Τη νύχτα της 28ης Ιουλίου η ομάδα της ΑΝΙΜΑ δέχθηκε κλήσεις από πολίτες για ένα τραυματισμένο πλατώνι στον προαύλιο χώρο ξενοδοχείου στην περιοχή Κιοτάρι της Ρόδου.
Εξαιτίας των πυρκαγιών που έκαιγαν για πάνω από δέκα ημέρες στο νησί, το ζώο στον πανικό του αποπροσανατολίστηκε και χτυπήθηκε από αυτοκίνητο με αποτέλεσμα δύο πολύ σοβαρά κατάγματα στα δύο μπροστινά του άκρα.
Ο κτηνίατρος της ΑΝΙΜΑ, Γρηγόρης Μαρκάκης και τα μέλη της ομάδας διάσωσης της ομάδας, Ηλίας Νικολάου και Μαρία Καλλιντέρη έσπευσαν στο σημείο.
«Το ζώο ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και χρειαζόταν να γίνει αναισθησία. Ετσι με χρήση φυσοκάλαμου, αναισθητοποιήσαμε το πλατώνι και το μεταφέραμε με όχημα του Δασαρχείου σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Κυνηγετικού Συλλόγου Ρόδου. Μετά την πρώτη κλινική και ορθοπεδική εξέταση, εντοπίστηκε αρθροπάθεια στον δεξί ώμο και κάκωση στο αριστερό μετακάρπιο», εξηγεί στην «Κ» ο κτηνίατρος Γρηγόρης Μαρκάκης.
Το επόμενο βήμα ήταν το ελάφι να μεταφερθεί στην Αθήνα, στο Κτηνιατρικό Κέντρο Περιστερίου, όπου χειρουργήθηκε επιτυχώς από τον ορθοπεδικό κτηνίατρο Μπάμπη Χαραλαμπίδη με τη συνεργασία των κτηνιάτρων Αχιλλέα Ακρίβου, Γρηγόρη Μαρκάκη και Νότη Ψαρουδάκη.
Ο ακρωτηριασμός
«Το κάταγμα στο μπροστινό δεξί πόδι ήταν συντριπτικό και δυστυχώς δεν ήταν δυνατή η αποκατάστασή του, με αποτέλεσμα το ζώο να ακρωτηριαστεί.
Από την άλλη το κάταγμα στο μπροστινό αριστερό άκρο αντιμετωπίστηκε επιτυχώς», εξηγεί ο κτηνίατρος.
Αφού το νεαρό αρσενικό ελάφι χειρουργήθηκε, μεταφέρθηκε σε ειδικό χώρο στο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο, όπου παρέμενε υπό την εποπτεία κτηνιάτρων όλο αυτό το διάστημα.
«Οταν είχαμε εντοπίσει το ζώο, πέρα από τα κατάγματα, δεν παρουσίαζε κάποιο οργανικό πρόβλημα. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα ελάφια είναι θηλαστικά που στρεσάρονται πολύ εύκολα, ήμασταν όλοι επιφυλακτικοί ως προς την επιβίωσή του. Εν τέλει αποδείχτηκε μεγάλος μαχητής και σήμερα που μιλάμε είναι απολύτως υγιής, με ένα άκρο λιγότερο», σημειώνει ο κ. Μαρκάκης.
Επιστροφή στο σπίτι
Στις 27 Φεβρουαρίου το πλατώνι επέστρεψε στο σπίτι του, τη Ρόδο, όπου θα παραμείνει υπό επιτήρηση για μερικούς ακόμη μήνες από τον δασικό υπάλληλο, Βασίλη Χίου και τον κτηνίκατρο Παναγιώτη Μαργιέ.
«Το ελάφι στειρώθηκε, καθώς δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί άλλα αρσενικά εξαιτίας του ακρωτηριασμού του. Με την άφιξή του μεταφέρθηκε από το δασαρχείο στη “Φάρμα Στρουθοκαμήλων” όπου θα παραμείνει για τρεις μήνες μαζί με άλλα πλατώνια και θα παρακολουθείται από το Δασαρχείο της Ρόδου. Αν όλα πάνε καλά και καταφέρει να συμβιώσει αρμονικά και με τα άλλα πλατώνια, θα μεταφερθεί σε μία περιφραγμένη έκταση πολλών στρεμμάτων», καταλήγει ο κτηνίατρος της ANIMA.
Σε αναβρασμό οι αγρότες της Ρόδου
Σε αναβρασμό είναι οι αγρότες της Ρόδου με την παρουσία των ελαφιών στο νησί, αναφέροντας πως οι καλλιέργειές τους «υφίστανται σοβαρές συνέπειες από την ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού τους». Πριν από λίγες ημέρες, το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου ομόφωνα αποφάσισε –μεταξύ άλλων– «τη μείωση των ελαφιών στη Ρόδο άμεσα», χωρίς όμως να διασαφηνίζει τον τρόπο με τον οποίο προτείνει να συμβεί αυτό. Σημειώνεται ότι αρμόδιο επί του θέματος είναι το υπουργείο Περιβάλλοντος.
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε λίγο πριν την πυρκαγιά, τον Ιούλιο του 3023, από τον ΟΦΥΠΕΚΑ και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης εκτιμήθηκε πως ο πληθυσμός του πλατωνιού στη Ρόδο είναι μεταξύ 6.184 και 6.278. Στην έρευνα αναφέρεται πως η υψηλή πυκνότητα του πληθυσμού σε κάποιες περιοχές μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, καθώς και να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στην αγροτική οικονομία μιας περιοχής. Οι ερευνητές επισημαίνουν πως ενδείκνυται η σύλληψη και η μετατόπιση ελαφιών, ιδιαίτερα από περιοχές που το είδος προκαλεί ζημιές στις γεωργικές καλλιέργειες προς άλλες περιοχές του νησιού. Ωστόσο, ο ζωτικός χώρος των ελαφιών έχει περιοριστεί μετά την πυρκαγιά.
Το πλατώνι προστατεύεται από την εθνική και τη διεθνή νομοθεσία, ενώ περιλαμβάνεται και στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης. Επιπρόσθετα, συμπεριλαμβάνεται στη λίστα της Διεθνούς Ενωσης για τη Διατήρηση της Φύσης ως είδος «μειωμένου ενδιαφέροντος» και στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως «κινδυνεύον» σύμφωνα με το «Κόκκινο Βιβλίο».