Ενόσω οι προσπάθειες για εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες, μία σημαντική πληροφορία προσθέτει νέα δεδομένα στην ήδη πολύπλοκη κατάσταση που ταλανίζει από τις 7 Οκτωβρίου 2023 ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Η εφημερίδα Washington Post στο φύλλο της περασμένης Πέμπτης (15/2) αποκάλυψε ότι το τελευταίο διάστημα η διακυβέρνηση Μπάιντεν εξετάζει σοβαρά ένα ευρύτερο σχέδιο εξόδου από την κρίση, που θα αγγίζει τον πυρήνα της αραβοϊσραηλινής διένεξης. Συγκεκριμένα, το τελευταίο διάστημα η διακυβέρνηση Μπάιντεν εξετάζει πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να αναγνωρίσει ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, και μάλιστα εντός των ερχόμενων εβδομάδων. Σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές, μαζί με την Ουάσιγκτον το ίδιο θα πράξει «μικρή ομάδα αραβικών χωρών» που ήδη συντονίζουν τις κινήσεις τους.
Ωστόσο, πρώτιστος στόχος των Αμερικανών είναι η εφαρμογή εκεχειρίας στη Γάζα το συντομότερο δυνατόν, και μάλιστα πριν από τις 11 Μαρτίου, πρώτη μέρα του Ιερού Μήνα του Ραμαζανίου, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω ανάφλεξη στην περιοχή και στον μουσουλμανικό κόσμο γενικότερα. Επιδίωξη των Αμερικανών, Αιγυπτίων και Καταριανών διαπραγματευτών είναι η εκεχειρία να ξεπεράσει τις έξι εβδομάδες, οπότε όλοι οι Ισραηλινοί όμηροι θα απελευθερωθούν από τη Χαμάς και οι Παλαιστίνιοι κρατούμενοι στις ισραηλινές φυλακές θα αποφυλακιστούν σε μια κοινά αποδεκτή αριθμητική αναλογία. Παράλληλα, όμως, οι ΗΠΑ, οι Αραβες εταίροι τους, αλλά και όσες άλλες χώρες προθυμοποιηθούν, θα φροντίσουν να προετοιμάσουν επικοινωνιακά το έδαφος για την αναγνώριση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Το ερώτημα που τίθεται από τους εμπνευστές του αμερικανικού σχεδίου είναι, φυσικά, ποια στάση θα τηρήσει το Ισραήλ, όταν «θα κληθεί να συζητήσει και να συμφωνήσει τη μερική, αν όχι ολική, απόσυρση των εβραϊκών εποικισμών στη Δυτική Οχθη, τον καθορισμό παλαιστινιακής πρωτεύουσας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, την ανοικοδόμηση της Γάζας και την αναδιαμόρφωση των μηχανισμών ασφαλείας σε Δυτική Οχθη και Γάζα». Παράγοντες που επεξεργάζονται τη συνολική πρόταση ελπίζουν ότι «οι εγγυήσεις ασφάλειας που θα προταθούν, σε συνδυασμό με την εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία και άλλα αραβικά κράτη, θα αποτελέσουν ένα “πακέτο παροχών” που δύσκολα θα απορριφθεί από τους Ισραηλινούς».
Οπως υποστηρίζει η Washington Post, αυτό που προβληματίζει τη διακυβέρνηση Μπάιντεν και τους Αραβες διαπραγματευτές είναι το εξής: Εάν το Ισραήλ προχωρήσει σε χερσαίες επιχειρήσεις στη Ράφα άμεσα, υπάρχει το ενδεχόμενο να σκοτωθούν οι εναπομείναντες Ισραηλινοί όμηροι. Εάν αυτό συμβεί, τότε οι Ισραηλινοί δεν θα έχουν πια λόγο να συζητήσουν με σοβαρότητα μια νέα εκεχειρία.
Υπό το κράτος ανησυχίας για την έκβαση των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, φαίνεται πως το περιβάλλον του Αμερικανού προέδρου δεν έχει την υπομονή να «διαβάσει» την ισραηλινή πραγματικότητα.
Ισραηλινοί διπλωμάτες επιβεβαιώνουν εν πολλοίς τις πληροφορίες που δημοσίευσε η Washington Post, προσθέτοντας ότι οι αμερικανικές μεθοδεύσεις είναι γνωστές στο Ισραήλ. Η δημοσιοποίηση των αμερικανικών προθέσεων κατάφερε το αντίθετο από αυτό που ίσως επιδιώκει η διακυβέρνηση Μπάιντεν. Οι κυβερνητικοί εταίροι του Νετανιάχου συσπειρώθηκαν υπέρ του, σε μια περίοδο πλείστων ενδοκυβερνητικών διαφωνιών εν μέσω πολέμου. Παράλληλα, ο ηγέτης της κεντροαριστερής αξιωματικής αντιπολίτευσης, Γιαΐρ Λαπίντ, δείχνει αμήχανος από μια τόσο προωθημένη ενδεχόμενη κίνηση εκ μέρους του (οικείου σε αυτόν) περιβάλλοντος των Δημοκρατικών.
Αλλωστε, μόλις μία εβδομάδα νωρίτερα συζητούσε την εισδοχή του στην κυβέρνηση Νετανιάχου και στήριζε δημόσια την ανάγκη συνέχισης του πολέμου μέχρι την κατάρρευση της Χαμάς.
Αναμφίβολα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο πρόεδρος Μπάιντεν γνωρίζουν το Ισραήλ πολύ καλά. Ωστόσο, υπό το κράτος ανησυχίας για την έκβαση των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, φαίνεται πως το περιβάλλον Μπάιντεν δεν έχει την υπομονή να «διαβάσει» την ισραηλινή πραγματικότητα, όπως αυτή αναδιαμορφώθηκε από τις 7 Οκτωβρίου και μετά. Συγκεκριμένα: Οι κρατικοί θεσμοί (και όχι μόνο ο Νετανιάχου προσωπικά!) δεν ανέκτησαν ακόμα την εμπιστοσύνη του μέσου πολίτη. Πάνω από 200.000 Ισραηλινοί δεν γνωρίζουν πότε θα επιστρέψουν με ασφάλεια στις εστίες τους. Η εκρίζωση της Χαμάς δεν επετεύχθη και τα ηγετικά στελέχη της συνεχίζουν να τη διοικούν. Υπό τις παρούσες συνθήκες, λοιπόν, καμία ισραηλινή κυβέρνηση με οποιοδήποτε ιδεολογικό πρόσημο δεν θα δεχόταν να συζητήσει τυχόν απόσυρση εποικισμών ή την αναγνώριση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους (έστω με πρωτεύουσα την ταπεινή κωμόπολη Αμπού Ντις και όχι καθαυτήν την Ανατολική Ιερουσαλήμ).
Από την άλλη, η αμερικανική τακτική των «ίσων πιέσεων» προς Ισραήλ, Χαμάς και Παλαιστινιακή Αρχή αποτελεί πράγματι τον μονόδρομο για να ξεκινήσει μια ειρηνευτική διαδικασία με σοβαρή προοπτική. Είναι πολύ πιθανό οι διαρροές που δημοσιοποιήθηκαν να αποτελούν προμήνυμα των ΗΠΑ είτε ότι δεν θα εμποδίσουν είτε ότι θα προωθήσουν ενεργά την αναβάθμιση της Παλαιστινιακής Αρχής σε πλήρες μέλος του ΟΗΕ ως «Κράτος της Παλαιστίνης». Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος τείνει να υποτιμά το δεδομένο ότι όλα αυτά συμβαίνουν εν καιρώ πολέμου – και αυτήν τη λεπτομέρεια οι Ισραηλινοί δύσκολα θα ξεχάσουν.
*Ο κ. Γαβριήλ Χαρίτος διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου στο Πανεπιστήμιο Μπεν Γκουριόν και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.