Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα σε θέσεις ευθύνης, αποτελεί μια διαχρονική και κομβικής σημασίας οικονομική πρόκληση για τη χώρα μας, παράλληλα με τις κοινωνικοπολιτικές της διαστάσεις. Σε μια περίοδο μάλιστα που η συζήτηση για συμπερίληψη, κοινωνική δικαιοσύνη και ίση μεταχείριση έχει ανοίξει για τα καλά, τα στοιχεία, παρά τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών, επιμένουν να δείχνουν την ύπαρξη ενός διαρθρωτικού οικονομικού προβλήματος με άμεσες, αρνητικές συνέπειες στην αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης και την αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας: Οι Ελληνίδες βρίσκονται πρώτες στους δείκτες ανεργίας, μερικής απασχόλησης και χαμηλόμισθης αμοιβής σε σχέση με τους άνδρες ίδιας ηλικίας, και παραμένουν ισχνή μειοψηφία σε θέσεις ευθύνης, διατηρώντας στην ουσία τη θέση του «ασθενούς φύλου».
Μιλούν τα στοιχεία
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά και άκρως απογοητευτικά:
Στην Ελλάδα απασχολείται το 52,4% των γυναικών. Είναι η δεύτερη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. μετά την Ιταλία που έχει 52,3%. Οι δύο χώρες είναι οι μόνες στην Ε.Ε.-27 με ποσοστά απασχόλησης των γυναικών χαμηλότερα του 60%. Η ανεργία των γυναικών είναι σχεδόν διπλάσια από την ανεργία των ανδρών με τη διαφορά να προσεγγίζει τις 5 μονάδες. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά το δ΄ τρίμηνο του 2023 η ανεργία στις γυναίκες ήταν 12,9% με 268,9 χιλ. άνεργες έναντι 8,5% στους άνδρες με 219,7 χιλ. ανέργους. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 13 γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας, μόνο σε τέσσερα η απασχόληση των γυναικών ξεπερνάει το 50%. Οσο για τις αποκλίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι μεγαλύτερες καταγράφονται στη Στερεά Ελλάδα (28,4%), στο Νότιο Αιγαίο (25,5%), στα Ιόνια Νησιά (24%) και στη Δυτική Ελλάδα (23,5%), ενώ η μικρότερη καταγράφεται στην Αττική (14,3%). Αλλά και τα στοιχεία της ΔΥΠΑ αποτυπώνουν σταθερά ότι τουλάχιστον το 60% των εγγεγραμμένων ανέργων είναι γυναίκες και μάλιστα αρκετές σε μακροχρόνια ανεργία, η οποία καλύπτει το 50% του συνόλου των ανέργων.
Οικονομική και κοινωνικο-πολιτική πρόκληση η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, αλλά και ως επικεφαλής σε τμήματα.
Παράλληλα, τίθεται ζήτημα ποιότητας της εργασίας, καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΓΣΕΕ, παρατηρείται εκ νέου αύξηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου από το 2020 κυρίως για το γυναικείο εργατικό δυναμικό.Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ το ποσοστό μερικής απασχόλησης για τις γυναίκες εργαζόμενες ανέρχεται στο 13,8%, ενώ στους άνδρες σε 5,1%. Δηλαδή 1 στις 7 γυναίκες στην Ελλάδα εργάζεται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, και άρα αμείβεται με χαμηλό μισθό.
Ενδεικτική είναι η έρευνα του ΣΕΒ, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες έχουν μέσο μεικτό μισθό κατά 13% χαμηλότερο από τον αντίστοιχο μισθό των ανδρών, ήτοι 1.115 ευρώ για τις γυναίκες και 1.284 ευρώ για τους άνδρες.
Σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, η διαφορά των συνολικών αποδοχών μεταξύ των δύο φύλων ανέρχεται σε 45,2%, την ώρα που ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 41,1%.
Το 53% των επιχειρήσεων έχει μηδενική ή πολύ περιορισμένη συμμετοχή γυναικών στο διοικητικό συμβούλιο –οριακά έως το 15%–, ενώ 1 στις 10 επιχειρήσεις δεν εμπιστεύεται γυναίκα επικεφαλής. Παράλληλα, η διακοπή της καριέρας για τη φροντίδα των παιδιών φαίνεται πως είναι… γυναικεία υπόθεση με ποσοστό 49,7%, έναντι μόλις 4% των ανδρών. Αντίστοιχη βέβαια είναι και η υστέρηση στις συντάξεις, όπως δείχνουν και τα τελευταία στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Ηλιος». Ο περιορισμένος σε χρόνο και διάρκεια εργασιακός βίος έχει ως αποτέλεσμα περίπου 1.000.000 άνδρες συνταξιούχοι να μοιράζονται συνολικό ποσό της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ για την κύρια σύνταξή τους, έναντι περίπου 900.000 γυναικών που λαμβάνουν συνολικά ποσά κύριων συντάξεων που δεν ξεπερνούν τα 850 εκατ. ευρώ.
Σε αυτό το πλαίσιο, το γυναικείο ποσοστό απασχόλησης έχει συγκριτικά πολύ μεγαλύτερα περιθώρια αύξησης και άρα συμβολής στην αύξηση του γενικού ποσοστού απασχόλησης. Γι’ αυτό και η υλοποίηση μιας ενεργητικής πολιτικής αύξησης του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης αποτελεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, κομβικής κατεύθυνσης πολιτική για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
Κίνητρα ένταξης
Αναλυτικά, οι επιστήμονες ξεκαθαρίζουν ότι η αύξηση του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης και η μείωση των ανισοτήτων φύλου στην αγορά εργασίας, προκειμένου να αυξηθούν τα κίνητρα για την περαιτέρω ένταξη των γυναικών σε αυτήν, μπορούν να συμβάλουν σημαντικά όχι μόνο στην αύξηση της παραγωγικότητας και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και στην άμβλυνση του δημογραφικού προβλήματος. Και ξεκαθαρίζουν πως εάν δεν απαγκιστρωθεί η ελληνική κοινωνία από την προκατάληψη ότι η γυναίκα διαθέτει επικουρικό ρόλο στην αγορά εργασίας, η χώρα μας δεν θα μπορέσει να την εντάξει αποτελεσματικά αλλά και να την προασπίσει από συνθήκες έντονης διάκρισης, οι οποίες την θέτουν προ του διλήμματος: οικογένεια ή καριέρα. Καταλήγουν δε, πως η σχέση αγοράς εργασίας και δημογραφικής κρίσης δεν είναι μονόπλευρη αλλά τροφοδοτείται αμφίπλευρα.