Οι «υπερασπιστές» της ανάγνωσης στην παιδική ηλικία

Οι «υπερασπιστές» της ανάγνωσης στην παιδική ηλικία

Με το κλείσιμο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2013, ατόνησε και η εθνική προσπάθεια υπέρ της ανάγνωσης· το βάρος έπεσε σε βιβλιοθήκες, ΜΚΟ και ιδιώτες

4' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η μια λέξη οδηγεί στην άλλη, που σε παρασύρει στην επόμενη. Η μια σελίδα ξυπνάει την άλλη, που χτυπάει την πλάτη της επόμενης. Κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβεις, φτάνεις στο τέλος ενός βιβλίου. Μια τέτοια αλληλουχία είναι και αυτή που «φτιάχνει» έναν αναγνώστη. Από τον μπαμπά που διαβάζει στο μωρό του, στο παιδί που αγαπά τις ιστορίες, στον έφηβο που ανακαλύπτει τη λογοτεχνία, στον βιβλιοφάγο ενήλικο.

Κάθε κρίκος της αλυσίδας στηρίζει τον επόμενο, λέει στην «Κ» η καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ Βενετία Αποστολίδου. «Είναι μύθος ότι ένα παιδί που διαβάζει στην παιδική ηλικία θα γίνει διά βίου αναγνώστης. Σύμφωνα με όλες τις έρευνες, στην εφηβεία χάνουμε αναγνώστες. Μετά τα 10-12, ακόμη και τα παιδιά που διάβαζαν στην παιδική ηλικία διακόπτουν τη σχέση τους με το βιβλίο. Για να παραμείνει κάποιος αναγνώστης χρειάζεται συνεχής προσπάθεια και από το ίδιο το άτομο αλλά και από το κράτος».

Από το ’13 και το κλείσιμο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου μέχρι σήμερα, όμως, η εθνική προσπάθεια υπέρ της ανάγνωσης είχε ατονήσει (ένας νέος φορέας βρίσκεται τώρα στα σκαριά στα πρότυπα του ΕΚΕΒΙ). Την «υπεράσπιση» του διαβάσματος είχαν αναλάβει εξ ολοκλήρου μη κερδοσκοπικοί φορείς, βιβλιοθήκες, ιδιώτες. Οπως το σωματείο «Διαβάζοντας Μεγαλώνω», για παράδειγμα, που ιδρύθηκε το 2013 με στόχο τη διευκόλυνση της πρόσβασης όλων των παιδιών σε αναγνωστικό υλικό από τους πρώτους μήνες της ζωής. Οπως λέει στην «Κ» η πρόεδρός του Αβα Χαλκιαδάκη, ο στόχος της ανάγνωσης σε ένα μωρό δεν είναι να μάθει γράμματα. «Ο στόχος είναι να το πάρεις αγκαλιά και να μοιραστείς μαζί του ένα βιβλίο, να του δείξεις εικόνες και να του μιλήσεις. Ολες οι έρευνες δείχνουν ότι τα ερεθίσματα που λαμβάνει το παιδί εκείνη την ώρα είναι εξαιρετικά κρίσιμα για τις συνάψεις στον εγκέφαλο, ενώ ενισχύουν και τον δεσμό με τον γονιό». Επιπλέον, το βιβλίο γίνεται οικείο. «Το παιδί αρχίζει να δείχνει τις προτιμήσεις του σταδιακά στα βιβλία, αναζητάει άλλα, μπαίνει στον κόσμο των ιστοριών και εντελώς αβίαστα γίνεται αναγνώστης, αποκτά σχέση με το βιβλίο».

Σχολικές επιδόσεις

Εχει βρεθεί ότι τα παιδιά που διαβάζουν έχουν και καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο. «Είναι γιατί πρόκειται για παιδιά που οι γονείς τους ασχολούνται μαζί τους, άρα ακούν πολύ περισσότερες λέξεις, υφίστανται ένα “γλωσσικό λουτρό”. Ετσι, για παράδειγμα, καταλαβαίνουν πιο εύκολα τη σύνταξη». Φυσικά έχει σημασία και η ποιότητα των λέξεων. «Σε στερημένες οικογένειες, ένα παιδί ακούει πολλές προστακτικές, “φάε”, “ντύσου”, “έλα”, “πήγαινε”. Εχει σημασία πώς απευθύνεις τον λόγο. Οπως ακριβώς και το πώς πιάνεις ένα βιβλίο». Το «Διαβάζοντας Μεγαλώνω» ολοκληρώνει αυτόν τον καιρό ένα πρόγραμμα επιμορφώσεων επισκεπτών υγείας σε 12 μονάδες υγείας σε υποβαθμισμένες περιοχές (με χρηματοδότηση ΥΠΠΟ), «ώστε να ενημερώνουν τους γονείς πόση σημασία για την ανάπτυξη του παιδιού έχει το να το παίρνουν αγκαλιά, να του δείχνουν ένα βιβλίο, να του διαβάζουν ιστορίες». Ακόμη και αν ο γονιός δεν θέλει ή δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με τα βιβλία, ένας γιατρός μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά.

Η Σίσσυ Τσιφλίδου, επί 25 χρόνια δασκάλα σε τάξεις και πλέον διευθύντρια στο 4ο Δημοτικό Μοσχάτου, έχει την εμπειρία να «διαγνώσει» ποια σπιτικά είναι «διαβαστερά». «Από την Α΄ Δημοτικού παίρνουμε μια ιδέα, αλλά φαίνεται πιο έντονα στη Γ΄, όταν μπαίνει για πρώτη φορά η Ιστορία», λέει στην «Κ». «Τα παιδιά που μπορούν να κατανοήσουν το κείμενο με ευκολία είναι αυτά που έχουν καλή σχέση με το βιβλίο. Τα άλλα παιδιά κουράζονται πιο εύκολα». Είναι μια αδυναμία που τα ακολουθεί μέχρι το τέλος του δημοτικού. «Σε μεγάλο βαθμό το πολιτισμικό κεφάλαιο κληρονομείται. Σε ένα παιδί που έχει μεγαλώσει σε περιβάλλον με βιβλία, εγγράφεται η αναγνωστική συνήθεια. Ακόμη περισσότερο όταν αυτή η συνήθεια πάει και στην προηγούμενη γενιά, αν και οι παππούδες του διάβαζαν. Είναι λοιπόν ανάγκη τα παιδιά που προέρχονται από πιο φτωχό πολιτισμικό περιβάλλον να βοηθηθούν από την πολιτεία». Οπως λέει η ίδια, χρειάζεται επιμόρφωση των δασκάλων και ενίσχυση των σχολικών βιβλιοθηκών. «Ενα καλό εικονογραφημένο βιβλίο έχει 10-15 ευρώ. Μια καλή βιβλιοθήκη έχει ανάγκη από τουλάχιστον 2.500 τίτλους». Τελευταία μίλησε στους μαθητές της για τους «Λύκους στο χιόνι» της Κάθριν Ράντελ. «Τους είπα ότι στον Μεσαίωνα ήταν σημάδι πλούτου οι αριστοκράτες να έχουν λύκους αντί για σκύλους. Ηρθε ένα παιδί και μου είπε “δεν ξέρω αν είναι τόσο ωραίο το βιβλίο ή αν εσείς το προβάλατε ωραία, πάντως θέλω να το διαβάσω”. Τα παιδιά διψάνε για βιβλίο. Ενα κίνητρο θέλουν».

Ανοιχτή εκδήλωση

Ολα αυτά είναι πολύ πιο κρίσιμα από όσο μοιάζουν. Χαρακτηριστική είναι η ανοιχτή εκδήλωση, την ερχόμενη Τρίτη, στο Ινστιτούτο Γκαίτε με θέμα «Γραμματισμός και Δημοκρατία στην εποχή της τεχνολογίας και της πληροφορίας» με συμμετοχή, μεταξύ άλλων, στελεχών του EURead (δίκτυο 34 οργανώσεων που προωθούν την ανάγνωση σε 23 χώρες της Ευρώπης). «Για να υπάρχει δημοκρατία χρειάζεται οι πολίτες να έχουν κριτική ικανότητα», λέει η Βενετία Αποστολίδου. «Και για να έχει κριτική ικανότητα κάποιος δεν πρέπει απλώς να διαβάζει, αλλά να έχει αναπτύξει ανωτέρου επιπέδου αναγνωστικές δεξιότητες, κριτικό γραμματισμό. Να μπορεί να διαβάζει σύνθετα, μεγάλα κείμενα, να μπορεί να αποστασιοποιείται από αυτά, να εμβαθύνει στις ιδέες τους, να διακρίνει τις προθέσεις τους. Ετσι, ένας πολίτης δεν θα πιστεύει ό,τι του λέει ο καθένας, θα μπορεί να διακρίνει τα fake news, να διαμορφώνει άποψη και να τη στηρίζει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT