Το εθνικό απολυτήριο «κλυδωνίζει» την ελάχιστη βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Αυτό είναι το κεντρικό σενάριο του επιτελείου του υπουργείου Παιδείας που μελετά τη νέα οργάνωση του λυκείου και το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στο πλαίσιο των αλλαγών στο σύστημα πρόσβασης θα ενισχυθεί ο ρόλος των πανεπιστημίων, καθώς εξετάζεται το ενδεχόμενο να καθορίζουν τον αριθμό των εισακτέων. Το νέο σύστημα αναμένεται να εφαρμοστεί από τους μαθητές που θα φοιτήσουν στην Α΄ Λυκείου τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Ειδικότερα, τα αρμόδια στελέχη του υπουργείου Παιδείας δηλώνουν πως η προετοιμασία του νέου συστήματος εισαγωγής εισήλθε στην τελική ευθεία. Είναι ενδεικτικό, όπως ανέφερε ο γενικός γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης Οδυσσέας Ζώρας, ότι οι μαθητές που θα φοιτήσουν στην Α΄ Λυκείου το επόμενο σχολικό έτος 2024-2025 θα εξετασθούν το 2027 με το νέο σύστημα. Η «Κ» στο φύλλο της 17ης Φεβρουαρίου παρουσίασε το βασικό σενάριο του νέου συστήματος.
Συγκεκριμένα, οι τελειόφοιτοι λυκείου θα παίρνουν εθνικό απολυτήριο αφού και στις τρεις τάξεις θα εξετάζονται σε όλα τα μαθήματα, με θέματα ίδια που θα έχουν βγει με κλήρωση από Τράπεζα Θεμάτων (Τ.Θ.), στα οποία θα έχουν πρόσβαση οι μαθητές.
Τα μισά θέματα θα επιλέγονται από τον διδάσκοντα του μαθήματος και τα άλλα μισά με κλήρωση από την Τ.Θ. Η επιτήρηση των εξετάσεων και η διόρθωση των γραπτών θα γίνεται από τους εκπαιδευτικούς του σχολείου. Ο τελικός βαθμός κάθε μαθήματος θα προκύπτει από τον βαθμό στις γραπτές εξετάσεις και τον βαθμό των τετραμήνων που θα βάζει ο καθηγητής. Αλλά ο βαθμός του καθηγητή θα προσαρμόζεται (πιθανόν +/-3) στον βαθμό των γραπτών εξετάσεων, ώστε να αντιμετωπισθούν τυχόν γενναιόδωροι βαθμοί από τους καθηγητές του σχολείου. Ο βαθμός του εθνικού απολυτηρίου θα προκύπτει από τους βαθμούς των δύο τελευταίων ή και των τριών τάξεων.
Ο βαθμός πρόσβασης
Για την εισαγωγή στα ΑΕΙ οι μαθητές θα παίρνουν βαθμό πρόσβασης που θα προκύπτει από τον μέσο όρο των βαθμών στις εξετάσεις στα τέσσερα μαθήματα προσανατολισμού Γ΄ Λυκείου. Με αυτόν θα υποβάλλουν μηχανογραφικό δελτίο για τα ΑΕΙ, όπως και τώρα. Για να αποκτήσει κάποιος βαθμό πρόσβασης θα πρέπει να έχει πάρει εθνικό απολυτήριο. Η στόχευση του υπουργείου είναι οι μαθητές να ολοκληρώνουν το λύκειο έχοντας βασικές γνώσεις σε όλα τα μαθήματα και όχι μόνο σε όσα θα δώσουν για να περάσουν στο πανεπιστήμιο. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό μελετάται για την απόκτηση του εθνικού απολυτηρίου να είναι απαραίτητο να έχει ένα πιστοποιητικό γλωσσομάθειας (που θα χορηγείται από δημόσιο φορέα) σε μία από τις ξένες γλώσσες που διδάσκονται στο σχολείο.
Βέβαια, καθώς οι μαθητές θα παίρνουν ένα αξιόπιστο απολυτήριο, τίθεται το ερώτημα γιατί θα χρειάζεται η ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ).
Από το 2027 η είσοδος στο πανεπιστήμιο θα γίνεται με βάση τον βαθμό του εθνικού απολυτηρίου – Θα προκύπτει από τους βαθμούς των δύο τελευταίων ή και των τριών τάξεων του λυκείου.
Η ΕΒΕ για κάθε ΑΕΙ εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2021 με στόχο να μην εισέρχονται στα πανεπιστήμια υποψήφιοι με πολύ χαμηλές βαθμολογίες. Στοιχείο που επηρέαζε αρνητικά το ακαδημαϊκό επίπεδο κάθε ΑΕΙ. Είναι ενδεικτικό ότι το 2020 υποψήφιος εισήχθη σε ΑΕΙ συγκεντρώνοντας μόλις 625 μονάδες, με άριστα τις 20.000 μονάδες. Δηλαδή παρέδωσε ουσιαστικά λευκή κόλλα στα μαθήματα, αφού ο μέσος όρος του αντιστοιχεί στο 0,625. Επίσης, υποψήφιοι εισήχθησαν σε τμήματα μαθηματικών και φυσικής με μέσο όρο στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα 3 και 6. Συνολικά ο ένας στους τρεις υποψηφίους εισήχθη με βαθμό κάτω από τη βάση. Τώρα, η θεσμοθέτηση του εθνικού απολυτηρίου ανατρέπει την εικόνα και το σενάριο που επικρατεί είναι να καταργηθεί η ελάχιστη βάση εισαγωγής.
Ο αντίλογος
Ο αντίλογος, όμως, εντός του υπουργείου, λέει ότι η ελάχιστη βάση εισαγωγής είναι απαραίτητη διότι μπορεί ένας μαθητής να πάρει απολυτήριο με μέσο όρο π.χ. 10, αλλά στα τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα να έχει βαθμούς περί του 7. Αυτή την περίοδο στο υπουργείο Παιδείας γίνονται προσομοιώσεις για το ποιοι είναι οι κατώτεροι δυνατοί βαθμοί στα τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, ώστε με την πριμοδότηση (με άριστους βαθμούς) στα δευτερεύοντα, ένας τελειόφοιτος να μπορεί να πιάσει τη βάση του 10 στο εθνικό απολυτήριο. Επίσης, ένα σενάριο είναι ένας υποψήφιος να μπορεί να έχει βαθμολογηθεί κάτω από τη βάση μόνο στα δύο μαθήματα που δεν είναι βαρύτητας.
Από την άλλη, θεωρείται δεδομένο ότι θα αυξηθούν οι μετεξεταστέοι καθώς ενισχύεται ο βαθμός δυσκολίας των εξετάσεων και περιορίζεται η βαρύτητα των προφορικών βαθμών. Για τον λόγο αυτό θα δοθεί η δυνατότητα στους τελειοφοίτους να εξετάζονται όχι μόνο στις επαναληπτικές εξετάσεις του Ιουνίου αλλά και μία δεύτερη φορά τον Σεπτέμβριο (ή τον Φεβρουάριο). Επίσης, εξετάζεται τα πανεπιστήμια να καθορίζουν τον αριθμό των εισακτέων τους.
Το καινούργιο σχέδιο μοιάζει αρκετά με το σύστημα Αρσένη, που καθιερώθηκε επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Μέχρι τώρα έχουν μετρηθεί πάνω από 40 –μικρές ή μεγαλύτερες– αλλαγές στο σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Οι εισαγωγικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση καθιερώθηκαν ακριβώς 60 χρόνια πριν, το 1964, και οι βασικότεροι λόγοι ήταν η διασφάλιση του αδιάβλητου του συστήματος αλλά και η ανάγκη να μην ταλαιπωρούνται οι μαθητές, που έως τότε ήταν αναγκασμένοι να μετακινούνται στις έδρες των πανεπιστημίων, Αθήνα και Θεσσαλονίκη τότε, για να πάρουν μέρος στις εξετάσεις, τις οποίες τότε οργάνωνε κάθε σχολή.
Το μακροβιότερο σύστημα αποδείχθηκε αυτό των «Δεσμών», καθώς εφαρμόστηκε από το 1983 έως και το 1999. Οι υποψήφιοι διάλεγαν μία από τις τέσσερις Δέσμες, οι οποίες οδηγούσαν σε συγκεκριμένες ομάδες σχολών. Οι υποψήφιοι εξετάζονταν σε τέσσερα μαθήματα. Εκτοτε όλα τα συστήματα ακολουθούν τη φιλοσοφία των «Δεσμών».