Το πένθιμο τέμπο της καμπάνας διακόπηκε τη στιγμή που η νεκροφόρα θα ξεκινούσε από τον ναό του Αγίου Νεκταρίου για το νέο κοιμητήριο Ανω Λιοσίων, περίπου οκτώ χιλιόμετρα μακριά. Από κάποιο μέλος της στενής οικογένειας ζητήθηκε η κωδωνοκρουσία να είναι ζωηρή, σαν να σήμαινε κάποιο χαρμόσυνο γεγονός. Υπό αναστάσιμο ρυθμό 3-3-7, η σορός του πέμπτου θύματος γυναικοκτονίας μέσα στο 2024 έβαινε προς τον ύστατο αποχαιρετισμό, καθώς μια ηλικιωμένη γυναίκα στάθηκε δίπλα στο όχημα χτυπώντας με αποφασιστικότητα τα χέρια και φωνάζοντας: «Επάνω σε αυτά τα εγκλήματα θα σκύψουν οι πάντες. Ολη η Ελλάδα το έχασε το κορίτσι αυτό».
Το κορίτσι αυτό, η 28χρονη Κυριακή Γρίβα, γεννήθηκε μικροκαμωμένη αλλά όρθωσε αποφασιστικά το ανάστημά της τη νύχτα που απευθύνθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής της για να ζητήσει βοήθεια, όχι για πρώτη φορά.
Ηξερε καλά τι πρέπει να κάνει, έχοντας προφανώς εκτεθεί στις ενημερωτικές καμπάνιες διάφορων φορέων –και της Αστυνομίας– που καλούν τα θύματα έμφυλης βίας να μιλήσουν και να καταγγείλουν τα περιστατικά. Εκείνοι που δεν ήξεραν τι πρέπει να κάνουν αποδείχθηκε πως ήταν όλοι οι υπόλοιποι: οι επιφορτισμένοι με την υποχρέωση της προστασίας της.
Τα είχε κάνει όλα σωστά
«Δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι την είδα στο χώμα. Εγώ περίμενα να με πάρουν τηλέφωνο για να με καλέσουν στα γενέθλιά της ή για να μου πουν ότι θα ήθελαν να είναι το παιδί μου παρανυφάκι στον γάμο της». Μέλος της ευρύτερης οικογένειας της Κυριακής Γρίβα περιγράφει στην «Κ» τις πρώτες στιγμές που η είδηση για τη δολοφονία μιας γυναίκας έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων δεν την έκανε να υποψιασθεί ότι επρόκειτο «για το δικό τους παιδί».
Μια πολύ ευγενική φυσιογνωμία, καλοσυνάτη και πρόθυμη να βοηθήσει. Δραστήρια κοπέλα που πάντα δούλευε, αλλά κλειστός άνθρωπος. Δεν νομίζω ότι μίλαγε πολύ για τα δικά της, για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τους γονείς της.
Η ίδια περιγράφει την 28χρονη σαν μια πολύ ανεξάρτητη νέα γυναίκα. «Συντηρούσε τον εαυτό της, έμενε μόνη της και ήταν πολύ δουλευταρού», λέει. «Μια πολύ ευγενική φυσιογνωμία, καλοσυνάτη και πρόθυμη να βοηθήσει. Δραστήρια κοπέλα που πάντα δούλευε, αλλά κλειστός άνθρωπος. Δεν νομίζω ότι μίλαγε πολύ για τα δικά της, για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τους γονείς της. Με τον πρώην σύντροφό της την είχα δει λίγες φορές. Δεν της φερόταν ωραία. Της μίλαγε απότομα μπροστά μας».
Η Κυριακή Γρίβα τα είχε κάνει όλα σωστά, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των αξιωματικών του Α.Τ. Αγίων Αναργύρων. Η ίδια είχε ενημερώσει την αξιωματικό υπηρεσίας το μοιραίο βράδυ, πως το 2020 είχε υποβάλει μήνυση στον μετέπειτα δράστη της δολοφονίας της, για εγκλήματα που αφορούσαν εξύβριση, απειλές και βιασμό, την οποία αργότερα απέσυρε. Ωστόσο, ακόμα και αν μία καταγγέλλουσα αποσύρει τη μήνυση, τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας έχουν αυτεπάγγελτο χαρακτήρα και σύμφωνα με τον νόμο η ποινική διαδικασία οφείλει να συνεχιστεί. Τέσσερα χρόνια μετά ο δράστης ήταν ακόμα σε θέση να απειλεί τη ζωή της.
Δεν αρκεί το υποστηρικτικό περιβάλλον
Σύμφωνα με τις περιγραφές μέλους της ευρύτερης οικογένειάς της, από το περιβάλλον της Κυριακής Γρίβα δεν έλειπε η υποστήριξη, ενώ στενός συγγενής της υπηρετεί στην αστυνομία. Τίποτα από αυτά όμως δεν αποτελεί εχέγγυο ασφάλειας. Οι ελλείψεις και οι παραλείψεις που φανέρωσε η υπόθεσή της, ως προς τον χειρισμό των καταγγελιών έμφυλης βίας, καταδεικνύουν την κρισιμότητα της ορθής παροχής θεσμικής προστασίας.
«Δεν γίνεται να μην μπορούν να κάνουν κάτι και να μας φέρνουν τα παιδιά μας σε κουτιά», αποκρίνεται με αγανάκτηση η συγγενής. Το θεσμικό πλαίσιο προβλέπει μια σειρά από ενέργειες, όπως την επιβολή περιοριστικών μέτρων σε φερόμενους ως δράστες εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, αλλά η εμπειρία των γυναικών που καταγγέλλουν δείχνει πως αυτά συχνά παραβιάζονται.
«Τώρα μπορεί κανείς να πει συγγνώμη;», αναρωτιούνται οι άνθρωποί της, για την 28χρονη γυναίκα που δολοφονήθηκε κάτω από τη μύτη των Αρχών, το βράδυ της 1ης του Απρίλη.