Προβλήματα συντονισμού, άτυπες μορφές συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών και φορέων, οι οποίες βασίζονται κυρίως σε ατομικές πρωτοβουλίες και διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς και έλλειψη υπηρεσιών «μίας στάσης» όπου θα μπορούσαν άμεσα να εξυπηρετηθούν πολυεπίπεδα τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και να αποφευχθεί ο δευτερογενής τραυματισμός τους. Αυτές είναι ορισμένες από τις διαπιστώσεις ειδικών που ερεύνησαν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι υποθέσεις ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας στη χώρα μας.
Η έκθεση των 97 σελίδων δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2023 και η έρευνα διεξήχθη από την Grevio, την ανεξάρτητη αρχή εμπειρογνωμόνων η οποία παρακολουθεί την εφαρμογή της «Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας».
Οι ειδικοί αναγνωρίζουν ότι έχουν γίνει θετικά βήματα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και έχουν εκπαιδευθεί σε αντίστοιχα ζητήματα περισσότεροι αστυνομικοί. Παραθέτουν ενδεικτικά τα στοιχεία που τους παρείχαν οι ελληνικές αρχές για την εκπαίδευση 13.352 αστυνομικών το 2022.
Ωστόσο επισημαίνουν ότι παρά τα θετικά παραδείγματα υπάρχουν ακόμη αναφορές για αναποτελεσματική ή αδιάφορη αντιμετώπιση καταγγελιών σε αστυνομικά τμήματα ανά τη χώρα. «Φαίνεται πως υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στον τρόπο χειρισμού υποθέσεων μεταξύ των εξειδικευμένων γραφείων και άλλων αστυνομικών υπηρεσιών», αναφέρεται σχετικά.
Σε άλλο σημείο της έκθεσης, η ανεξάρτητη αρχή εκφράζει την ανησυχία της για τον άτυπο τρόπο συνεργασίας μεταξύ συμβουλευτικών κέντρων, μη κυβερνητικών οργανώσεων και της Αστυνομίας όποτε προσπαθούν να βρουν λύσεις για γυναίκες – θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Οπως αναφέρεται, αυτές οι μορφές συνεργασίας βασίζονται κυρίως στις διαπροσωπικές σχέσεις που έχουν αναπτύξει μεταξύ τους εργαζόμενοι σε διαφορετικές υπηρεσίες. Σε περίπτωση, όμως, που εμπλέκονται περισσότεροι φορείς ή δεν έχουν αναπτυχθεί αντίστοιχες επαφές, μπορεί να προκύψουν σημαντικά κενά στη συνεργασία και στον συντονισμό.
Ακόμη στην έκθεση επισημαίνεται η ανάγκη σημαντικής αύξησης των διαθέσιμων δομών φιλοξενίας και κλινών για τα θύματα, ενώ γίνεται αναφορά και στο ζήτημα της υποστελέχωσης και των περιορισμένων πόρων τους. Σημειώνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν συντάσσεται κάποιο μακροχρόνιο πλάνο για τις επιζήσασες, ώστε να είναι πιο ασφαλή και ξεκάθαρα τα επόμενα βήματά τους εκτός δομής.
Οι μορφές συνεργασίας φορέων βασίζονται κυρίως στις διαπροσωπικές σχέσεις που έχουν αναπτύξει μεταξύ τους εργαζόμενοι σε διαφορετικές υπηρεσίες.
Ελλείψεις θέσεων
Οι ερευνητές τονίζουν ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί άμεσα θέση σε κάποια δομή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Σύμφωνα με την έκθεση, ειδικά στις μεγάλες πόλεις τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει διαθεσιμότητα, με αποτέλεσμα να παραπέμπονται οι γυναίκες σε άλλες περιοχές ή πόλεις, χωρίς να έχει εξασφαλιστεί ο τρόπος μετάβασής τους σε αυτές. Στην πράξη μπορεί να χρειαστούν ημέρες ή εβδομάδες μέχρι να ολοκληρώσουν τις απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις και να βρεθεί κάποιο κρεβάτι. Συνήθως σε κάποιες περιπτώσεις μεσολαβούν μη κυβερνητικές οργανώσεις ώστε να βρεθεί προσωρινά δωμάτιο σε ξενοδοχείο, όμως και η δική τους δυνατότητα παρέμβασης είναι περιορισμένη. Ακόμη ένα ζήτημα που θίγεται είναι κατά πόσον μπορούν τα θύματα να επικοινωνήσουν με τις δομές σε μη εργάσιμες ημέρες και ώρες.
Στις περιπτώσεις θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι υπάρχει έλλειψη συγκεκριμένου πρωτοκόλλου στις δομές υγείας για την παραπομπή θυμάτων σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες. Παράλληλα έθιξαν το ζήτημα της συστηματικής καταγραφής και συλλογής στοιχείων σε δομές υγείας για περιστατικά έμφυλης βίας.
Η ανεξάρτητη αρχή στην έκθεσή της αναγνωρίζει ως θετική εξέλιξη την αναγνώριση και θεσμοθέτηση του αδικήματος της επίμονης καταδίωξης – παρακολούθησης (stalking). Στα στοιχεία που της διατέθηκαν, το 2020 είχαν καταγγελθεί στην αστυνομία 2.906 περιπτώσεις ψυχολογικής βίας, ενώ το 2021 έφθασαν τις 5.350. Ωστόσο, οι ερευνητές της Αρχής δεν είχαν στη διάθεσή τους περισσότερα στοιχεία για την ποινική εξέλιξη υποθέσεων που αφορούσαν το συγκεκριμένο αδίκημα.
Αναδρομική εξέταση
Σχετικά με τις γυναικοκτονίες, οι εμπειρογνώμονες που συνέταξαν την έκθεση ενθάρρυναν τις ελληνικές αρχές να επανεξετάσουν υποθέσεις δολοφονιών γυναικών εξαιτίας του φύλου τους, ώστε να κρίνουν εάν υπήρξαν θεσμικά κενά ή ζητήματα στην ανταπόκριση των δικαστικών αρχών που μπορεί με κάποιον τρόπο να συνέβαλαν στη μοιραία έκβαση. Στόχος αυτής της επανεξέτασης θα είναι η ανάπτυξη μηχανισμών πρόληψης στο μέλλον. Παράλληλα, η ανεξάρτητη αρχή καλεί τις ελληνικές αρχές να ακολουθήσουν τυποποιημένες διαδικασίες για τη διαχείριση των περιστατικών έμφυλης βίας.