Από τότε που ανέλαβα τα καθήκοντα του πρέσβη της Σερβίας στην Ελλάδα είχαμε διαφορετικές συνθέσεις της Βουλής των Ελλήνων. Δύο Προέδρους της Δημοκρατίας, δύο πρωθυπουργούς, έως και έξι υπουργούς Εξωτερικών. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ άλλαξαν αρχηγούς, Αθήνα και Θεσσαλονίκη άλλαξαν δημάρχους.
Οι θητείες που αναφέρω δεν είχαν μικρή διάρκεια, απλώς η δική μου κράτησε πολύ. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου οι μόνοι που δεν άλλαξαν ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ και ο περιφερειάρχης Κρήτης. Ναι, και ο διευθυντής της «Καθημερινής», μιας εφημερίδας –την οποία ανελλιπώς διάβαζα μόλις άρχισα να κατέχω την ελληνική γλώσσα– που τόσο ευγενικά μου παραχωρεί σήμερα το βήμα για να πω δυο λόγια, με αφορμή τη λήξη της θητείας μου.
Είμαι ευγνώμων, εκ των προτέρων, στους αναγνώστες που κατανοούν την πρόθεσή μου, τη σύνταξη ενός κειμένου που δεν αποτελεί ένα συμβατικό και ευγενικό αντίο. Δεν θα επεκταθώ σε περιγραφή ή έκθεση των διπλωματικών επιτευγμάτων αναφορικά με την εδραίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο εξαιρετικά φιλικών χωρών και των δύο αδελφικών λαών μας. Θα αξιοποιήσω τις παρακάτω γραμμές για να μεταφέρω μερικά από τα συναισθήματα που με ενώνουν με την Ελλάδα. Τη δική μου Ελλάδα. Τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, τη συνομήλική μου, μιας και γεννηθήκαμε την ίδια χρονιά.
Τα τελευταία 50 χρόνια έχω δει την Ελλάδα να εξελίσσεται σε διαφορετικά στάδια. Από τους σκονισμένους δρόμους και τα μεταχειρισμένα ιαπωνικά αυτοκίνητα στα μέσα της δεκαετίας του ’80, μέχρι τη μετάλλαξή της σε μια χώρα που δύσκολα αναγνώρισα μόλις δέκα χρόνια αργότερα. Σε καλές και σε άσχημες στιγμές. Από τις ένδοξες και εορταστικές στιγμές, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας και ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, μέχρι κάποιες δραματικές κρίσεις, μεγάλα ανθρώπινα δεινά και τραγωδίες.
Τη συνάντησα πολλές φορές, σε διαφορετικές περιόδους της ζωής μου, και άλλες τόσες την αποχαιρέτησα. Στην Ελλάδα ήρθα για πρώτη φορά πριν από 40 χρόνια από τη Γιουγκοσλαβία, μια χώρα που βρέθηκε στην άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος με τη συμφωνία Τσώρτσιλ και Στάλιν. Εμαθα για όλα αυτά που στη χώρα μου, εκείνη την περίοδο, δεν ήταν επιτρεπτά και επιθυμητά να τα γνωρίζει κανείς. Εδώ πραγματοποιήθηκαν η πρώτη μου συνάντηση με τη σύγχρονη δημοκρατία και τις ελεύθερες εκλογές, η εισαγωγή μου στην Ορθοδοξία, η κατήχησή μου και η βάπτισή μου στη Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Oρους.
Γνώρισα την Ελλάδα για πρώτη φορά, πρόσωπο με πρόσωπο, στα τέλη της άνοιξης του 1985. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρα αισθητό. Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ενώ ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μόλις λίγους μήνες πριν είχε γίνει ο ηγέτης της ΕΣΣΔ. Hμουν έντεκα χρόνων και, ως παιδί δύο Σέρβων δημοσιογράφων, είχα ήδη μια κάπως διαμορφωμένη εικόνα για τη φίλη χώρα και τον αδελφό λαό που ζει σε αυτή. Από τη στιγμή που ο πατέρας μου, η μητέρα μου και εγώ περάσαμε τα σύνορα στους Ευζώνους, με ενθουσιασμό κατέγραφα κάθε λεπτομέρεια παρατηρώντας κυρίως τις διαφορές που υπήρχαν σε σχέση με τη χώρα μας.
Μπαμπά, τι είναι ΠΑΣΟΚ;
Εκτός από την κόκα κόλα σε κουτάκι, που πωλούνταν μόνο σε γυάλινα μπουκάλια στην κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία εκείνη την εποχή, τράβηξαν την προσοχή μου επίσης τα συνθήματα, γραμμένα παντού με πράσινο χρώμα. Ρώτησα τους γονείς μου τι είναι το ΠΑΣΟΚ και γιατί είναι γραμμένη αυτή η λέξη σε κάθε αερογέφυρα και σε κάθε κολόνα κατά μήκος του αυτοκινητοδρόμου. Μου εξήγησαν ότι, σε αντίθεση με τη μονοκομματική Γιουγκοσλαβία, χάρη σε έναν πολιτικό ονόματι Κωνσταντίνο Καραμανλή στην Ελλάδα γίνονται δημοκρατικές εκλογές, όπου διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις ανταγωνίζονται ελεύθερα. Συμπεριλαμβανομένων και των κομμουνιστών.
Oταν έφθασα στην Ελλάδα στα μέσα Φεβρουαρίου του 2016, αυτή τη φορά ως πρέσβης της Σερβίας, ακολούθησα την ίδια διαδρομή. Eτυχε την ημέρα εκείνη να κάνουν απεργία οι αγρότες σε όλη τη χώρα. Η εθνική οδός από τους Ευζώνους μέχρι την Αθήνα ήταν αποκλεισμένη σε πολλά σημεία, αλλά οι Ελληνες αγρότες με άφηναν να περνάω ελεύθερα μόλις έβλεπαν σερβικές πινακίδες, μάθαιναν ποιος είμαι, πού και γιατί πηγαίνω. Δεν μπορούσα να μην επαναφέρω στη μνήμη μου την πρώτη μου επαφή με την Ελλάδα και τους γονείς μου. Σταμάτησα να βάλω βενζίνη στο ίδιο πρατήριο καυσίμων αμέσως μετά τη διέλευση των συνόρων. Σαράντα χρόνια μετά, η ίδια κόκα κόλα σε κουτάκι, μόνο που αυτή τη φορά ήταν light. Και αντί συνθημάτων με έντονο πράσινο χρώμα, υπήρχαν ξεθωριασμένα κόκκινα συνθήματα με τη λέξη ΣΥΡΙΖΑ και το κάλεσμα στο «Οχι» στο δημοψήφισμα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου επαγγελματική επίσκεψη στην Κρήτη λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 2017. Στην ευρύτερη παρέα υπήρχε και ένας Ευρωπαίος συνάδελφος που συνεχώς, από το πρωί μέχρι το βράδυ, έβρισκε ελαττώματα στους Ελληνες και στην Ελλάδα. Ολα τον ενοχλούσαν. Ενώ περπατούσαμε στους δρόμους των Χανίων, ένα βροχερό πρωινό, δεν σταμάτησε να μουρμουρίζει: «Κοίτα αυτόν, δεν φοράει ζώνη, κοίτα αυτήν, πέρασε με κόκκινο και οδηγεί στο αντίθετο ρεύμα, κοίτα αυτούς τους τρεις, καπνίζουν στο αυτοκίνητο». Αργά εκείνο το απόγευμα, αφού διασχίσαμε το φαράγγι της Iμβρου και φθάσαμε στις ακτές του Λιβυκού Πελάγους, βρεθήκαμε σε έναν οικισμό με ελάχιστα σπίτια. Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει και στα γύρω βουνά άρχισε να χιονίζει. Τον ανυπόφορο διπλωμάτη τώρα πλέον διέκρινε η σιωπή, καθώς ήταν ανήσυχος για το πώς θα επιστρέψουμε στο σημείο που πριν από λίγες ώρες σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας.
Το πιο όμορφο και πολύτιμο που έχει η Ελλάδα είναι οι άνθρωποί της, αυτοί που ζουν κάτω από τον γαλάζιο ελληνικό ουρανό. Αν και ένα απλό ευχαριστώ είναι πολύ λίγο, τους το οφείλω όμως για την αξεπέραστη φιλοξενία και τη μεγάλη αγάπη με την οποία με αγκάλιαζαν σε κάθε μου βήμα.
Eτσι πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι όπως ήμασταν από το κρύο, μας εντόπισε ένας μαυροφορεμένος Κρητικός. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι μας συμβαίνει. Oχι μόνο μας τάισε και μας πότισε στο σπίτι του, αλλά μας μετέφερε με το παλιό του βανάκι στο ορεινό σημείο όπου αφήσαμε τα αυτοκίνητά μας στην είσοδο του φαραγγιού. Τον περίεργο συνάδελφό μου δεν ενοχλούσε πλέον ούτε εάν φοράμε ζώνες, ούτε εάν καπνίζουμε στο αυτοκίνητο. Ενώ ακολουθούσαμε τον γεμάτο στροφές δρόμο που από τα Λευκά Ορη οδηγεί στα Χανιά, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και του είπα ότι οι Ελληνες μπορεί περιστασιακά να διαπράττουν κάποια μικρή τροχαία ή άλλη παράβαση, αλλά την ανθρωπιά και τη φιλοξενία, το ελληνικό φιλότιμο δεν μπορεί να τα ενσταλάξει στην ψυχή του ανθρώπου κανένας κανονισμός των Βρυξελλών.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια, ως πρέσβης της Σερβίας, μοιράστηκα μαζί με τους Ελληνες γιορτές, ανησυχίες και στενοχώριες. Γιόρτασα ονομαστικές γιορτές, γεννήσεις και γάμους, συνόδευσα στο τελευταίο τους ταξίδι τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Κάρολο Παπούλια. Οσο καλύτερα και βαθύτερα γνώριζα την Ελλάδα, την πραγματική και ομορφότερη πλευρά της, συχνά κεκαλυμμένη από τη συνηθισμένη τουριστική προσφορά –από τα προάστια της Θεσσαλονίκης, όπως είναι οι Σαράντα Εκκλησιές και η Τριανδρία, τα Επτάνησα στις αρχές της άνοιξης και τα Δωδεκάνησα στα τέλη του φθινοπώρου, μέχρι και τα χιονισμένα οροπέδια του Ψηλορείτη, πάνω από τα Ανώγεια–, μου ήταν όλο και ομορφότερη. Μου άρεσε όλο και περισσότερο και μου ήταν όλο και πιο δύσκολο να την αποχωριστώ. Αυτός ο αποχαιρετισμός, μετά από οκτώ χρόνια συνεχούς διαμονής στην Ελλάδα και ζώντας με τους Ελληνες, είναι ο πλέον δύσκολος.
Γράφοντας το βιβλίο «Ελλάδα: Ο αγώνας για την Ανεξαρτησία, η Συγκρότηση του Κράτους και η Παλιγγενεσία του Εθνους», αλλά και από την προσωπική μου εμπειρία, συνειδητοποίησα ότι, από πολιτικής και πολιτιστικής απόψεως, τελικά, στην έννοια του σύγχρονου εθνικού χαρακτήρα και της σημερινής ταυτότητας των Ελλήνων, στο σύνολό τους, η αίσθηση του μέτρου είναι η μεγαλύτερη ελληνική αρετή. Ενα είδος ελληνικής ισορροπίας, δηλαδή η νίκη της μέσης γραμμής ως αποτέλεσμα όλων των δυνάμεων.
Η επιτυχής συμφιλίωση και σύνθεση των αντίπαλων άκρων –της Ανατολής και της Δύσης, του παραδοσιακού και του σύγχρονου, της Ορθοδοξίας και του Διαφωτισμού, της εθνικής υπερηφάνειας και της επίγνωσης των αδυναμιών μας, του ισχυρού κράτους και της δημοκρατίας, του ισχυρού στρατού και του πολιτικού του ελέγχου– είναι η μεγαλύτερη νίκη των σημερινών Ελλήνων.
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα του Καραμανλή και του Παπανδρέου δεν έφθασε τόσο εύκολα σε αυτή τη νίκη. Σίγουρα όχι πριν οι διάφορες ακρότητες αποδειχθούν λανθασμένες και μετά από όχι και τόσο σπάνιες αιματηρές εσωτερικές συγκρούσεις.
Εθνική ανασφάλεια
Αν τολμούσα μετά από οκτώ χρόνια συνύπαρξης να προβώ σε μια κριτική ως προς τους Ελληνες, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτήν που κάνω και στους συμπολίτες μου: η περιστασιακή έλλειψη αυτοεκτίμησης. Μια έλλειψη η οποία συχνά συνοδεύεται από ανεπαρκή αυτοπεποίθηση και ταυτόχρονα από μια υπερβολική γοητεία για ξενόφερτα στοιχεία. Αρα, απόκλιση από τη μέση γραμμή. Απόκλιση από την αρχαία αφετηρία του μέτρου.
Η Ελλάδα είναι μια εκπληκτικά ωραία χώρα. Ωστόσο, η μεγαλύτερη ομορφιά της δεν έγκειται στο φυσικό της κάλλος. Ο μεγαλύτερος πλούτος της δεν είναι οι φυσικοί της πόροι. Το πιο όμορφο και πολύτιμο που έχει η Ελλάδα είναι οι άνθρωποί της, αυτοί που ζουν κάτω από τον γαλάζιο ελληνικό ουρανό. Από την Κέρκυρα μέχρι το Καστελλόριζο, από το Διδυμότειχο μέχρι τα Σφακιά. Οι δικοί της άνθρωποι, οι Ελληνίδες και οι Ελληνες.
Αν και ένα απλό ευχαριστώ είναι πολύ λίγο, τους το οφείλω όμως για την αξεπέραστη φιλοξενία και τη μεγάλη αγάπη με την οποία με αγκάλιαζαν σε κάθε μου βήμα. Τίποτα δεν θα μπορέσει να ξεθωριάσει ή να σβήσει τη θύμησή της. Ούτε καν η χιλιομετρική απόσταση, που για την αγάπη είναι ό,τι ο άνεμος για τη φωτιά. Τις μικρές φωτιές τις σβήνει, ενώ τις μεγάλες τις θεριεύει.
O κ. Ντούσαν Σπάσογιεβιτς είναι πρέσβης της Δημοκρατίας της Σερβίας και συγγραφέας του βιβλίου «Ελλάδα: Ο αγώνας για την Ανεξαρτησία, η Συγκρότηση του Κράτους και η Παλιγγενεσία του Εθνους».