Από την 1η Απριλίου ο νέος κατώτατος μισθός στη χώρα μας διαμορφώνεται στα 830 ευρώ, μεικτά. Πόσο όμως αυτή η αύξηση, από τα 780 ευρώ που ίσχυε μέχρι σήμερα, θα επηρεάσει τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους της χώρας μας; Σύμφωνα με τη Βάσω, που είναι 30 χρονών και εργάζεται τα τελευταία δύο χρόνια ως μπαρίστα σε ένα μαγαζί στο Αιγάλεω, η διαφορά είναι μάλλον αμελητέα, καθώς όπως σχολιάζει ισοδυναμεί περίπου με τον λογαριασμό του κινητού της. «Σίγουρα κάθε αύξηση είναι καλοδεχούμενη, θα περίμενα όμως να είναι μεγαλύτερη».
«Μέχρι πέρσι, που ζούσα μόνη μου, μετρούσα μέχρι και το τελευταίο σεντ που ξόδευα». Βάσω, 30 ετών, μπαρίστα
Ο μισθός που έχει συμφωνήσει η ίδια με την εργοδότριά της είναι ο βασικός, για πενθήμερη, οκτάωρη εργασία με σύμβαση αορίστου χρόνου. «Παίρνω 780 ευρώ μεικτά, πληρώνομαι βέβαια επιπλέον για όσες Κυριακές θα εργαστώ και παίρνω και κάποια φιλοδωρήματα. Ακόμα και με αυτές τις ενισχύσεις, τα καθαρά χρήματα που θα βγάλω τον μήνα σπάνια ξεπερνάνε τα 800 ευρώ καθαρά. Μέχρι πέρσι, που ζούσα μόνη μου, μετρούσα μέχρι και το τελευταίο σεντ που θα ξόδευα». Εδώ και έναν χρόνο η Βάσω συγκατοικεί με τον σύντροφό της που εργάζεται ως οδηγός φορτηγών. Ο μισθός του είναι περίπου στα 1.500 ευρώ καθαρά τον μήνα. Οι δυο τους κάνουν προσεκτική διαχείριση των οικονομικών τους, για τη Βάσω όμως το γεγονός ότι μοιράζεται με κάποιον άλλον τα μηνιαία έξοδα είναι τεράστια υπόθεση.
«Από τα 18 μου που έφυγα από την πόλη καταγωγής μου ζω μόνη μου, ενώ εδώ και δεκαετία συντηρούμαι και μόνη μου. Ο υψηλότερος μισθός που έχω λάβει ποτέ ήταν τα 1.000 ευρώ, μια περίοδο που εργαζόμουν σεζόν σε νησιά. Πλέον δεν έχω τις αντοχές να το κάνω, τα ωράρια και οι συνθήκες ήταν εξουθενωτικά». Οι αυξήσεις των ενοικίων, οι φουσκωμένοι λογαριασμοί καθώς και η ακρίβεια των τροφίμων είχαν οδηγήσει τη Βάσω σε απόγνωση. «Το να βρω μια φίλη-συγκάτοικο σε αυτήν την ηλικία, ενώ έχω μάθει να ζω τόσα χρόνια μόνη μου, ήταν για μένα πισωγύρισμα. Αν όμως δεν είχα γνωρίσει τον σύντροφό μου δεν ξέρω τι θα έκανα». Η Βάσω δεν διστάζει να παραδεχθεί πως υπό άλλες, καλύτερες οικονομικές συνθήκες, η συγκατοίκηση του ζευγαριού ίσως να μη συνέβαινε τόσο γρήγορα. «Σίγουρα κάποια στιγμή θα μέναμε μαζί γιατί αγαπιόμαστε πολύ, αλλά ταυτόχρονα όλα είναι πιο εύκολα τώρα που είμαστε δύο. Αυτή είναι η αλήθεια».
«Περισσεύει μήνας στο τέλος του μισθού και όχι το αντίστροφο». Χάρης, 25 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος
Ο 25χρονος Χάρης βρίσκεται στο στάδιο που περιγράφει η Βάσω, καθώς ζει και συντηρείται μόνος του, χωρίς στήριξη από την οικογένειά του. Εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος στον χώρο της ψυχαγωγίας τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Το ωράριό του δεν είναι σταθερό, όταν όμως δουλεύει full time, τα χρήματα που παίρνει είναι 670 ευρώ καθαρά, συν τις υπερωρίες που τις πληρώνεται κανονικά. Oπως σχολιάζει, «ο κατώτατος μισθός δεν είναι σε καμία περίπτωση αρκετός για την Ελλάδα του 2024, ειδικά όταν μένεις μόνος σου. Δεν έχεις κάποια οικονομική στήριξη από πουθενά αλλού και ζεις σε άλλη πόλη μακριά από τα συγγενικά σου πρόσωπα». Ο ίδιος ιδανικά θα ήθελε να εργάζεται στον τομέα που έχει σπουδάσει, δηλαδή την ηχοληψία.
«Ο κλάδος μου κατά κύριο λόγο εμπίπτει στην κατηγορία του ημερομίσθιου, οπότε το ρίσκο είναι πολύ υψηλό. Μπορεί δηλαδή για έναν μήνα να εργάζομαι, αλλά τους επόμενους τρεις να είμαι άνεργος. Οπότε έχω επιλέξει να κάνω δύο δουλειές παράλληλα: εργάζομαι ως ιδιωτικός υπάλληλος το πρωί και το βράδυ αναλαμβάνω πρότζεκτ ως ηχολήπτης για καλλιτέχνες, ακόμα και για ελάχιστα χρήματα, προκειμένου να μη χάσω την επαφή με τον χώρο». Το όνειρο του Χάρη είναι να μπορέσει να αποταμιεύσει κάποια χρήματα και να δημιουργήσει τη δική του σειρά ρουχισμού και κοσμημάτων. «Με τον βασικό μισθό όμως, τα έσοδα είναι ελάχιστα παραπάνω από τα βασικά έξοδα ενός σπιτιού. Eχουν υπάρξει φορές που ένα αναπάντεχο έξοδο μπορεί να μ’ έχει φέρει στη δύσκολη θέση της αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα να περισσεύει μήνας στο τέλος του μισθού και όχι το αντίστροφο».
«Δεν μπορούσα να το φανταστώ πως σε αυτή την ηλικία θα εξαρτιόμαστε ακόμα από τους γονείς μας». Ράνια, 37 ετών, γραμματέας
Το ζήτημα της αποταμίευσης απασχολεί και τη Ράνια, 37 ετών, μητέρα δύο μικρών παιδιών, τεσσάρων και δύο ετών. Οπως λέει στην «Κ», δουλεύει από 18 χρονών. «Κατά διαστήματα έχω εργασθεί ως σερβιτόρα, ως πατρονίστ και ως πωλήτρια. Λίγο πριν μείνω έγκυος στη μεγάλη μου κόρη ξεκίνησα ως γραμματειακή υποστήριξη στην εταιρεία που είμαι μέχρι και σήμερα. Νομίζω πως δεν έχω σταματήσει να εργάζομαι σχεδόν ποτέ, και στις δύο μου εγκυμοσύνες ήμουν στο γραφείο μέχρι τον όγδοο μήνα της κύησης». Ο μισθός της Ράνιας έχει περάσει από διάφορες διακυμάνσεις και πλέον έχει σταθεροποιηθεί στα 750 ευρώ, καθαρά. Εργάζεται 8ωρο, πενθήμερο και σε αντίθεση με τη Βάσω και τον Χάρη δεν πληρώνεται τις υπερωρίες που αναπόφευκτα θα προκύψουν μέσα στην εβδομάδα. «Αν δεν είχα τα παιδιά, ίσως να έψαχνα να επενδύσω σε μια δική μου επιχείρηση. Τώρα όμως τίθεται θέμα βιοπορισμού. Ο σύζυγός μου είναι δημόσιος υπάλληλος και παρά του τι μπορεί να πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, ο μισθός του είναι ελάχιστα παραπάνω από τα 1.000 ευρώ».
Το ζευγάρι όταν παντρεύτηκε πριν από 7 χρόνια, είχε πολύ διαφορετικό όραμα για την οικογενειακή του ευτυχία. Οπως λέει η Ράνια, η ζωή της πλέον κυριαρχείται από το άγχος και τις υποχρεώσεις. «Δεν μπορούσα να το φανταστώ πως σε αυτή την ηλικία θα εξαρτόμαστε ακόμα από τους γονείς μας. Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα, οι γονείς μας αναλαμβάνουν τα παιδιά όταν εμείς δεν προλαβαίνουμε, ενώ ανεπίσημα έχουν αναλάβει και ένα κομμάτι των εξόδων τους». Για τη Ράνια ο κατώτατος μισθός θα έπρεπε να φτάσει τα 1.000 ευρώ καθαρά, ώστε να συμπορεύεται με τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών που χρειάζεται μια μέση ελληνική οικογένεια. «Ο στόχος μας είναι να τα καταφέρουμε να φύγουμε από το ενοίκιο και να αγοράσουμε ένα δικό μας σπίτι –με δάνειο φυσικά. Και παρά τις δυσκολίες πιστεύω πως θα τα καταφέρουμε».
*Κεντρική φωτογραφία: Shutterstock