Ηταν η πέμπτη μέσα στο 2024. Η πέμπτη φορά σε μόλις τέσσερις μήνες που χρειάστηκε να συντάξουμε ένα δημοσιογραφικό κείμενο για μια γυναίκα που δολοφονήθηκε από τον πρώην ή τον νυν σύντροφό της επειδή ήταν γυναίκα. Να διερευνήσουμε τις λεπτομέρειες του εγκλήματος, πού βρισκόταν όταν μαχαιρώθηκε ή όταν πυροβολήθηκε ή όταν περιλούστηκε με εύφλεκτο υλικό, πόσες φορές τον είχε καταγγείλει στο παρελθόν, τι συνέβη –ή τι δεν συνέβη– και η πολιτεία δεν την προστάτευσε. Για άλλη μια φορά παρακολουθήσαμε έναν (άνδρα) να μας διαβεβαιώνει ότι το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο, ότι θα αναζητηθούν ευθύνες, «αν υπάρχουν».
Γράφουμε την είδηση και η κάθε μία μας ανασύρει το δικό της ιστορικό. Ολες έχουμε. Ολες. Από τότε που κάποιος μας πέταξε από το αμάξι, μας χτύπησε, μας εκφόβισε, μας κυνήγησε στον δρόμο, μας παρενόχλησε σεξουαλικά. Γράφουμε την είδηση και ξέρουμε ότι καμία καρατόμηση δεν θα γλιτώσει την επόμενη γυναίκα. Ποια θα είναι; Ποιο όνομα θα αναφερθεί στο αστυνομικό δελτίο τον Μάιο, τον Ιούνιο, τον Ιούλιο; Αυτός ο φαύλος κύκλος μοιάζει με ρώσικη ρουλέτα.
Δεν θέλουμε να γράψουμε για την επόμενη. Και για να συμβεί αυτό πρέπει να αρχίσουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Δεν είναι έγκλημα πάθους, δεν είναι ανθρωποκτονία. Είναι γυναικοκτονία: η δολοφονία μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα, η κορύφωση της κουλτούρας βίας εναντίον των γυναικών. (Αραγε, ποια θα ήταν η αντίδραση των αστυνομικών στο τμήμα ή στο 100 εάν την έκκληση για βοήθεια την έκανε άνδρας;) Η υιοθέτηση του όρου επίσημα από την ελληνική πολιτεία θα ήταν η ελάχιστη ένδειξη επίγνωσης του προβλήματος.
Δεν θέλουμε να γράψουμε για την επόμενη. Δεν είναι δυνατόν εν έτει 2024 να φτάνει μια γυναίκα στο αστυνομικό τμήμα με καταγγελία κακοποίησης και να μην ενεργοποιείται ένας μηχανισμός. Να εξαρτάται η επιβίωσή της (μας) στην πραγματικότητα από τον βαθμό ευαισθητοποίησης του εκάστοτε οργάνου. Δεν αρκεί η ύπαρξη ενός manual αναρτημένου σε κάποιο online σύστημα της ΕΛ.ΑΣ. Είναι ώρα για τη σύνταξη εξειδικευμένων, εύχρηστων πρωτοκόλλων –με λίγα βήματα– για την αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών, διαφορετικών για κάθε στάδιο της διαδικασίας. Να μπουν στο συρτάρι κάθε γραφείου. Αμεσα προσβάσιμα.
Δεν θέλουμε να γράψουμε για την επόμενη. Δεν γίνεται να μην υπάρχει διασύνδεση υπηρεσιών, να μη χτυπάει καμπανάκι όταν ο δράστης το έχει ξανακάνει, να μην ελέγχονται οι λόγοι που αποσύρεται μια μήνυση. («Αν μιλήσεις θα σε σκοτώσω»). Δεν είναι δυνατόν να μας ειρωνεύονται αυτοί που οφείλουν να μας προστατεύουν («το περιπολικό δεν είναι ταξί»). Ακόμη και η υποψία αμφισβήτησης από την πλευρά των αστυνομικών μπορεί να αποξενώσει το θύμα και να αποβεί μοιραία.
Κι εμείς δεν θέλουμε να γράψουμε για την επόμενη.
Οι γυναίκες δημοσιογράφοι της «Κ»
Λίνα Γιάνναρου, Τάνια Γεωργιοπούλου, Ηλιάνα Μάγρα, Μαργαρίτα Πουρνάρα, Τασούλα Επτακοίλη, Ιωάννα Φωτιάδη, Ξένια Κουναλάκη, Γιούλη Επτακοίλη, Πέννυ Μπουλούτζα, Σπυριδούλα Σπανέα, Χρύσα Λιάγγου, Δήμητρα Μανιφάβα, Ρούλα Σαλούρου, Ευγενία Τζώρτζη, Δέσποινα Κόντη, Ελευθερία Κούρταλη, Ρουμπίνα Σπάθη, Κατερίνα Καπερναράκου, Ειρήνη Χρυσολωρά, Μαρία Κατσουνάκη, Γιώτα Συκκά, Μάρω Βασιλειάδου, Αλεξάνδρα Βουδούρη, Τζωρτζίνα Ασημάκη, Αιμιλία Καλογεράκη, Πέπη Γρηγοριάδου, Αλεξία Καλαϊτζή, Ελβίρα Κρίθαρη, Ελεάννα Βλαστού, Τασούλα Καραϊσκάκη, Δώρα Αντωνίου, Κατερίνα Σώκου, Μαρία Αθανασίου, Μαριάννα Κακαουνάκη, Γιώτα Μυρτσιώτη, Αλεξάνδρα Σκαράκη, Ιωάννα Μπρατσιάκου, Θεοδώρα Βασιλοπούλου, Βίκυ Κατεχάκη, Σοφία Χρήστου, Κορίνα Σαμάρκου, Δήμητρα Τριανταφύλλου, Μαρίνα Καρπόζηλου, Θέλμα Χατζηαθανασίου, Κατερίνα Αγριμανάκη, Ελένη Τζαννάτου, Βίβιαν Στεργίου, Αναστασία Σταματοπούλου, Νίνα-Μαρία Πασχαλίδου.