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, δημιουργούσαν και συνεκτικούς ιστούς που εξασφάλιζαν τη συνέχεια και τη συναίνεση σε ασκούμενες πολιτικές. Οι ισοπεδωτικές πολιτικές, κατά το παράδειγμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της Ενωσης Κέντρου (1964) και της σχεδόν πλήρους κατάργησής της από τη δικτατορία (1967), έδειχναν να ανήκουν στο «κακό» προμεταπολιτευτικό πολιτικό παρελθόν της χώρας. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση για την υιοθέτηση του μονοτονικού συστήματος δεν βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρή κριτική και αντίλογο ή ότι δεν υπήρξαν αιτήματα για την επιστροφή του πολυτονικού. Μικρά υπερσυντηρητικά κόμματα, συλλογικοί φορείς ή μεμονωμένοι διανοούμενοι έθεσαν κατά καιρούς το ζήτημα, επικαλούμενοι διάφορα επιχειρήματα. Σίγουρα, ο πιο επίμονος υποστηρικτής του πολυτονικού αποδεικνύεται η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία με υπομνήματα της Ιεράς Συνόδου ζήτησε επανειλημμένα την επιστροφή του.

Σήμερα, με την εμπειρία των 40 τόσων χρόνων που διαθέτουμε ως άτομα και ως κοινωνία αφότου καθιερώθηκε και επίσημα το μονοτονικό σύστημα στην ελληνική γλώσσα, είναι αυταπόδεικτο ότι οι θύλακες «αντίστασης» στην κατάργηση του πολυτονικού όχι μόνο φθίνουν και τείνουν προς οριστική εξαφάνιση, αλλά και δεν δικαιώνονται ιστορικά. Αλλωστε, η κοινωνία είχε προηγηθεί από το επίσημο κράτος. Ετσι, όταν το ΠΑΣΟΚ λάμβανε αυτό το μέτρο, το κοινωνικό υπόστρωμα που υπήρχε ήταν τέτοιο ώστε δεν μπορούσε παρά να ευδοκιμήσει και να γίνει πλήρως αποδεκτό. Ο ίδιος ο Γεώργιος Ράλλης, το 1983, θα εκφράσει την παραδοχή ότι η απόφαση του ΠΑΣΟΚ ήταν ορθή. Στον βαθμό, λοιπόν, που η θέση του Γεωργίου Ράλλη απηχούσε τις απόψεις ενός τουλάχιστον μεγάλου μέρους της συντηρητικής παράταξης, αυτό σήμαινε ότι η απόφαση για το μονοτονικό ήταν πλήρως νομιμοποιημένη και σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, η προοπτική σοβαρής ή αποτελεσματικής αμφισβήτησής της ήταν εξαρχής μάλλον αδύνατη.
 
Ο κ. Δημήτρης Φ. Χαραλάμπους είναι καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT