«Η γενιά μου έχει ζήσει υπερβολικά ενδιαφέροντες καιρούς», λέει καθώς υποδέχεται την «Κ» στην Αθήνα ο διεθνής πρόεδρος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Χρήστος Χρήστου, σε ένα διάλειμμα μεταξύ Ζυρίχης, Σουδάν και Φόρουμ Δελφών. Ο 50χρονος χειρουργός, που ηγείται της διεθνούς οργάνωσης από το 2019, μιλάει για τις εμπόλεμες ζώνες, από τις οποίες η διεθνής κοινότητα έχει αποτραβήξει το βλέμμα της, αλλά και για τη δράση της οργάνωσης σε πάνω από 80 σημεία σε όλο τον κόσμο.
«Εκτιμάται ότι η επόμενη μεγάλη ανθρωπιστική κρίση θα είναι στο Σουδάν», λέει ο κ. Χρήστου, ο οποίος επισκέφθηκε πριν από λίγο καιρό την αφρικανική χώρα, στην οποία τον Απρίλιο του 2023 ξεκίνησε εμφύλιος. «Αρχικά μιλούσαμε για σύγκρουση δύο αντίπαλων ενόπλων ομάδων, του SAF (Sudanese Armed Forces) με τον RSF (Rapid Support Forces), όμως σταδιακά εξελίχθηκε σε κάτι πιο σύνθετο». Οπως συμβαίνει συνήθως στις αφρικανικές χώρες, «το ζητούμενο είναι κυρίως φυλετικό. Δεν περιορίστηκε στο Χαρτούμ, αλλά επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα». Πολλοί ανησυχούν ότι η γενοκτονία που έλαβε χώρα προ 20ετίας στο Νταρφούρ ίσως ολοκληρωθεί τώρα. Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν με την κρίση στο Σουδάν μέχρι να ολοκληρωθεί η απομάκρυνση των Ελλήνων ομογενών και μετά έστρεψαν το ενδιαφέρον τους αλλού. «Στο μεταξύ, όμως, έχουν πληγεί 25 εκατ. άνθρωποι, 8 εκατ. έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους, έχουν μετακινηθεί εσωτερικά στη χώρα ή έχουν διαφύγει στο εξωτερικό – κυρίως στο νότιο Τσαντ και την Αιθιοπία, λιγότεροι σε Αίγυπτο ή στην Ευρώπη». Η επίσημη καταμέτρηση κάνει λόγο για 20.000 νεκρούς, «η πραγματικότητα είναι πολύ πιο οδυνηρή, απουσιάζουν, όμως, διεθνείς παρατηρητές και ΜΜΕ για να την καταγράψουν».
Ζήσαμε για πρώτη φορά στην ιστορία τον βομβαρδισμό διεθνούς προσωπικού οργάνωσης.
Το γειτονικό, φτωχό, Τσαντ έχει ανοίξει τα σύνορά του, απ’ όπου εκτιμάται ότι έχουν περάσει τουλάχιστον 500.000 άνθρωποι. Τα Ηνωμένα Εθνη προσπαθούν να οργανώσουν τη διαχείριση της κρίσης και τη μετεγκατάσταση των εκτοπισμένων (σ.σ. σε Τσαντ και νότιο Σουδάν πάνω από ένα εκατ.), καθώς επισήμως το κράτος του Σουδάν δεν τους επιτρέπει να κινηθούν στο έδαφός του «για λόγους ασφαλείας». Οι ΓΧΣ, ωστόσο, διαθέτουν διαφορετικό καταστατικό και στηρίζονται σε 7 εκατ. υποστηρικτές. «Προτεραιοποιούμε οι ίδιοι τις δράσεις μας και έτσι έχουμε κλιμάκια σε 12 περιοχές σε ολόκληρη τη χώρα», διευκρινίζει ο ίδιος. «Στο Χαρτούμ, για παράδειγμα, στηρίζουμε τα χειρουργεία, ενώ εξασφαλίζουμε το 80% του πόσιμου νερού για όσους βρίσκονται στους καταυλισμούς». Τα όσα είδε στο Σουδάν ο Ελληνας γιατρός τον έχουν συγκλονίσει. «Υπολογίσαμε ότι στον καταυλισμό Ζαμζάμ κάθε δύο ώρες πεθαίνει από ασιτία ένα παιδί», τονίζει. «Πρέπει να σπεύσουμε, προτού ξεκινήσει η περίοδος των βροχών, όπου κάθε μετακίνηση δυσχεραίνεται». Η εντύπωση, ωστόσο, που έχει αποκομίσει είναι ότι «κανείς δεν ενδιαφέρεται να δουλέψει για την ειρήνη, γιατί είναι πιο εύκολο να εκμεταλλευτείς τους πόρους ενός τόπου, όπου κυριαρχεί αναρχία, πείνα και εξαθλίωση: καθημερινά φεύγουν μεγάλες ποσότητες χρυσού χωρίς κανέναν έλεγχο προς άλλες χώρες».
Η Ουκρανία
Στην Ουκρανία, οι ανάγκες στις οποίες ανταποκρίθηκαν οι ΓΧΣ ήταν διαφορετικές. «Μας απασχόλησε πολύ στην αρχή η ψυχολογική στήριξη, όχι μόνο πολιτών και εσωτερικά μετακινούμενου πληθυσμού, αλλά και υγειονομικού προσωπικού», υπενθυμίζει ο κ. Χρήστου, «και εν συνεχεία η αποκατάσταση των τραυματιών. Οι Ουκρανοί γιατροί είχαν θητεύσει σε ένα πολύ καλό σύστημα υγείας, όμως δεν είχαν εμπειρία με τραύματα που έχουν προκύψει από βλήματα πολέμου, κάτι που εμείς γνωρίζαμε από τις αποστολές μας στη Μέση Ανατολή». Για να κατορθώσουν να μεταφέρουν τραυματίες από τα ανατολικά της χώρας στα δυτικά, όπου ως επί το πλείστον υπάρχει ασφάλεια, οι ΓΧΣ μετέτρεψαν ένα υπάρχον τρένο σε κινητή μονάδα. «Ενα βαγόνι έχει παροχή οξυγόνου, άλλο γεννήτριες με μπαταρίες, δύο βαγόνια είναι ΜΕΘ και τα υπόλοιπα θάλαμοι», περιγράφει ο κ. Χρήστου, που έχει σπουδάσει ιατρική στην Ελλάδα αλλά έχει εργαστεί ως χειρουργός επί πολλά χρόνια στο Λονδίνο (King’s College). «Στο μεταξύ, η στρατιωτική βοήθεια που αποστέλλεται δεν φθάνει ποτέ στους προβλεπόμενους αποδέκτες, όπως μου λένε Ουκρανοί εθελοντές, τα μισά όπλα πάνε στα χαρακώματα, τα υπόλοιπα φορτώνονται σε μαύρα τζιπ· αυτά τα όπλα έχουν κατακλύσει τα Βαλκάνια», αναφέρει.
Η καθημερινή, ωστόσο, έγνοια του προέδρου των Γιατρών Χωρίς Σύνορα αφορά τη Γάζα. «Ημουν τον Νοέμβριο στη Δυτική Οχθη, καθώς δεν κατάφερα να μπω στη Γάζα. Βρέθηκα στον προσφυγικό καταυλισμό της Τζενίν, που υφίσταται από το 1949, και έβλεπα πώς γίνονταν οι επιδρομές του ισραηλινού στρατού από την ώρα που νύχτωνε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί· και την ίδια στιγμή απαγορευόταν οποιαδήποτε πρόσβαση στα νοσοκομεία». Η οργάνωση τώρα δραστηριοποιείται κυρίως στη Ράφα. «Σχεδιάζουμε να αναβαθμίσουμε την ποιότητα ζωής έστω ορισμένων, όπως οι έγκυες γυναίκες, έτσι ώστε να μπορούν να παραμένουν για λίγο στο νοσοκομείο έπειτα από έναν δύσκολο τοκετό». Η κατάλυση, ωστόσο, στη Γάζα γραπτών και άγραφων νόμων, που τηρούνται στις εχθροπραξίες, έχουν σοκάρει τον κ. Χρήστου, που εργάζεται στο πεδίο πάνω από 20 χρόνια. «Ζήσαμε για πρώτη φορά στην ιστορία τον βομβαρδισμό διεθνούς προσωπικού οργάνωσης», επισημαίνει, λίγα μόνο 24ωρα μετά τον θάνατο επτά εργαζομένων της World Center Kitchen. «Ηταν επιφορτισμένοι να μοιράσουν τρόφιμα, είχαν ενημερώσει τον ισραηλινό στρατό για τις γεωγραφικές συντεταγμένες όπου θα κινούνταν τα οχήματά τους, τα οποία βρίσκονταν στον παραλιακό δρόμο της Ράφα, το μόνο σημείο που θεωρείτο έως τώρα ασφαλές. Θαυμάσαμε τα αντανακλαστικά της διεθνούς κοινότητας σε κάθε καταπάτηση του διεθνούς δικαίου στην Ουκρανία, στην περίπτωση όμως της Γάζας η σιωπή της είναι εκκωφαντική», λέει με πικρία. «Υστερα απ’ όλα αυτά, θα είναι πλέον πολύ δύσκολο να πάμε στο Σουδάν και να ζητήσουμε στις αντιμαχόμενες πλευρές να σεβαστούν το ανθρωπιστικό δίκαιο και να αφήσουν ανοιχτούς ανθρωπιστικούς διαδρόμους», καταλήγει ο κ. Χρήστου, τον οποίο εκπρόσωποι από όλα τα παραρτήματα των ΓΧΣ έχουν εκλέξει δύο φορές πρόεδρο. Οσοι γνωρίζουν προσωπικά τον Ελληνα χειρουργό, εκτιμούν ότι επικράτησε των συνυποψηφίων του χάρη στις κοινωνικές δεξιότητες: την αμεσότητα, την ενσυναίσθηση, την ικανότητα να μιλάει απλά για σύνθετα ζητήματα.