Πρόσφατα σε σχολείο της Αττικής 15χρονος ανάρτησε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης τα οπίσθια συμμαθήτριάς του, χλευάζοντάς την. Αμεσα, φίλοι της τον απείλησαν ότι θα τον εξευτελίσουν στο σχολείο. Το περιστατικό έγινε γνωστό στη σχολική κοινότητα, ωστόσο η επιλογή του σχολείου ήταν υπέρ της συγκάλυψης του περιστατικού. Ευτυχώς που οι γονείς του πρώτου παιδιού μίλησαν σε γνωστό τους ψυχολόγο για την πράξη του παιδιού τους. Ετσι υπήρξε παρέμβαση και οι γονείς του θύτη ζήτησαν συγγνώμη από το κορίτσι και την οικογένειά της. Οι γονείς του θύτη προβληματισμένοι, αναζήτησαν τη βοήθεια ειδικών για να εξηγηθεί η στάση του παιδιού. Οι ψυχολόγοι του σχολείου, όμως, έμειναν «μαρμαρωμένοι». Ανάλογο περιστατικό συνέβη προ ημερών σε άλλο σχολείο της Αττικής, όπου και πάλι η στάση της διεύθυνσης ήταν υπέρ της συγκάλυψης. Πόσα τέτοια γεγονότα μένουν στην αφάνεια εκτρέφοντας τη βία και την παραβατικότητα των ανηλίκων; Και το πρόβλημα δεν μένει μόνο στο σχολείο. Περνάει στη γειτονιά, στον δήμο, συνδέεται με την οπαδική βία, με τους ανηλίκους να καταλήγουν σε κάποιες περιπτώσεις στη βαριά εγκληματικότητα.
Πρόγραμμα που στοχεύει στην ολιστική παρέμβαση για την πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων βίας και παραβατικότητας από και προς ανηλίκους είναι προς έγκριση από το υπουργείο Υγείας (ενήμερα είναι και τα υπουργεία Παιδείας και Προστασίας του Πολίτη), με τις συζητήσεις να βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο, όπως εξήγησε στην «Κ» ο Στέλιος Στυλιανίδης, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ιδρυτής και επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ) και επιστημονικός επόπτης του προγράμματος.
Σκοπός του προγράμματος είναι η ανάπτυξη ενός μοντέλου πρόληψης και αντιμετώπισης της παραβατικότητας ανηλίκων, με παρεμβάσεις στους βασικούς παράγοντες της τοπικής κοινωνίας: στα σχολεία και των δύο βαθμίδων, στις δομές και υπηρεσίες πρόνοιας, ψυχικής υγείας και παιδικής προστασίας της τοπικής κοινότητας (δήμος), στα τοπικά αστυνομικά τμήματα και τα τμήματα ασφαλείας, στις αρμόδιες δικαστικές αρχές και σε αθλητικούς φορείς.
Οπως παρατηρούν οι υπεύθυνοι του προγράμματος (στην υλοποίησή του μετέχουν η ΕΠΑΨΥ, η μη κερδοσκοπική εταιρεία ΙΑΣΙΣ, το τμήμα Κοινωνικής εργασίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και το Εργαστήριο κλινικής ψυχολογίας και ψυχοπαθολογίας, κοινοτικής ψυχιατρικής και αναπτυξιακής ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου), παρότι η έκταση της παραβατικότητας ανηλίκων στην Ελλάδα φαίνεται ότι κινείται στο πλαίσιο της χαμηλής και μεσαίας βαρύτητας, προκαλούν ανησυχία η αύξηση των αδικημάτων βίας των ανηλίκων και η μείωση του ορίου ηλικίας κατά το οποίο ξεκινάει η εμπλοκή των ανηλίκων με τον ποινικό νόμο.
Επίσης, στις οικογένειες των ανηλίκων παραβατών συναντώνται πολλαπλά και πολύ σοβαρά προβλήματα (κοινωνικά, οικονομικά, ψυχικής υγείας, χρήσης ουσιών, κατάχρησης αλκοόλ, εμπλοκή των γονέων με τον ποινικό νόμο, εγκλεισμός ενός ή και των δύο γονέων στη φυλακή, κ.ά.).
Οι ανήλικοι παραβάτες στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι αγόρια, κυρίως 14 έως 18 ετών, σε μεγάλο ποσοστό από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Το οικογενειακό τους περιβάλλον διαπιστώνεται συχνά να είναι δυσλειτουργικό. Η σχέση τους με το σχολείο παρουσιάζει πολλά προβλήματα, με χαμηλές επιδόσεις και σχολική διαρροή. Αξιοσημείωτος αριθμός αυτών των ανηλίκων εμφανίζει εμπλοκή με εξαρτησιογόνες ουσίες, ενώ σε σημαντικό ποσοστό εκδηλώνουν συναισθηματικές διαταραχές, διαταραχές διαγωγής ή και άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας. Τέλος, συνήθως έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, με έλλειψη στόχων, κινήτρων και προσδοκιών για τη ζωή τους.
Από την άλλη, οι συμμορίες είναι ομάδες παιδιών, εφήβων και νεαρών ενηλίκων που μοιράζονται μια κοινή ταυτότητα και εμπλέκονται σε παράνομες ή παραβατικές δραστηριότητες. Ορισμένοι παραβατικοί ανήλικοι ωθούνται ή παρακινούνται να ενταχθούν σε μια συμμορία για να αποκτήσουν αίσθηση σύνδεσης ή για να καθορίσουν μια νέα αίσθηση του ποιοι είναι, ενώ άλλοι υποκινούνται από την πίεση των συνομηλίκων ή την ανάγκη να προστατεύσουν τον εαυτό τους. Τα περισσότερα μέλη συμμοριών είναι έφηβοι ή νεαροί ενήλικες, κάθε φύλου, φυλής και κοινωνικοοικονομικής ομάδας.
Οπως ανέφερε στην «Κ» ο κ. Στυλιανίδης, η αρχή είναι να εφαρμοστούν πρακτικά μέτρα στους φορείς όπου θα γίνουν οι παρεμβάσεις. Ετσι, στα σχολεία θα γίνουν ομιλίες και όταν παρουσιαστεί κάποιο σχετικό πρόβλημα συμπεριφοράς παιδιού θα γίνεται παρέμβαση μέσα στην τάξη. Συγκεκριμένα, θα γίνεται συζήτηση με τους μαθητές της τάξης, με τα παιδιά να καλούνται να ανοιχτούν μπροστά σε ένα πρόβλημα στο οποίο, ακόμη κι αν δεν εμπλέκονται, μπορούν να το αντιμετωπίσουν στο μέλλον. Η συζήτηση θα γίνεται από τους επιστήμονες του προγράμματος σε συνεργασία με τον δάσκαλο της τάξης και τον ψυχολόγο του σχολείου. Επίσης, θα επιμορφωθούν οι εκπαιδευτικοί στην πρόληψη και αντιμετώπιση περιστατικών βίας από μαθητές τους, ενώ θα εμπλακούν και οι γονείς, οι οποίοι είναι σχεδόν πάντα υπερπροστατευτικοί στο παιδί τους. Και ο θύτης και το θύμα πρέπει να συμμετάσχουν, αφού όποιος υποστεί κακοποιητική συμπεριφορά μπορεί στο μέλλον να γίνει ο ίδιος θύτης. Στο πρόγραμμα θα εμπλακούν και οι τοπικές υπηρεσίες πρόνοιας και ψυχικής υγείας, αλλά και η Εκκλησία στο μέτρο που μπορεί να συνδράμει, καθώς η παραβατικότητα ανηλίκων, όταν εκδηλώνεται σε πρώιμο στάδιο μέσα στο σχολείο, μπορεί να επεκταθεί και στον δήμο. Αλλωστε και τώρα έχουμε δει ανηλίκους να μετέχουν σε συμμορίες.
Ανάπτυξη ενός μοντέλου πρόληψης με παρεμβάσεις σε σχολεία, δομές πρόνοιας, αστυνομικά τμήματα, αθλητικούς φορείς, δικαστικές αρχές.
Ταυτόχρονα, παρέμβαση θα γίνει και στα τοπικά αστυνομικά τμήματα αφού, εκτός από την ποινική διαδικασία η οποία ακολουθείται όταν χρειάζεται, υπάρχει και το μέλημα ο ανήλικος να συμμορφωθεί με «ήπια» μέσα. Η αστυνομία πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική στη δίωξη των δραστών, αλλά και να υιοθετήσει πρακτικές νουθεσίας όταν πρόκειται για ανηλίκους.
Απαραίτητη είναι η συνεργασία των αθλητικών φορέων, καθώς οι ανήλικοι με ιστορικό παραβατικότητας πιάνονται ευκολότερα στα δίχτυα της οπαδικής βίας. Ηδη υπάρχουν επαφές με εκπροσώπους ομάδων της Αττικής.
Πώς θα γίνουν όλα αυτά; Οι υπεύθυνοι του προγράμματος δίνουν βάρος στη συμμετοχή των παιδιών που έχουν τραυματική εμπειρία, αλλά και των θυτών. Θα μιλήσουν στα παιδιά μέσα στο σχολείο, με άδεια της διεύθυνσης και των γονέων θα εκφράσουν το βίωμά τους. Θεωρείται μάλιστα ότι ένα στα πέντε παιδιά που έχει εμπλακεί σε περιστατικά βίας θα ήθελε να γίνει «πρεσβευτής» της φιλοσοφίας που υπηρετεί το πρόγραμμα. Τέλος, σημαντικό ρόλο θα έχουν και δημοφιλή στα παιδιά πρόσωπα, όπως αθλητές.
Κινητές μονάδες
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στις κινητές μονάδες ψυχοκοινωνικής παρέμβασης, με μία από τις βασικές αρμοδιότητες να είναι ο εντοπισμός περιοχών «εν κινδύνω», όπως ορίζεται για διαφόρους λόγους, ώστε να υπάρξει άμεση παρέμβαση χωρίς τον «στιγματισμό» περιοχών και προσώπων, αφού η παρέμβαση θα γίνεται από ειδικά εκπαιδευμένους και πεπειραμένους επαγγελματίες. Το πρόγραμμα σχεδιάζεται να εφαρμοστεί πιλοτικά σε τρεις δήμους – στην Κηφισιά όπου έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει πρόβλημα με συμμορίες ανηλίκων πέριξ του σταθμού του ΗΣΑΠ, στο Μαρούσι και στη Θεσσαλονίκη. Οπως παρατηρεί ο κ. Στυλιανίδης, «ας ξεκινήσουμε από κάτι ποιοτικό, αξιολογήσιμο και μετά να πάμε παρακάτω. Δεν χρειάζονται μαξιμαλισμοί».