Αν η επιστήμη είχε στοιχεία «αυθεντίας», δεν θα αποπειρώμην να παρουσιάσω το βιβλίο. Διότι θα έπρεπε να απαντήσω στο ερώτημα «τι χρείαν έχει παρουσίασης βιβλίο» διά χειρός Βασίλειου Σκουρή, καταξιωμένου νομικού της θεωρίας και της πράξης όσο λίγοι σύγχρονοί του, καθηγητή του Δημοσίου Δικαίου και προέδρου επί σειράν ετών του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με δάφνες διεθνείς και επαίνους ανεκτίμητους, διαχρονικά. Ευτυχώς που στην επιστήμη εμφανιζόμαστε αυτόκλητοι, με ελευθερία γνώμης.
Εχοντας τον άνθρωπο και την ηθική αυτονομία του (= την ελευθερία του) στο επίκεντρό του, το Σύνταγμα δεν μπορεί παρά να τηρεί στάση ηθικής ουδετερότητας, δηλαδή ανοχής, αν μη και προώθησης, της ατομικής ηθικής. Το Σύνταγμα των Δικαιωμάτων είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος που δοκιμάζεται η ηθική ουδετερότητά του. Το αυτό ισχύει και για το Σύνταγμα των Υποχρεώσεων. Σε μικρότερο βαθμό ισχύει και για το Σύνταγμα των Εξουσιών.
Αξία του ανθρώπου, ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, άσυλο της κατοικίας, προσωπικά δεδομένα, ελευθερία έκφρασης, δικαιώματα συλλογικής δράσης κ.λπ. αναδεικνύουν όχι απλώς την ανεκτικότητα του Συντάγματος στην ηθική αυτονομία του προσώπου, αλλά και την αποδοχή της και την κρατική υποχρέωση προώθησής της. Δικαιώματα έχουμε όλοι και πρωτίστως ο καθένας μας ξεχωριστά. Κανενός η ηθική και το δικαίωμα δεν τίθεται υπεράνω της ηθικής και του δικαιώματος του άλλου.
Ομως ενόψει της συνταγματικής διάταξης για την εκπαίδευση που αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην ηθική αγωγή των Ελλήνων, στην ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησής τους και στη διάπλασή τους σε υπεύθυνους πολίτες, η ηθική ουδετερότητα του Συντάγματος σχετικοποιείται. Τούτο εκφράζεται μάλιστα και στη νομολογία ανωτάτων δικαστηρίων που αποδίδει έντονη κανονιστική σημασία στις ηχηρές λέξεις του Συντάγματος για το έθνος, την ηθική, τη θρησκεία και την πολιτική υπευθυνότητα του ατόμου.
Αντίστοιχη συνταγματική διάταξη είναι και εκείνη για την εργασία που προστατεύεται από το κράτος, προκειμένου ο εργαζόμενος πληθυσμός να εξυψούται όχι μόνον υλικά αλλά και ηθικά! Ευτυχώς που σχετική νομολογία για «την απελευθέρωση μέσω της εργασίας» –παράφραση «της απελευθέρωσης μέσω της γνώσης της αλήθειας»– δεν έχει αναπτυχθεί.
Ισχνανση της θρησκευτικής ελευθερίας, κατ’ ακριβολογία της ελευθερίας κοσμοαντίληψης, αποτελεί το προοίμιο του Συντάγματος «Εις το Ονομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» καθώς και η απονομή του ευσήμου της «επικρατούσης θρησκείας» στην Ανατολική Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία. Και εδώ όμως η επιστήμη και η νομολογία αποδίδουν πλέον ελάχιστες έως μηδαμινές κανονιστικές συνέπειες.
Τα αυτά ισχύουν και για τον γάμο και την οικογένεια, που κατά τη διατύπωση του Συντάγματος απολαύουν ειδικής προστασίας, πλην όμως ως έννοιες δεν γίνονται αντιληπτές με παγιωμένο και παραδεδομένο τρόπο, αλλ’ ως εξελισσόμενες και ανοικτές να υποδεχθούν στους κόλπους τους και άλλες μορφές συμβίωσης.
Τέλος, η νομική σημασία των συνταγματικών αναφορών στα χρηστά ήθη και στη δημόσια αιδώ έχει συρρικνωθεί στην επιστήμη και στη νομολογία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί εδώ να γίνεται λόγος για κάμψη της επιβαλλόμενης ηθικής ουδετερότητας του Συντάγματος.
Σε κάθε περίπτωση, η ηθική ουδετερότητα του Συντάγματος αναδεικνύεται μέσα από τις συνταγματικές αρχές και την πλειονότητα των διατάξεων που κατοχυρώνουν ανθρώπινα δικαιώματα. Οι αρχές και διατάξεις αυτές και η ερμηνευτική εξέλιξή τους βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με τις αρχές και διατάξεις του δικαίου της Ενωσης και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στον αντίποδα του Συντάγματος των Δικαιωμάτων βρίσκεται το Σύνταγμα των Υποχρεώσεων. Οσο περισσότερο επιβάλλονται, τόσο λιγότερη η ελευθερία. Το Σύνταγμά μας περιορίζεται στις βασικές υποχρεώσεις, εκ των οποίων άλλες μεν έχουν πρακτική σημασία, ενώ άλλες μόνο συμβολική. Πρακτική και ουσιαστική σημασία έχει η φορολογική υποχρέωση, η υποχρέωση συμβολής στην άμυνα της πατρίδας, επιτρεπομένης πάντως της εναλλακτικής θητείας, η υποχρεωτική συμμετοχή σε εφορευτικές επιτροπές για την ανάδειξη των αντιπροσώπων στις εκλογικές διαδικασίες και στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια. Συμβολική σημασία, στοιχούμενη στην ηχώ του «1-1-4», έχει το καθήκον αντίστασης κατά της επιχειρούμενης κατάλυσης του Συντάγματος καθώς και η υποχρεωτικότητα της ψήφου. Η τοποθέτηση του συγγραφέα είναι και εδώ πεντακάθαρη (σελ. 98): «Η θέσπιση ρητών και σαφών υποχρεώσεων έναντι του κοινωνικού συνόλου δεν συμβιβάζεται εύκολα με το πρότυπο του ατόμου που αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και διαμορφώνει τους δικούς του ηθικούς κώδικες… Αλλωστε είναι γνωστό ότι τα αυταρχικά καθεστώτα μειώνουν ή και εκμηδενίζουν ακόμη τις ατομικές ελευθερίες, αυξάνοντας αντίστοιχα τις υποχρεώσεις του ατόμου έναντι, φαινομενικά μεν του λαού ή του έθνους, στην πραγματικότητα δε του κράτους».
Στο Σύνταγμα των Εξουσιών, δηλαδή του δημόσιου – πολιτικού βίου, η ηθική διάσταση των διατάξεων είναι σχετικά περιορισμένη. Εμφανίζεται στην επιβαλλόμενη πολιτική ουδετερότητα των δημοσίων υπαλλήλων, στην υποχρέωση δημοσίευσης των δαπανών των πολιτικών κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών, στην κατά συνείδηση ψήφο των βουλευτών, στην απαγόρευση της λεγόμενης «διαπλοκής» μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Η ηθικοποίηση, δηλαδή η αποπολιτικοποίηση της διοικητικής δράσης, γίνεται και με τις λεγόμενες «ανεξάρτητες αρχές», που εξοπλίζονται με λειτουργική ανεξαρτησία, έτσι ώστε οι αποφάσεις τους να εξοπλίζονται με κύρος αντικειμενικότητας και ορθότητας.
Ο συγγραφέας καταλήγει ότι το Σύνταγμά μας, ως παράδειγμα ευρωπαϊκού Συντάγματος, τηρεί κατά το μάλλον ή ήττον τη φιλελεύθερα επιβαλλόμενη αυτοσυγκράτηση και αποστασιοποίηση από ζητήματα ηθικής. Τούτο δε προς τιμήν του ανθρωποκεντρισμού του Συντάγματός μας.
Ανεξάρτητα όμως από την κατάληξη, στο βιβλίο παρελαύνουν πανοραμικά οι βασικές συνταγματικές αρχές και διατάξεις στην αυτοτέλειά τους αλλά και στον συστηματικό συσχετισμό τους, στην αλληλοδιαπλοκή τους, στην ιστορική και τη μέλλουσα προοπτική τους, στη σχέση τους με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς κανόνες και στην ερμηνεία τους, καθώς και στην τελολογία τους. Ιδιαιτέρως άξια μνείας είναι η Εισαγωγή του συγγραφέα, όπου διαλέγεται με σκέψεις, θέσεις, στάσεις και τάσεις φιλοσόφων και πολιτικών επιστημόνων της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ως «ηθική» ο συγγραφέας εννοεί κυρίως το ατομικό έθος και ήθος («το ήθος εξ έθους περιγίγνεται»), αλλά και το συλλογικό. Το μεν σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, το δε σε σχέση με την οργάνωση της εξουσίας.
Ας μου επιτραπεί, τελειώνοντας, να απομονώσω και να υπογραμμίσω μια φράση του συγγραφέα στη σελ. 5: «Ο εφαρμοστής του Συντάγματος έχει χρέος να αντιμετωπίσει την απουσία κανόνων ηθικής όχι ως ανεπιθύμητο κανονιστικό κενό, αλλά ως ηθελημένη στάση σιωπής του συνταγματικού νομοθέτη που απαιτεί σεβασμό και δεσμεύει όλες τις συντεταγμένες εξουσίες».
Το βιβλίο, κλασικό και συνάμα άκρως επίκαιρο, διαφωτίζει και μας καθοδηγεί να διερωτηθούμε για τις αλήθειες μας, τα δόγματά μας, τα πείσματά μας. Ας ταξιδέψει στη σκέψη όλων μας!
* Ο κ. Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.