Εμπειρος αστυνομικός που μίλησε στην «Κ» με τον όρο της ανωνυμίας, όταν τον Οκτώβριο του 2022 έλαβε το «Εγχειρίδιο αστυνομικής ανταπόκρισης σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας», επικοινώνησε με τις εισαγγελικές αρχές. Ηθελε να διευκρινίσει τι ακριβώς λογίζεται ως «εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη», η οποία, όπως επισημαίνεται στο εγχειρίδιο δεν εμπίπτει βάσει νόμου στην έννοια της ενδοοικογενειακής βίας, παρά μόνο αν έχει προκληθεί από συνεχή συμπεριφορά. Το έγγραφο έκτασης 33 σελίδων που είναι στην κατοχή της «Κ», καταρτίστηκε με τη συνδρομή των εισαγγελικών αρχών προκειμένου να εξειδικεύσει θέματα νομοθεσίας, κατόπιν υποδείξεών τους. Διανεμήθηκε τότε στο σύνολο του αστυνομικού προσωπικού που χειρίζεται τέτοιες υποθέσεις, σε συνέχεια του Οδηγού που είχε αποσταλεί τον Αύγουστο του 2021.
«Γρατζουνιές, δυνατά χαστούκια, μώλωπες στα χέρια και πόδια»
«Αν καταγγέλλεται σωματική βλάβη, που είναι εντελώς ελαφρά (π.χ. γρατζουνιές, δυνατά χαστούκια, μώλωπες στα χέρια και πόδια κ.λπ.), θα τίθεται η ερώτηση αν είναι το πρώτο περιστατικό σωματικής βίας ή όχι», αναφέρει το εγχειρίδιο στη σελίδα 30. «Αν δεν είναι το μοναδικό συμβάν, θα ζητείται από το θύμα να περιγράψει και τα προηγούμενα περιστατικά σωματικών βλαβών που υπέστη, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις, και θα τίθεται το ερώτημα αν έχει γίνει καταγγελία για αυτά. Ετσι θα εξακριβώνεται αν στοιχειοθετείται το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης ελαφράς με συνεχή συμπεριφορά».
Αστυνομικός που έχει διαχειριστεί υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, υποστηρίζει ότι επαφίεται στην εμπειρία του αστυνομικού που θα διαχειριστεί την υπόθεση να αντιληφθεί αν πρέπει να σταλεί στον/στην εισαγγελέα ως αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας ή ως αδίκημα του Ποινικού Κώδικα που δεν διώκεται αυτεπάγγελτα. «Ακόμα όμως και αν εγώ το στείλω ως ενδοοικογενειακή βία, ώστε να ασκηθεί αυτεπάγγελτα ποινική δίωξη, να ληφθούν τυχόν μέτρα προστασίας και να έχω τη συνείδησή μου καθαρή, ο/η εισαγγελέας μπορεί να το υποβιβάσει, χαρακτηρίζοντάς το ως εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη ή εξύβριση με έργο, αδικήματα του Π.Κ. που διώκονται μόνο με έγκληση», υπογραμμίζει.
Γκρίζα ζώνη
Μιλώντας στην «Κ» η ποινικολόγος Αγγελική Ψαράκη εξηγεί: «Για τη στοιχειοθέτηση του ιδιώνυμου εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, απαιτείται πέραν της πρόκλησης σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας από ένα μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας και δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή αυτών των αποτελεσμάτων. Σωματική κάκωση είναι κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος, όπως τραύματα, εκδορές, οιδήματα, παραμορφώσεις, πόνος κ.λπ., ενώ βλάβη της υγείας κάθε διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών. Διαχρονικά η νομολογία μας έχει χαρακτηρίσει τις βλάβες όπως εκδορές και εκχυμώσεις ως εντελώς ελαφρά κάκωση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κενό, καθώς για την υπαγωγή της τελευταίας αυτής περίπτωσης (εντελώς ελαφράς κάκωσης ή βλάβης της υγείας) στις διατάξεις του Ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο της συνεχούς συμπεριφοράς».
Η ποινικολόγος κάνει λόγο για φαινόμενο γκρίζας ζώνης σχετικά με τον χαρακτηρισμό του αδικήματος είτε από τον αστυνομικό στον οποίο θα καταγγελθεί το γεγονός είτε στο ακροατήριο. «Αυτό σημαίνει ότι όταν μια γυναίκα πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα με μελανιά, ακόμα κι αν εκεί καταγραφεί το περιστατικό ως ενδοοικογενειακή βία, υπάρχει ο κίνδυνος είτε να υποβιβαστεί η κατηγορία από τον εισαγγελέα ή κατόπιν στο ακροατήριο. Και αυτό, όπως καταλαβαίνετε, δυσχεραίνει και τις διαδικασίες της εκτίμησης κινδύνου που μπορεί να διατρέχει το θύμα. Δεν μπορεί να εξαρτάται το θύμα από τον χαρακτηρισμό του αδικήματος».
Πηγές της Αστυνομίας υποστήριξαν από πλευράς τους στην «Κ» ότι οι αστυνομικοί που θα κληθούν να διαχειριστούν μια υπόθεση, οφείλουν να διενεργήσουν την προανάκριση, να καταγράψουν λεπτομερώς το ιστορικό, να προβούν σε ερωτήσεις και στη συνέχεια να υποβάλλουν τη σχετική δικογραφία στις εισαγγελικές αρχές. «Δεν επαφίεται στην κρίση του/της αστυνομικού να αποφασίσει για το αδίκημα, αυτό θα το πράξει ο/η εισαγγελέας» σημείωσαν.
«Δεν έχει μπει στο πετσί μας η επικινδυνότητα»
Η δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα μπροστά στο φυλάκιο του Α.Τ. Αγίων Αναργύρων όπου είχε καταφύγει για προστασία, η πέμπτη κατά σειρά γυναικοκτονία μέσα σε τέσσερις μήνες στη χώρα, έθεσε επιτακτικά το ερώτημα κατά πόσο οι αξιωματικοί στα αστυνομικά τμήματα είναι σε θέση να εκτιμήσουν τον κίνδυνο που διατρέχουν τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας σε συνεννόηση με την Αμεση Δράση και τις εισαγγελικές αρχές. Στη διαδικασία αυτή ο χαρακτηρισμός του αδικήματος ως ενδοοικογενειακής βίας είναι σημαντικός, αφού κινεί αυτεπαγγέλτως, χωρίς την υποβολή μήνυσης, τις διαδικασίες ποινικής δίωξης, απαλλάσσοντας από αυτό το βάρος τα θύματα, τη στιγμή που κακοποιούνται ή διατρέχουν κίνδυνο για τη ζωή τους. Ωστόσο, όπως έχουν επισημάνει σε προηγούμενα ρεπορτάζ της «Κ» δικηγόροι που διαχειρίζονται τέτοιες υποθέσεις, πολλές φορές τα περιστατικά δεν καταγράφονται, ενώ ο ανασταλτικός χαρακτήρας των διαδικασιών αφήνει απροστάτευτα τα θύματα. Η Κυριακή είχε από το 2020 καταγγείλει τη βίαιη συμπεριφορά του πρώην συντρόφου της, χωρίς κανέναν μέτρο να ληφθεί από τις αρμόδιες για την προστασία της Αρχές.
«Δεν έχει μπει στο πετσί μας η επικινδυνότητα, ο κίνδυνος που διατρέχουν τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους αστυνομικούς αλλά και εμάς τους δικαστικούς λειτουργούς», σχολίασε μιλώντας στην «Κ» εισαγγελέας με πολυετή πείρα, σημειώνοντας ότι η αδυναμία ορθής εκτίμησης του κινδύνου που είδαμε στην υπόθεση των Αγίων Αναργύρων δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο. Για τη σύγχυση που προκαλείται γύρω από τα αδικήματα της πολύ ελαφράς σωματικής βλάβης είπε ότι «φταίει η νομοθεσία και όχι η Αστυνομία, διότι η νομοθεσία πράγματι έβγαλε από την ενδοοικογενειακή βία αυτές τις συμπεριφορές», ενώ χαρακτήρισε «άστοχη» τη συγκεκριμένη οδηγία που είχε δοθεί στους αστυνομικούς. «Ενα δυνατό χαστούκι μπορεί να προκαλέσει βλάβη. Δεν μπορεί ένα αστυνομικό εγχειρίδιο να προκαταλαμβάνει ότι πρόκειται για εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη. Είναι και άστοχο, διότι είναι πέραν των αρμοδιοτήτων της Αστυνομίας. Ο αστυνομικός οφείλει να καταγράψει και να επιληφθεί άμεσα. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά του εισαγγελέα που θα ασκήσει τη δίωξη».
Ο ίδιος άνθρωπος εκτίμησε ότι προκειμένου να εκλείψουν περιστατικά κακής διαχείρισης περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας από πλευράς των αρμόδιων Αρχών, «ένας γραπτός οδηγός δεν σημαίνει τίποτα. Η εκπαίδευση πάνω στον οδηγό είναι που έχει σημασία. Και δεν αρκεί μια εκπαίδευση πέντε ημερών όπως αυτή που έχουν λάβει οι περισσότεροι ειδικά εκπαιδευμένοι αξιωματικοί της Αστυνομίας, χρειάζεται συνεχής ενημέρωση και εφαρμογή. Σε σχέση με τη νομοθεσία έχει γίνει μια προσπάθεια να διορθωθούν κάποια πράγματα με τους νέους Ποινικούς Κώδικες. Ομως, όσους νόμους και εγκυκλίους και να εκδώσουμε, το θέμα είναι πώς θα τους εφαρμόσουμε ώστε να προστατευθούν τα θύματα».
Ο νέος σύντομος οδηγός
Στις 5 Απριλίου, τέσσερις ημέρες μετά τη δολοφονία της Κυριακής Γρίβα έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων, το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. εξέδωσε έναν «Σύντομο οδηγό χειρισμού υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας», προκειμένου «να υπενθυμίσει» τις ενέργειες που περιγράφονται στον προηγούμενο οδηγό αλλά και να τις «συνοψίσει». Επιδιώκεται έτσι η υποβοήθηση του έργου του αστυνομικού προσωπικού, ενόψει της εφαρμογής του Ν. 5090/2024, ο οποίος αφορά τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας.
Στον σύντομο αυτό οδηγό 10 σημείων που είναι στην κατοχή της «Κ», δίνονται –μεταξύ άλλων– οδηγίες και για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος. Συγκεκριμένα, οι αστυνομικοί καλούνται να ανατρέχουν πάντοτε στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του ν. 3500/06 περί ενδοοικογενειακής βίας, ώστε να διαπιστώσουν αν και ποιο αδίκημα στοιχειοθετείται, καθώς και να απευθύνονται στον διοικητή της υπηρεσίας τους και τον ανώτερο αξιωματικό που έχει οριστεί για επιβεβαίωση. Για κατευθύνσεις σχετικά με τη νομοθεσία προτρέπονται επίσης να επικοινωνούν με το Γραφείο Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της περιοχής τους και αν απαιτείται, να ερωτάται και ο αρμόδιος εισαγγελέας.
kath-read-more post=”562976965″]
Ως προς τις υπηρεσιακές ενέργειες δίνεται βαρύτητα στην εγγραφή στο Βιβλίο Αστυνομικών Συμβάντων όχι μόνο των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας αλλά και άλλων περιστατικών που αφορούν ενδοοικογενειακές σχέσεις και διώκονται κατ’ έγκληση, ακόμα κι αν το θύμα δεν επιθυμεί να υποβάλει έγκληση. Ολες οι εγγραφές θα υποβάλλονται στη Διεύθυνση Γενικής Αστυνόμευσης.
Τέλος υπάρχει οδηγία ανατροφοδότησης, δηλαδή οι αστυνομικοί να επικοινωνούν με το θύμα εντός πέντε ημερών και να ρωτούν αν έχει ασκηθεί εκ νέου ενδοοικογενειακή βία. Αν το κρίνουν αναγκαίο, προτρέπονται να επικοινωνούν εκ νέου.
Σκόπιμη κρίθηκε και η κατάρτιση αντίστοιχου σύντομου οδηγού που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, με ιδιαίτερη στόχευση στα θύματα που προσέρχονται για να αναφέρουν/καταγγείλουν σχετικά αδικήματα. Ο οδηγός είναι διαθέσιμος εδώ.