«Είχα μια ελπίδα, ότι η Γεωργία θα ήταν η τελευταία», λέει η Μαρία Πούτου. Μια νύχτα του περασμένου Δεκεμβρίου η 43χρονη αδελφή της κάλεσε τη μητέρα τους ζητώντας βοήθεια. Μόλις την είχε τραυματίσει βαριά ο 71χρονος σύντροφός της. Την είχε χτυπήσει με γροθιές και κλωτσιές στο σώμα και το πρόσωπο, της ράγισε το πόδι. Η μητέρα της κάλεσε το αστυνομικό τμήμα Σαλαμίνας, ζήτησε περιπολικό, αλλά ο αξιωματικός υπηρεσίας είπε ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο. «Φέρτε την εδώ να υποβάλει μήνυση», της πρότεινε. Το σπίτι της κόρης της ήταν σε έρημο δρόμο, εκεί βρισκόταν και ο ανήλικος αυτιστικός εγγονός της, πώς θα τα κατάφερνε μόνη η ηλικιωμένη;
Οταν τελικά έφτασε στο τμήμα εκείνη τη νύχτα, ο αξιωματικός υπηρεσίας της ζήτησε να ανεβάσει τη χτυπημένη κόρη της και τον εγγονό της στο γραφείο. Δεν μπορούσε. «Να πάτε στο κέντρο υγείας και να έρθετε μετά», είπε ο αστυνομικός. «Δεν ήθελε να πέσει στη βάρδιά του, αυτό κατάλαβα», σημειώνει η κ. Πούτου.
Το πρωί επέστρεψαν στο τμήμα, τους υποδέχτηκαν άλλοι αστυνομικοί, η αντιμετώπιση ήταν διαφορετική. Εγκατέστησαν στο κινητό της 43χρονης το κουμπί πανικού, μια εφαρμογή με την οποία θα μπορούσε άμεσα να ειδοποιήσει τις Αρχές σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Εκδόθηκε σήμα αναζήτησης του δράστη, όμως δεν βρέθηκε ίχνος του. «Το συμβάν είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν τον αναζήτησαν άμεσα», λέει η κ. Πούτου. «Νησί είμαστε, στη γειτονιά τον έβλεπαν να πηγαινοέρχεται έξω από το σπίτι. Θα τον είχαν πιάσει εάν είχαν καταλάβει τη σοβαρότητα εγκαίρως».
Λίγες ημέρες αργότερα ο 71χρονος εμφανίστηκε στο σπίτι της μητέρας της συντρόφου του με μια καραμπίνα στα χέρια. «Το κουμπί πανικού έχει μια λογική, είναι ένα μέτρο. Ας φτιάξουν, όμως, πρώτα τα υπόλοιπα. Η αδελφή μου δεν μπορούσε να τρέξει. Ισα που τον είδε, ίσα που τη σκότωσε», λέει η κ. Πούτου. Για την υπόθεση και τον χειρισμό της από τους αστυνομικούς διατάχθηκε Ενορκη Διοικητική Εξέταση, το αποτέλεσμα της οποίας μέχρι και σήμερα δεν είναι γνωστό στην οικογένεια του θύματος.
Ερευνα διεξάγεται και για την πρόσφατη δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα από τον πρώην σύντροφό της, ο οποίος τη μαχαίρωσε θανάσιμα την 1η Απριλίου έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, ακριβώς δίπλα στο φυλάκιο του σκοπού. Και σ’ αυτή τη γυναικοκτονία ήταν έκδηλη η αδυναμία ορθής εκτίμησης της κρισιμότητας της κατάστασης και του επικείμενου κινδύνου από τους αστυνομικούς. Υψηλόβαθμη πηγή του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη αναφέρει στην «Κ» ότι πρέπει να διερευνηθεί τι λειτούργησε λάθος, ποια ήταν η εκπαίδευση που είχαν λάβει όλοι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί και να μπουν νέες ασφαλιστικές δικλίδες.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί εκπαιδεύσεις αστυνομικών σε ζητήματα έμφυλης βίας και έχουν σταλεί συνοπτικές και πιο αναλυτικές οδηγίες στα αστυνομικά τμήματα. Μέσα από τις μαρτυρίες νομικών, εκπαιδευτών και αστυνομικών, όμως, η έρευνα της «Κ» αναδεικνύει σημαντικά κενά που χρήζουν αντιμετώπισης. Παρατηρείται ανομοιογένεια στην εφαρμογή των πρωτοκόλλων, με αποτέλεσμα η εμπειρία της κακής ή της καλής πρακτικής να εξαρτάται από το πού θα τύχει να απευθυνθεί η καταγγέλλουσα, σε ποιο αστυνομικό τμήμα ή σε ποια βάρδια.
Τον Ιούνιο του 2020 στάλθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών προς το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας ένα τρισέλιδο έγγραφο με οδηγίες πιο αποτελεσματικού χειρισμού υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας. Οπως αναφέρεται στο έγγραφο που είναι στη διάθεση της «Κ», σκοπός αυτών των κατευθύνσεων ήταν «η εξάλειψη φαινομένων αποθάρρυνσης των θυμάτων από την υποβολή μήνυσης», που είχαν καταγγελθεί κατά καιρούς σχετικά με τη συμπεριφορά αξιωματικών υπηρεσίας.
Τον Αύγουστο του 2021 στάλθηκαν ενδοϋπηρεσιακά από την ΕΛ.ΑΣ. οδηγίες αστυνομικής ανταπόκρισης σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Εκεί επισημαίνεται ότι οι πολίτες μπορεί να καταφύγουν πρώτα σε αστυνομικό τμήμα, αλλά δεν διευκρινίζεται πώς θα μεταφερθούν με ασφάλεια. Αναγνωρίζοντας τα κενά, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αποφάσισε την Παρασκευή να προχωρήσει σε λήψη επιπλέον μέτρων στη διαχείριση των περιστατικών, όπως την εξασφάλιση μεταφοράς και διαμονής σε ασφαλή χώρο για κάθε θύμα, μέχρι να εκλείψει ο κίνδυνος.
Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αποφάσισε να προχωρήσει σε λήψη επιπλέον μέτρων στη διαχείριση των περιστατικών, όπως η εξασφάλιση μεταφοράς και διαμονής σε ασφαλή χώρο για κάθε θύμα.
Οι μαρτυρίες
Η δικηγόρος Κλειώ Παπαπαντολέων περιγράφει στην «Κ» δύο περιστατικά κακής αστυνομικής πρακτικής που αντιμετώπισαν εντολείς της την τελευταία διετία. «Ηταν δύο υποθέσεις βίαιων πρώην συντρόφων, που εξακολουθούσαν να παρακολουθούν και να απειλούν αυτές τις γυναίκες», τονίζει. Εστελναν απειλητικά μηνύματα, τηλεφωνούσαν μέσα στη νύχτα, σε μια περίπτωση μάλιστα προέκυπτε ότι ο δράστης παρακολουθούσε και το παιδί της πρώην του έξω από το σχολείο. Οι γυναίκες μετέβησαν σε δύο διαφορετικά αστυνομικά τμήματα στο κέντρο της Αθήνας για να προχωρήσουν σε καταγγελία.
«Το αίτημα κάθε παθούσας ήταν “πιάστε τον”. Τους είπαν όμως: “Πάρτε το 100, εμείς δεν κάνουμε συλλήψεις”. Δεν είχαν μια καταγγελία γενική και αόριστη, είχαν αποδείξεις. Πήγαν την ώρα που δέχτηκαν νέο απειλητικό μήνυμα», λέει η κ. Παπαπαντολέων. «Δεν υπάρχει αίσθηση ότι αυτά τα ζητήματα είναι επείγοντα και ότι μπορεί να φοβηθεί ο δράστης αν δει εκείνη την ώρα μια πιο άμεση αστυνομική αντίδραση».
Αλλη νομικός ανέφερε ένα πιο πρόσφατο περιστατικό. Στα μέσα Μαρτίου μία γυναίκα, υπήκοος Γεωργίας, με τρεις δεκαετίες διαμονής στην Ελλάδα, μετέβη σε αστυνομικό τμήμα της Αττικής για να καταγγείλει την επίμονη παρακολούθησή της (stalking). Ωστόσο την προέτρεψαν να φύγει, καθώς, όπως της είπαν, είχε υποβάλει και άλλες μηνύσεις εις βάρος του ίδιου άνδρα στο παρελθόν. Πέντε ημέρες αργότερα ο κακοποιητής τη βρήκε και τη χτύπησε. Είχε εγκατεστημένο το κουμπί πανικού στο κινητό της, αλλά δεν πρόλαβε να το πατήσει, καθώς ο δράστης τής είχε αρπάξει τη συσκευή. Υπέβαλε νέα μήνυση και ο άνδρας καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκιση για απλή ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη με αναστολή.
Δικηγόροι της νομικής υπηρεσίας στο Κέντρο Διοτίμα, τη μη κυβερνητική οργάνωση που εξειδικεύεται σε ζητήματα φύλου και ισότητας, εξιστορούν και άλλα πρόσφατα περιστατικά. Πριν από δύο εβδομάδες, γυναίκα ήθελε να καταθέσει μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση και ο αξιωματικός υπηρεσίας τής είπε: «Μωρέ, μήπως κι αυτός έχει μετανιώσει λίγο;». Τον Αύγουστο, άλλη γυναίκα θέλησε να καταγγείλει ξυλοδαρμό, αλλά οι αστυνομικοί δεν την κατατόπισαν επαρκώς για τις κινήσεις που πρέπει να κάνει. Τελικά μίλησε με την οργάνωση, πήγε σε άλλο αστυνομικό τμήμα και ο δράστης συνελήφθη στο πλαίσιο του αυτοφώρου.
Η Μαρίνα Φαρμακίδη, δικηγόρος στο Κέντρο Διοτίμα, αναφέρει στην «Κ» ακόμη μία κακή αστυνομική πρακτική. Είχε μεταβεί μαζί με μια γυναίκα πρόσφυγα σε αστυνομικό τμήμα ώστε να υποβάλουν έγκληση για βιασμό. Η πράξη δεν είχε τελεστεί πρόσφατα και ο αξιωματικός υπηρεσίας έκρινε ότι δεν ήταν επείγουσα η διαχείριση. Είπε ότι δεν μπορούσαν να πάρουν κατάθεση χωρίς την παρουσία ψυχολόγου και πρότεινε να κλείσουν ραντεβού, το οποίο ακόμη δεν έχει εξυπηρετηθεί.
«Ζητήθηκε ο ψυχολόγος από τον αστυνομικό, όχι γιατί το προβλέπει η διαδικασία, αλλά γιατί θεώρησε ότι η γυναίκα μπορεί να λέει ψέματα», εξηγεί η κ. Φαρμακίδη. «Δεν είναι, όμως, οι αστυνομικοί αρμόδιοι για να κρίνουν. Αυτό δείχνει τη δυσπιστία απέναντι στην καταγγελία αντίστοιχων περιστατικών».
Σε άλλο συμβάν που περιγράφει η ίδια, με τη μεσολάβηση οργανώσεων και τη βοήθεια της αστυνομίας, μια γυναίκα πρόσφυγας κατάφερε να αποδράσει από το σπίτι της. Την παρέλαβε περιπολικό μαζί με τα τρία παιδιά της. Στο τμήμα εμφανίστηκε αργότερα κάποιος γνωστός του συζύγου της και ισχυρίστηκε ότι η γυναίκα ήθελε να επιστρέψει στην οικία της και να ανακαλέσει την καταγγελία. «Επειτα μάθαμε ότι μέχρι να αποδράσει οριστικά δέχθηκε απίστευτη βία. Της ξερίζωσε τα μαλλιά, της έσπασε το κινητό, την έκλεισε μέσα για ημέρες, δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Κανονικά βασανιστήρια. Ηταν μεγάλη η ευκολία των αστυνομικών να δεχτούν ότι κάποιος τρίτος μπορεί να μιλήσει για λογαριασμό της», υπογραμμίζει η κ. Φαρμακίδη, επισημαίνοντας και τα προβλήματα που προκύπτουν από την απουσία διερμηνείας.
Ωστόσο, έχει διαπιστώσει και καλές πρακτικές. Περιγράφει ότι σε αστυνομικό τμήμα της Αθήνας δέχτηκαν να μεταφέρουν με περιπολικό μια γυναίκα σε άλλη υπηρεσία όπου λειτουργούσε εξειδικευμένο γραφείο ενδοοικογενειακής βίας. Η αντιμετώπιση από τον αξιωματικό υπηρεσίας εκεί «ήταν ενδελεχής και προστατευτική». Σε άλλη περίπτωση θυμάται πόσο πολύ επέμεναν οι αστυνομικοί να εγκαταστήσει μια γυναίκα το κουμπί πανικού στο κινητό της, καθώς είχαν κρίνει τον κίνδυνο ως πολύ σοβαρό. Αντίστοιχα, άλλη νομικός θυμάται ότι μια αστυνομικός την κάλεσε τα μεσάνυχτα για να την ενημερώσει ότι η εντολέας της δεν ήθελε να προβεί σε μήνυση για επίμονη παρακολούθηση και ότι έφυγε από το τμήμα, παρότι είχαν προσπαθήσει να την πείσουν να μείνει.
Αφού τους εκπαιδεύσουν, μετά τους μεταθέτουν
Αξιωματικός της αστυνομίας που έχει και ρόλο εκπαιδευτή λέει στην «Κ» ότι σε αρκετές περιπτώσεις είναι ζήτημα εμπειρίας και ατομικής κρίσης του αστυνομικού το πώς θα αντιδράσει, καθώς οι σχετικές οδηγίες δεν έχουν προβλέψει τα πάντα.
Από τον Απρίλιο του 2020 μέχρι τον Αύγουστο του 2022 εκπαιδεύτηκαν 164 στελέχη των γραφείων καταπολέμησης της ενδοοικογενειακής βίας, μεταξύ άλλων σε θέματα δεοντολογίας, έμφυλης βίας και επαγγελματικών αρχών. Το έργο ARIADNE 2 χρηματοδοτήθηκε από ευρωπαϊκούς πόρους, συντονίστηκε από το Κέντρο Μελετών Ασφαλείας και είχε εταίρους το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, το Κέντρο Διοτίμα, το Κέντρο Γυναικών Καρδίτσας, την Action Aid Hellas και τον Δήμο Αθηναίων. Η Αννα Βουγιούκα, υπεύθυνη συνηγορίας του Κέντρου Διοτίμα, αναφέρει στην «Κ» ότι από το πρόγραμμα προέκυψαν διάφορες σημαντικές διαπιστώσεις. Αφενός ότι «δεν είναι σαφής η διαδικασία εκτίμησης κινδύνου και προτεραιοποίησης των ενεργειών που θα πρέπει να γίνουν για τη διαχείριση ενός περιστατικού». Αφετέρου επισημαίνει ότι οι τακτικές μεταθέσεις των εκπαιδευμένων αστυνομικών δημιουργούν την ανάγκη για διαρκείς και επαναλαμβανόμενες επιμορφώσεις των συναδέλφων τους.
«Απαιτείται συνεργασία της ΕΛ.ΑΣ., τόσο με τις εξειδικευμένες δημόσιες υπηρεσίες για την ισότητα των φύλων όσο και με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που διαθέτουν εξειδικευμένη τεχνογνωσία στη συμβουλευτική και νομική υποστήριξη επιζωσών έμφυλης βίας», τονίζει η κ. Βουγιούκα. «Τα θύματα που νιώθουν ότι κινδυνεύουν ακολουθούν τα βήματα που πρέπει να κάνουν. Οι αστυνομικές αρχές;».
Η κ. Φαρμακίδη εξηγεί ότι η γυναίκα που προσέρχεται σε ένα αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει ή να ζητήσει βοήθεια βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση. «Είναι καταρρακωμένη. Ζει και επεξεργάζεται το τραύμα της, δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει αποφάσεις. Χρειάζεται έναν άνθρωπο να τη στηρίξει αποτελεσματικά».